Πώς Είναι να Ζεις με Κρίσεις Πανικού

Kοινοποίηση

Το ανθρώπινο σώμα έχει τον δικό του τρόπο να διαχειρίζεται την πίεση και το άγχος σε οριακές στιγμές. Το acute stress response (αντίδραση σε οξύ στρες), αυξάνει τους καρδιακούς παλμούς, διαστέλλει τις διόδους του αέρα και συστέλλει τα καρδιακά αγγεία, στέλνοντας επιπλέον αίμα και οξυγόνο στους μυς, έτσι ώστε να είμαστε έτοιμοι να «δραπετεύσουμε» από μια κατάσταση που είναι επικίνδυνη για την ζωή μας: ένα άγριο ζώο, ένα γρήγορο αυτοκίνητο που έρχεται κατά πάνω μας, έναν επικίνδυνο άνθρωπο. Όσο έχει να κάνει με τις φυσιολογικές αντιδράσεις μας, είναι από τις πλέον σημαντικές. Μόνο που καμιά φορά μπορεί να βραχυκυκλώσουμε.

Ο Charles Darwin, ο οποίος επί χρόνια λέγεται ότι υπέφερε από μια εντονότατη διαταραχή πανικού, η οποία συχνά πυκνά τον άφηνε παγιδευμένο στο σπίτι του, υποστήριζε πως το να είσαι σε κατάσταση «alert» τον περισσότερο χρόνο της ημέρας σου ήταν σημάδι ενός εξαιρετικά εξελιγμένου όντος. Το acute stress syndrome όμως όπως μας εξηγούν οι Mark Williams και Danny Penman στο Mindfulness: A Practical Guide to Finding Peace In a Frantic World, «δεν είναι συνειδητό. Ελέγχεται από τα πιο πρωτόγονα κομμάτια του εγκεφάλου μας, πράγμα που σημαίνει ότι η ανάλυση ενός εξωτερικού κινδύνου είναι πολλές φορές αρκετά απλοϊκή. Μάλιστα, δεν διαχωρίζει μεταξύ ενός εξωτερικού κινδύνου όπως μια τίγρη και ενός εσωτερικού κινδύνου όπως μια οδυνηρή ανάμνηση ή μια μελλοντική ανησυχία. Τα αντιμετωπίζει όλα ως μια απειλή που είτε πρέπει να αντιμετωπιστεί είτε πρέπει να αποφευχθεί». Όπως ανέλυσε εκπληκτικά ο αρχισυντάκτης του Atlantic Scott Stossel, στο εξαιρετικό του βιογραφικό βιβλίο My Age of Anxiety: «ένα είδος που φοβάται για τους σωστούς λόγους, αυξάνει κατακόρυφα τις πιθανότητες επιβίωσής του. Οι αγχώδεις άνθρωποι σαν κι εμάς είναι λιγότερο πιθανό να αφαιρέσουμε τον εαυτό μας από τον πλανήτη, με το να χορεύουμε στην άκρη ενός γκρεμού ή με το να γίνουμε πιλότοι μαχητικών αεροσκαφών».

Videos by VICE

Καμιά φορά βέβαια το «επικίνδυνο», είσαι απλά εσύ.

Αντιμετωπίζω το «τέρας» του άγχους υπό την μορφή μιας διαταραχής πανικού εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Δύο φορές έχει εξελιχτεί σε βαριά κατάθλιψη, εκείνη που σε παγιδεύει στο διαμέρισμά σου και δεν σε αφήνει να κάνεις τίποτε άλλο πέρα από το να βλέπεις Simpsons στο YouTube και να τρως μπισκότα.

Ακολούθως, όπως πολλά άλλα άτομα που πάσχουν από αυτήν την διαταραχή, άρχισα να εξελίσσω μια συμπεριφορά αποφυγής, σχετικά με τα μέρη στα οποία παλαιότερα είχα πάθει κάποια κρίση πανικού. «Όχι, δεν θα περάσεις από το πάρκο για να πας στο μάθημα, γιατί την προηγούμενη εβδομάδα έπαθες κρίση πανικού εκεί», ή «ξέρω ότι αυτό το μπαρ έχει μόνο μια τουαλέτα, καλύτερα να το αποφύγω μην τυχόν και φρικάρω αν θέλω να πάω και έχει ουρά». Τα παραπάνω ακούγονταν στο κεφάλι μου με την μορφή αέναου εσωτερικού διαλόγου. Το να ξέρω που βρίσκονταν οι τουαλέτες σε κάθε μέρος που πήγαινα ήταν από τα πλέον βασικά πράγματα. Έπρεπε να υπάρχει πάντα ένα μέρος στο οποίο μπορούσα να «δραπετεύσω» αν με έπιανε κάποια κρίση, ειδικά να σκεφτεί κανείς ότι ο πανικός μου συνήθως εκφραζόταν με κάποιο εντερικό πρόβλημα. Αν δεν μπορούσα να δω μια έξοδο κινδύνου ή μια τουαλέτα, ήμουν καταδικασμένη.

Προχωρώντας την ιστορία στο σήμερα, ενώ θα μπορούσα να γράψω μια ολόκληρη έκθεση σχετικά με το πώς είναι να ζεις με μια διαταραχή πανικού, εντούτοις πρέπει να παραδεχτώ ότι η πρώτη μου ουσιαστική πρόοδος ήρθε μόλις μερικά χρόνια πριν, ενώ θα ήταν ψέματα αν έλεγα πως η ιδέα μιας κρίσης πανικού δεν με τρομάζει πλέον. Άλλωστε πως είναι δυνατόν να ΜΗΝ σε τρομάζει; Το καλό βέβαια είναι πως πλέον η αίσθηση του φόβου δεν είναι τόσο έντονη, γιατί έχω αναπτύξει πια τις τεχνικές μέσω των οποίων διαχειρίζομαι το άγχος μου όταν αυτό αρχίζει και δυναμώνει και όχι όταν αυτό πλέον έχει ρίξει το «κύμα» πάνω μου. Ξέρω πια πως ακόμα και αν με πιάσει μια κρίση πανικού θα είμαι καλά όταν τελειώσει και προσπαθώ να αντιμετωπίζω την κατάσταση όσο καλύτερα μπορώ.

Η διαταραχή πανικού είναι μια κρίση άγχους που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες κρίσεις πανικού και έναν συνεχή φόβο ότι μια κρίση πανικού μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Τα στατιστικά τα οποία σχετίζονται με την διαταραχές πανικού στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα οποία συνελέγησαν το 2007, δείχνουν πως το 1.1 του ενήλικου πληθυσμού (1.3% στις γυναίκες και 1% στους άντρες) πάσχει από διαταραχή πανικού.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο αριθμός είναι μεγαλύτερος και φτάνει το 2.7% του ολικού πληθυσμού. Βέβαια, μιλάμε μόνο για τους «επίσημα» καταγεγραμμένους. Ο παθολόγος μου, μου είπε πρόσφατα πως το άγχος και το στρες είναι ένα από τα πιο συχνά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς του, ξεπερνώντας τον βήχα ή το κρύωμα.

Ο πανικός υπάρχει σε πολλές «εκδόσεις». Μπορεί να εκφράζεται με μια άβολη αίσθηση στο στομάχι, που μοιάζει λες και σε έχει χτυπήσει τραίνο στα σωθικά. Το δικό μου προσωπικό «κοκτέηλ» συνήθως περιλαμβάνει ένα μούδιασμα από την κορυφή ως τα νύχια, χλόμιασμα στο πρόσωπο, μια αίσθηση ότι δεν μπορώ να αναπνεύσω και μια ανακατωσούρα στο στομάχι. Νιώθω λες και είμαι έτοιμη να κάνω εμετό ή να χεστώ ανά πάσα στιγμή. Το πρώτο κομμάτι έχει γίνει πολλές φορές, το δεύτερο μέχρι στιγμής ποτέ, αν και έχω φτάσει πολύ κοντά. Είναι ένας συγκλονιστικά απαίσιος «χορός».

Αρχισα να εξελίσσω μια συμπεριφορά αποφυγής, σχετικά με τα μέρη στα οποία παλαιότερα είχα πάθει κάποια κρίση πανικού.

Υπάρχουν βέβαια και τα στοιχεία που αφορούν τις εγκεφαλικές, τις αντιληπτικές αντιδράσεις. Παλαιότερα, τα σωματικά συμπτώματα ξεπερνούσαν τα εγκεφαλικά. Αργότερα εξελίχτηκαν σε σκέψεις τύπου «θα εκραγώ, το σώμα μου κλείνει, θα με δει όλος ο κόσμος να το χάνω, το χάνω, χάνω το μυαλό μου. Αυτό είναι. Το επόμενο βήμα είναι το ψυχιατρείο».

Ο τρελός χορός δεν σταματάει αν δεν κορυφωθεί το άγχος. Σε χτυπάει ανά κύματα, μέχρι που σε αφήνει. Ακολουθεί η εξάντληση, που σε αρπάζει για τα καλά.

Σε διάφορα σημεία της ζωής μου, έχω «χτυπηθεί» από κρίσεις πανικού, περισσότερο από μια φορά την ημέρα. Η πρώτη μου «κατάρρευση» (οι ψυχολόγοι μας συμβουλεύουν να μην χρησιμοποιούμε αυτήν την λέξη πια, αλλά έτσι το αισθάνθηκα) έγινε όταν ήμουν στον τρίτο χρόνο του πανεπιστημίου, τότε που ο φόβος μου για τις κρίσεις πανικού ήταν πια 24ωρος. Φοβόμουν να πάω στο σουπερμάρκετ που ήταν μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά, πόσο μάλλον να πάω στο μάθημα. Χρειαζόμουν ένα σχέδιο απόδρασης οπουδήποτε κι αν ήμουν, ακόμα και αν πήγαινα απέναντι από το σπίτι μου για να πάρω γάλα.

Τελικά, όλη αυτή η κατάχρηση αδρεναλίνης υπερφόρτωσε τον εγκέφαλό μου και έπεσα σε βαριά κατάθλιψη.

Ακολούθησε μια κανονική αποπροσωποποίηση, κοιμόμουν για 16 συνεχόμενες ώρες και η όρεξή μου πήγε περίπατο, με αποτέλεσμα να χάσω 20 κιλά σε τρεις εβδομάδες. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Μετά από πέντε ημέρες ακινησίας στο κρεβάτι, που τις πέρασα ακούγοντας το Moon Pix της Cat Power ξανά και ξανά (είχα διαβάσει ότι το έγραψε ενώ υπέφερε κι αυτή από κάτι παρόμοιο, οπότε ένιωθα ότι ήταν ταιριαστό), άρχισα να ανησυχώ σχετικά με το τι θα έλεγα στους καθηγητές και στους γονείς μου. Για μια ακόμη φορά πήγα στον παθολόγο μου. Μου πήρε δύο ώρες να καλύψω μια απόσταση ενός μιλίου. Με έβαλε να πάρω Sertraline (που δίνεται συχνά σε περίπτωση διαταραχών πανικού) και diazepam και με έστειλε για ψυχοθεραπεία, κάτι που δεν είχα κάνει από τότε που είχα φύγει για το Λονδίνο, παρά το γεγονός ότι δεν είχα βελτιωθεί και δεν είχα μάθει να διαχειρίζομαι την κατάστασή μου. Δεν ζούσα ακριβώς, δεν ήμουν ποτέ «εκεί».

Η ψυχοθεραπεύτρια στην οποία με έστειλε δεν μου άρεσε όμως. Ήταν πολύ νεαρή, περνούσε τον χρόνο της σημειώνοντας στο χαρτί της και σπάνια με κοίταζε. Τα παράτησα μετά από 4 συνεδρίες σκεπτόμενη πως δεν άξιζε τον κόπο. Σκέφτηκα πως αφού και οι δύο ψυχολόγοι τους οποίους είχα δει δεν με είχαν βοηθήσει να καταπολεμήσω τις κρίσεις πανικού μου, τότε η θεραπεία δεν μπορούσε να μου δώσει κάτι. Συνέχισα να το πιστεύω αυτό μέχρι περίπου πριν τρία χρόνια, ότι δηλαδή η όποια θεραπεία δεν μπορούσε να μου κάνει τίποτα, αν δεν περιελάμβανε χάπια.

Η νέα φαρμακευτική μου αγωγή δεν έκανε κάτι φανταστικό ή μεγάλο, απλά ένιωσα πως με τον καιρό άρχισα να μην περνάω τόσο χρόνο μέσα στις σφαίρες των έμμονων ιδεών μου, πράγμα που με βοήθησε κατά πολύ να αντέχω την καθημερινότητά μου. Πλέον μπορώ να καταλάβω πόσο βάρος ήμουν στον σύντροφό μου τότε, καθώς δεν μπορούσα να του εξηγήσω γιατί έπρεπε να κάνω και να μη κάνω κάποια πράγματα. Ένιωθα τόση ντροπή, που σπάνια εξηγούσα σε ανθρώπους τι μου συνέβαινε, από φόβο μην με πουν «τρελή» και αυτό ίσχυε ακόμα και στην περίπτωση του συντρόφου μου. Μόνο μια φίλη μου ήξερε πραγματικά τι μου συνέβαινε, Κατά τα λοιπά απλά επιβίωνα.

Έμεινα στα αντικαταθλιπτικά για μερικά χρόνια, προχωρώντας όμως σε επίπεδο καριέρας με γοργούς ρυθμούς. Ο φόβος της κρίσης πανικού εξακολουθούσε να με συνοδεύει, αλλά η σκέψη έγινε λιγότερο βαριά με τον καιρό. Όταν θα με έπιανε κάποια κρίση – συνήθως μια τη εβδομάδα, αντί για κάθε μέρα – μου έπαιρνε μερικές ημέρες να επανέλθω, αλλά σε γενικές γραμμές ήμουν καλά.

Τα κατάφερα και όταν έκοψα τα χάπια, πηγαίνοντας πλέον σε μια άλλη ψυχολόγο που όμως ήταν μια πιο μεγάλη (βλέπε μητρική) φιγούρα. Πήγαινα από φοβερή δουλειά σε φοβερή δουλειά, έγραφα πολύ και ταξίδευα τον κόσμο, παίρνοντας συνεντεύξεις από κόσμο που θαύμαζα. Στην επιφάνεια της ζωής μου, όλα ήταν άψογα, μπορούσα να αντιμετωπίσω τα πάντα: αγχώδεις συναντήσεις, μεγάλες πτήσεις, όλο και πιο δύσκολα project. Κάτω όμως από την επιφάνεια, το χάος άρχισε να επιστρέφει. Δεν μπορούσα να δεχτώ ότι ίσως δεν έπρεπε να είχα κόψει τα αντικαταθλιπτικά. Σε κάποιο μέρος του μυαλού μου, τα έβλεπα ως την λύση έκτακτης ανάγκης. Τα έπαιρνες λίγο πριν την πλήρη κατάρρευση, ένα βήμα πριν τον ζουρλομανδύα και το ηλεκτροσόκ.

Γιατί δηλαδή να χρειαζόμουν ένα χάπι, που όταν έβαζα στο στόμα μου κάθε μέρα, με έκανε να νομίζω ότι χωρίς αυτό δεν μπορούσα να λειτουργήσω σαν άνθρωπος; Και τι έγινε που οι φίλοι μου ανησυχούσαν όλο και περισσότερο, επειδή ακύρωνα όλο και περισσότερα ραντεβού την τελευταία στιγμή, επειδή με έπιανε μια κρίση πανικού και δεν μπορούσα να κουνηθώ; Γιατί να το μάθουν;

Δεν τα έφερνα βόλτα όμως. Υποκρινόμουν ότι όλα ήταν εντάξει, αλλά χρειαζόμουν βοήθεια. Με το πέρασμα των χρόνων είχα γίνει μια ειδική στο να κρύβομαι, μιας και κανείς, μα κανείς δεν μπορούσε να σου πει ότι έπασχα από μια διαταραχή πανικού, αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι δεν μπορούσα να είμαι σε βαγόνι του μετρό για παραπάνω από δύο στάσεις. Αν άρχιζα να νιώθω πανικό όταν ήμουν έξω με κόσμο, απλά πήγαινα στο σπίτι νωρίς. Με το να αποφεύγω καταστάσεις ξανά και ξανά, κατάφερνα να δώσω την εντύπωση ενός κανονικού ανθρώπου. Μέχρι που πριν τρία χρόνια, κατέρρευσα και πάλι. Ξέρω ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιώ αυτήν την λέξη, αλλά είναι η μόνη που ταιριάζει. Αυτήν την φορά ήταν χειρότερα από την προηγούμενη φορά.

Έπεσα πάλι σε κατάθλιψη. Αυτήν την φορά η κατάρρευση έφερε κλάμα, ζαλάδα και μια άρνηση για φαί, που για όσους με ξέρουν ήταν το πιο ανησυχητικό από όλα. Ένα βράδυ πήγα για ύπνο και όταν ξύπνησα ήμουν ένας άλλος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να περπατήσει σε μια ευθεία, που δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει, που του έπαιρνε πάνω από μια ώρα για να φάει μια φρυγανιά, που δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα στον ταχυδρόμο, που δεν μπορούσε να ετοιμάσει ένα μπάνιο, που δεν μπορούσε να σηκώσει το τηλέφωνο, που δεν μπορούσε να ταΐσει γάτες. Σωματικά, ένιωθα συνεχώς λες και κοιτούσα τα πάντα από ένα τεράστιο ύψος, μια μόνιμη αίσθηση ιλίγγου. Ο φόβος είχε επιβληθεί πάνω σε όλα.

Την ημέρα που βρήκα τον εαυτό μου να κοιτάει το ντουλάπι με τα φάρμακα για πάρα πολύ ώρα, σκεπτόμενη πόσο χάπια θα έπρεπε να πάρω για να με βγάλουν νοκ-άουτ, χωρίς όμως αυτά να με στείλουν για πλύση στομάχου και στο ψυχιατρείο, αποφάσισα να βρω τον πλησιέστερο συμπεριφορικό ψυχολόγο. Για καλή μου τύχη βρήκα έναν πολύ κοντά μου και κατάφερα να τον δω το ίδιο απόγευμα. Μου είπε ότι η κατάσταση είχε κορυφωθεί πλέον, αλλά πως μπορούσα να ανακτήσω τον έλεγχο, τη ίδια στιγμή που τα πόδια μου έτρεμαν (ένα νέο μπόνους της κατάστασής μου) και πάλευα με την σκέψη του να φύγω τρέχοντας από το γραφείο του και να επιστρέψω στο κρεβάτι μου. Έμεινα όμως, τον άκουσα. Ήταν αστείος, αθυρόστομος και είχε μια βαθύτατη γνώση σχετικά με το γιατί ο εγκέφαλός μου συμπεριφερόταν έτσι, κάτι που του το εκτίμησα πολύ.

Εκείνο το απόγευμα ήταν το πρώτο μεγάλο βήμα προς τα εμπρός που είχα κάνει στα τελευταία 15 χρόνια. Ξεκίνησα με δύο συνεδρίες την εβδομάδα και στην πορεία πήγα στον παθολόγο μου ο οποίος με έβαλε να ξεκινήσω χαμηλές δόσεις του SSRI – Citalopram, ένα αντικαταθλιπτικό που είναι αποτελεσματικό στην αντιμετώπιση διαταραχών πανικού. Μέσα σε ένα μήνα, είχα επιτέλους αρχίσει να αισθάνομαι ότι υπάρχει ελπίδα.

Αυτό έγινε πριν τρία χρόνια και εξακολουθώ να τα φέρνω βόλτα. Κανονικά όμως, δουλεύω σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο πόστο, συνεχίζω και παίρνω Citalopram σε χαμηλή δοσολογία και δεν έχω κανένα θέμα με το να το παίρνω για πάντα. Οι διαταραχές πανικού, όπως και η κατάθλιψη, μπορούν να προκύψουν από διάφορες αιτίες, αλλά μπορώ να δεχτώ ότι το μυαλό μου κάπου το έχασε λίγο την περίοδο που παραλίγο να πεθάνω στα νιάτα μου και πως με το να παίρνω κάποια φάρμακα, μπορώ και βρίσκομαι σε ένα ανθρώπινο σημείο «κανονικότητας». Είμαι εντάξει με αυτό. Νιώθω ότι τα κόκαλά μου είναι σωστά κολλημένα με τους μυς μου. Εξακολουθεί να έχω προβλήματα που και που, αλλά δεν νιώθω πια ότι κινδυνεύω να διαλυθώ. Μπορώ και ζω την ζωή μου. Και τελικά αυτό έχει και την μεγαλύτερη σημασία.

Θα ρωτάτε τώρα πώς κατάφερα να πάω από το ένα άκρο, να μην λέω σε κανέναν για το πρόβλημα μου στο άλλο άκρο, δηλαδή στο να γράφω για αυτό με τόση λεπτομέρεια. Υπάρχει μια απλή απάντηση: υπάρχει κόσμος σε όλο τον κόσμο που κάθε μέρα ψάχνει στο διαδίκτυο για κάτι που να αντικατοπτρίζει τον δικό του πόνο, που ψάχνει για τις αποδείξεις που να αποδεικνύουν ότι υπάρχει κόσμος που ξεπερνάει τα σοβαρά ψυχικά του προβλήματα. Όταν δεν ήμουν καλά, αυτό έψαχνα. Την ελπίδα ότι θα δω φως.

Την ημέρα που βρήκα τον εαυτό μου να κοιτάει το ντουλάπι με τα φάρμακα για πάρα πολύ ώρα, αποφάσισα να βρω τον πλησιέστερο συμπεριφορικό ψυχολόγο.

Είναι μια πολύ βασική ιδέα αυτή: αν είμαστε πιο ανοιχτοί με τις εμπειρίες μας που σχετίζονται με τα προβλήματα της ψυχικής μας υγείας, τότε αυτό θα ανοίξει την πόρτα και σε άλλους για να μιλήσουν για τα δικά τους προβλήματα. Ο Stossel γράφει στο βιβλίο του για ένα δείπνο στο οποίο είχε πάει, γεμάτο από συγγραφείς και καλλιτέχνες, όπου ο καθένας έλεγε την δική προσωπική εμπειρία με τις κρίσεις πανικού και τα χάπια. Η κουβέντα γύρισε σε όλο το τραπέζι, με τον κάθε έναν καλεσμένο να μοιράζεται την ιστορία της νευρωτικής του δυστυχίας.

Έχω βρεθεί κι εγώ πολλές φορές σε μια παρόμοια κατάσταση. Υπάρχει πολύς κόσμος εκεί έξω – λειτουργικός και απόλυτα επιτυχημένος κόσμος – που θέλει πολύ μια αφορμή για να μιλήσει για τα δικά του προβλήματα στο θέμα της ψυχικής υγείας. Κανείς δεν θα αισθανόταν άσχημα αν μιλούσε για ένα θέμα καρδιακής αρρυθμίας, οπότε γιατί μια ανισορροπία του εγκεφάλου να είναι ένα θέμα τόσο ταμπού; Ο κόσμος θέλει να μιλήσει και θέλει να ακουστεί, απλά χρειάζεται να πέσει το πρώτο ντόμινο της σειράς. Και αυτή η ιδέα, αυτός ο φόβος πως αν μιλήσεις πολύ, αν αποκαλύψεις πολλά τότε θα σου περάσουν πιο εύκολα την ετικέτα του τρελού, είναι εντελώς λάθος. Πρόκειται για ένα θέμα υγείας. Τέρμα. Ο άνθρωπος που σας σέρβιρε τον καφέ σας το πρωί, μπορεί να πέρασε καρκίνο πριν μερικά χρόνια. Ή μπορεί να πέρασε μια βαριά κατάθλιψη. Μπορεί να δοκίμασε να αυτοκτονήσει και να είναι καλύτερα τώρα. Ό,τι και να έχει δεν θα το μάθεις, γιατί πλέον είναι ένας «κανονικός» άνθρωπος που ζει όσο καλύτερα μπορεί.

Γιατί τελικά, αυτό είναι το ζήτημα με τους ανθρώπους: δεν μένουμε ίδιοι, στάσιμοι. Αλλάζουμε, προσαρμοζόμαστε και μπορούμε να βελτιωθούμε. Όπως άλλωστε και με οποιαδήποτε άλλη πάθηση ή κατάσταση. Για τούτο τον λόγο άλλωστε έχουμε εξελιχτεί τόσο.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.