10 Xρόνια από τους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004: Το Σβήσιμο της Φλόγας ως Ρέκβιεμ μιας Εποχής

Kοινοποίηση

Η είσοδος του ΟΑΚΑ που το 2004 ήταν γεμάτη εθελοντές και θεατές, πλέον έχει ερημώσει. Μόνο καμιά καντίνα παρκάρει που και που στη σκιά ενός πομπώδους και υπερφίαλου στεγάστρου που συμβόλισε κι αυτό με τη σειρά του την επίδειξη ενός εφήμερου πλουτισμού

Κάπως έτσι, μ’ ένα «φου» και μια ευχή για «Καλή Αντάμωση» -καταδικασμένη εξ αρχής στη σφαίρα του ανεκλπήρωτου-, γράφτηκε ο επίλογος ενός από τα μεγαλύτερα κι ίσως από τα πιο αμφιλεγόμενα γεγονότα της γενιάς μας. Μόνο που στην επόμενη σελίδα, όπως αποδείχθηκε, το παραμύθι είχε δράκο. Στις 29 Αυγούστου πριν 10 χρόνια, μετά τη μακρόσυρτη γιορτή διονυσιακών συνειρμών της τελετής λήξης που αναπαριστούσε τη σύγχρονη κουλτούρα σε όλη την αντιφατικότητα της, ενσωματώνοντας από τη γνήσια λαικότητα και την αυθεντική πρωτοτυπία μέχρι την κιτς αισθητική του νεοπλουτισμού, έσβησε η ολυμπιακή φλόγα ως προπομπός του σβησίματος μιας ολόκληρης εποχής.

Videos by VICE

Κωδικοποιήθηκε στο λεξιλόγιο του στείρου τεχνοκρατισμού και της αποσυνδεδεμένης από το συναισθηματικό φορτίο μιας κοινωνίας πολιτικής διαπάλης ως η εποχή της πλαστής ευημερίας, της δανεικής αυταπάτης και της δημιουργικής λογιστικής. Σιγά σιγά οικειοποιηθήκαμε κι εμείς αυτό το λεξιλόγιο και μάθαμε να μιλάμε για τα βιώματα και τις επιθυμίες μας με όρους αποτυχημένων πιστωτικών συναλλαγών. Μια εποχή φούσκα που έσκασε λίγα χρόνια αργότερα στα μούτρα μας. Στην αρχή μ’ ένα κρότο πιο κακόηχο απ’ τον αντίλαλο της ντουντούκας του εμβληματικού Datsun… και μέχρι σήμερα μ’ ένα λυγμό. Βλέπεις, εκείνο το καραβάκι που καθήλωσε εκατομμύρια τηλεθεατές σε όλο τον κόσμο στις οθόνες τους σε μια κατά κοινή παραδοχή εντυπωσιακή και εμπνευσμένη τελετή έναρξης, είχε στοιχεία μαεστρικής προφητείας. Ήταν χάρτινο και ζορίστηκε στις έντονες αναταράξεις. Μετεξελίχθηκε σε σάκο του μποξ που απορροφά εύκολα τη συσσωρευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια σε μια συγκυρία που ευνοεί το σημάδεμα αποδιοπομπαίων τράγων και τις απλοποιημένες ερμηνείες σε πολύπλοκα προβλήματα. Γιατί ο πιο ανώδυνος και ανέξοδος τρόπος να παρακάμψει κανείς το ερώτημα για τη σημερινή κατάσταση – σοκ της χώρας είναι να μην ψάξει τις απαντήσεις σε μια αλληλουχία λαθεμένων επιλογών, πρόχειρων χειρισμών και δομικών στρεβλώσεων αλλά να βρει ένα αντικείμενο οργής και να τσουβαλιάσει σ’ αυτό όλες τις ευθύνες.

Μια δεκαετία συμπληρώθηκε από εκείνο τον Αύγουστο που ο Ζακ Ρογκ αναφώνησε με σπασμένα ελληνικά «Ευχαριστούμε Αθήνα, Ευχαριστούμε Ελλάδα». Και μάλλον αυτή ήταν η τελευταία φορά που κάποιος ευχαρίστησε -δημόσια τουλάχιστον- αυτή τη χώρα. Έκτοτε ακούμε κατά κόρον κατσάδες, χλευαστικά υπονοούμενα και σκληρές προτροπές από τους διεθνείς εταίρους μας. Οι καινούργιες σκοτούρες ξεθώριασαν τις μνήμες εκείνης της περιόδου. Ακόμα και η ημερολογιακή λειτουργία του Τύπου ατόνησε. Στην επέτειο των 10 ετών από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ο ελληνικός Τύπος γέμισε ράθυμα και χωρίς μεγάλο ντόρο τετρασέλιδα άνευρα αφιερώματα για αυτό που τότε χαρακτηρίστηκε ως επιτομή της «ισχυρής Ελλάδας» και σήμερα μνημονεύεται ως κύκνειο άσμα της. Ήταν περισσότερο μια τελετουργική και αυτοματοποιημένη διαδικασία που βόλεψε τις δύσκολες για την παραγωγή ειδησεογραφίας μέρες του Αυγούστου, παρά ένα πραγματικό έναυσμα για έναν ισορροπημένο και αποδραματοποιημένο δημόσιο απολογισμό. Προφανώς γιατί κανένα γεγονός δε βγήκε αλώβητο από τη συνολική αποδόμηση της εθνικής αφήγησης. Ολόκληρο το διθυραμβικό μωσαϊκό του τότε, ξεκόλλησε κομμάτι κομμάτι και θρυμματίστηκε στον οδοστρωτήρα της οικονομικής κρίσης.  

Μια διοργάνωση που κρέμασε για λίγο τη χώρα στα μανταλάκια του κόσμου μ’ έναν τρόπο όχι ντροπιαστικό, όπως συνηθίσαμε να συμβαίνει κάποια χρόνια μετά, ψάχνει αμήχανα να βρει το χώρο της στην ιστορική καταγραφή προκαλώντας όλο και λιγότερη αμφισημία και όλο και περισσότερη διάθεση για λήθη. Η αλήθεια είναι ότι η αντιπαράθεση εκείνης της εποχής σχετικά με τη χρησιμότητα της διοργάνωσης, τη δυνατότητα της χώρας να την αναλάβει, το οικονομικό της κόστος συνεχίζεται στις μέρες μας με διαρκώς μειωμένη  ένταση και φρεσκάδα επιχειρημάτων. Κάποιοι αναπολούν την Αθήνα του 2004 ως πόλη μαγική, φωτεινή και ανοιχτή και κάποιοι άλλοι την αναθεματίζουν ως πόλη φρούριο, σπάταλη, υπερφίαλη και νοθευμένη. Κι αν λαβώθηκε πρόωρα από ένα αναίμακτο τροχαίο ατύχημα που άφησε κηλίδες ενοχής και τη μυρωδιά των καμένων πεύκων στη Φιλοθέη, ωστόσο προσέδωσε για κάποιες μέρες στην Αθήνα ένα άρωμα κοσμοπολιτισμού, μια ενδιαφέρουσα κινητικότητα και μια ζωηρότητα που μπορούσε να εμπλέκει ακόμα κι αυτούς που ήταν επιφυλακτικοί ή διαφωνούσαν με τη διοργάνωση. Εξάλλου το όραμα του αμόλυντου πρωταθλητισμού και του ολυμπιακού ιδεώδους δεν κατέρρευσε στην Αθήνα αλλά πολύ νωρίτερα, σ’ όλες τις μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις που διέπονται από την πλήρη εμπορευματοποίηση,  τις ασφυκτικές πιέσεις των μεγάλων χορηγών που καταλήγουν σε μια διαρκή πρόκληση για ρομποτικές θεαματικές επιδόσεις και την εργαλειακή αξιοποίηση τους για την αναζωπύρωση εθνικιστικών παθών.

Όλοι όμως σήμερα που «ο χρόνος είναι ασάλευτος και ο παλμός της ύπαρξης αβάσταχτος», που έλεγε και ο Charles Bukowski, θέλουν να ξεχάσουν. Σήμερα που οι μέρες μας είναι αργές και βαριές και οι ανοιχτοί λογαριασμοί του παρόντος πολλοί περισσότεροι απ’ αυτούς του παρελθόντος, το 2004 μοιάζει πολύ μακρινό, ξένο και οδυνηρό είτε ως προμήνυμα κινδύνου που δεν αντιμετωπίστηκε, είτε ως προστατευτική κρυστάλλινη γυάλα που ράγισε. Πολύ περισσότερο από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 θέλουμε να ξεχάσουμε τον εαυτό μας το 2004, πως ήταν, πως ζούσε, τι ονειρευόταν και ποιες προσδοκίες ατομικές ή συλλογικές θεμελίωνε στις κερκίδες του ΟΑΚΑ ή στις εκδηλώσεις μποϋκοτάζ έξω απ’ αυτό. Στρατηγική άμυνας και αναγκαστικής προσαρμογής στη νέα συνθήκη θα λέγαμε σ’ ένα κοινωνιοψυχολογικό πρίσμα ή αλλιώς προσπάθεια ξεπλύματος μιας γλυκόπικρης επίγευσης από μια φωτογραφική στιγμή του παρελθόντος μας που δε μας μοιάζει πια ο εαυτός μας.

Αναζητώντας λοιπόν τα ίχνη της Ολυμπιάδας 10 χρόνια μετά, αυτό που βρίσκει κανείς είναι τα άπειρα ρεπορτάζ για τις ρημαγμένες και εγκαταλελειμμένες ολυμπιακές εγκαταστάσεις, ένα κοστολόγιο – ασανσέρ που ανεβοκατεβαίνει στην πολιτική διαπάλη από τα 8 έως τα 15 δις ευρώ, μετανάστες στα φανάρια και νοικοκυρές που πλένουν πιάτα να φοράνε τις χαρακτηριστικές μπλούζες “Athens 2004” με το Φοίβο και την Αθηνά, ευκαιρίες στις μικρές αγγελίες για πωλήσεις του εξοπλισμού των 58.0000 εθελοντών, πέντε όλο και πιο δυσδιάκριτους χαραγμένους κύκλους στην Κηφισίας, βαριεστημένα βλέμματα και νευρικά βήματα κάτω από την πιο ξακουστή και πολυσυζητημένη γέφυρα της πόλης κάπου εκεί στο ύψος της Κατεχάκη -τουλάχιστον όχι αυθαίρετης όπως το ομώνυμο στέγαστρο-, κάτι ξεχασμένα από τη λευκή μπογιά «Fuck Olympic Games» στα αμφιθέατρα των Πανεπιστημίων και τον αντικατοπτρισμό ενός απλωμένου χεριού στη βιτρίνα ενός κεντρικού βιβλιοπωλείου στη Σόλωνος μπροστά από την αφίσα που διαφημίζει το βιβλίο της Γιάννας.

10 χρόνια μετά η Αθήνα τσαλαβουτάει ξανά στην ασχήμια και την παραμέληση. Ο Νικήτας Κακλαμάνης δεν ξαναβγήκε δήμαρχος, ο Πύρρος Δήμας είναι ο μοναδικός που «διασώθηκε» ως βουλευτής από το πάλαι ποτέ «καμάρι» της Άρσης Βαρών, ο τότε Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής αγνοείται και εξιτάρει τους συνειρμούς των κάθε λογής συνομοσιολόγων, η Άννα Βίσση αναβιώνει άγαρμπα και άδοξα τις «λαμπερές» νύχτες της Μυκόνου, ο Σαντιάγκο Καλατράβα βρίσκει νέες πόλεις να φιλοξενήσουν τις υπερκοστολογημένες κακοτεχνίες του και η Γιάννα Αγγελοπούλου – Δασκαλάκη δε βρίσκει προς ώρας την πολιτική κεφαλαιοποίηση του έργου της.  Όσο για το πιτσιρίκι που οδηγούσε το χάρτινο καράβι, ψάχνει το λιμάνι μιας κάπως απότομης και όχι τόσο φαντασμαγορικής ενηλικίωσης.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter Facebook και Instagram.

Μια δεκαετία μετά, τα ίχνη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 εξαλείφονται από τον αστικό ιστό. Ακόμα και οι χαραγμένοι ολυμπιακοί κύκλοι στην Κηφισίας αφομοιώνονται σταδιακά σ’ ένα γκρίζο και διαβρωμένο οδόστρωμα

Η εποχή της ευημερίας που εκπροσωπούσε το 2004 έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Στις μέρες υφίσταται μόνο ως ξεχασμένη διαφήμιση σε τοίχους πλημμυρισμένους από γκράφιτι και συνθήματα που αποτυπώνουν ένα εύθραυστο κοινωνικοπολιτικό κλίμα

Η δημιουργική και φαντασία και διαύγεια των πιτσιρικάδων που έσπασαν το μονότονα κιτρινισμένο τοπίο γύρω από το ΟΑΚΑ εντόπισε από νωρίς αυτό που σήμερα αναγκάζονται να ομολογήσουν οι πολιτικοί: ότι αρκετά ολυμπιακά έργα έγιναν βεβιασμένα, όπως το στέγαστρο Καλατράβα που αποδείχθηκε ότι είναι αυθαίρετο

Το 2004 η Ελλάδα βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση. Μια κατανάλωση δανεική που ο χρόνος πίστωσης τελείωσε απότομα. Η αγοραστική δύναμη των πολιτών έχει συρρικνωθεί ραγδαία με αποτέλεσμα οι παλιές φανταχτερές βιτρίνες να αντικαθίστανται με πωλητήρια

Η οικονομική κρίση που μεσολάβησε από το 2004 προκάλεσε μια μεγάλης έκτασης αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Η απήχηση παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων που ταυτίστηκαν με τη διαχείριση της κρίσης, απομειώθηκε και συγκέντρωσε τη λαϊκή οργή

Ο Καλατράβα ήταν ένα από τα πλέον αμφισβητούμενα πρόσωπα της προετοιμασίας της Ολυμπιακής Ελλάδας. Τότε προσωποποιούσε την αίγλη που η χώρα ήθελε να προσδώσει στους Αγώνες. Σήμερα είναι διεθνώς αναγνωρισμένος ως ο αρχιτέκτονας των υπερκοστολογημένων κακοτεχνιών. Η γέφυρα του στην Κηφισίας είναι μάλλον η πιο αναθεματισμένη υπόμνηση εκείνης της εποχής

Ενώ μας χωρίζουν μόλις 10 χρόνια από το 2004, εντούτοις αυτή η εποχή χάνεται στην άκρη του χρόνου και μοιάζει εντελώς μακρινή και ξένη. Το χάρτινο καράβι της τελετής έναρξης άλλαξε πορεία και άραξε σ’ ένα χώρο στάθμευσης μαζί τα υπόλοιπα κουφάρια της ισχυρής Ελλάδας

Η Ελλάδα του 2014 είναι η κοινωνία των κατεβασμένων ρολών και των κατεβασμένων βλεμμάτων. Ανάμεσα στις εικόνες της εξαθλίωσης και της απογοήτευσης υπάρχουν αποτυπώματα μιας ζωής ανέμελης και φιλόδοξης που διακόπηκε άτσαλα και απότομα

Η νέα γενιά που έζησε την εφηβεία της ή την ενηλικίωση της στη φούσκα της «ισχυρής Ελλάδας» και προσγειώθηκε απότομα στην ταυτότητα της «χαμένης γενιάς», ψάχνει τον προορισμό της στην αποστροφή του παρελθόντος και στην ψηλάφηση ενός νέου οράματος

Οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις μαραζώνουν σ’ ένα περιβάλλον κρατικής αδιαφορίας και λησμονιάς. Μαζί και τα σήματα τους που εγκλωβίζονται πίσω από σφιχτοδεμένες περιφράξεις ως σημειολογία φυλάκισης ονείρων και προσδοκιών

Πολλοί εξυμνούν την Αθήνα του 2004 ως μια σύγχρονη καθαρή πόλη, με μια δόση υπερβολής ίσως, γιατί ήταν μια εικόνα που αφορούσε μόνο το κέντρο και όχι την καθημερινότητα στις γειτονιές της. Η Αθήνα επέστρεψε στη βρωμιά των πατημένων και παρατημένων παρτεριών και των τσαλακωμένων σκουπιδιών στο δρόμο που κάνουν ακόμα πιο άσχημη τη μουντή ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας, ώστε να συνάδει με τη διάθεση των κατοίκων της