«Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος δεν συνειδητοποίησα τι συνέβαινε. Νόμιζα ότι θα έχουν τελειώσει όλα σε δύο μέρες. Στην αρχή κρύφτηκα στο υπόγειο της πολυκατοικίας μου. Άρχιζα όμως να σκέφτομαι ότι έχει μία και μοναδική είσοδο, και αν συνέβαινε οτιδήποτε θα βρισκόμουν εγκλωβισμένη εκεί μέσα.
»Ανέβηκα ξανά στο σπίτι μου. Έκλεισα όλες τις πόρτες, μπήκα σε ένα δωμάτιο και αποφάσισα να μείνω εκεί. Έζησα για μια εβδομάδα κάτω από ένα τραπέζι. Κοιμόμουν, έτρωγα, ζούσα κυριολεκτικά κάτω από το τραπέζι.
Videos by VICE
»Μετακίνησα μια ντουλάπα και άλλα έπιπλα μπροστά στα παράθυρα, για να προστατευτώ αν έσπαγαν τα τζάμια από τις βόμβες που έπεφταν σε πολύ κοντινή απόσταση. Άκουγα τον ήχο από τους βομβαρδισμούς, τα τζάμια έτριζαν και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν «Αν είναι να πεθάνω, μακάρι να πεθάνω ακαριαία και να μην τραυματιστώ σοβαρά. Μόνο αυτό ευχόμουν».
Η Olesya ζει στο Χάρκοβο, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ουκρανίας μετά το Κίεβο, τα 20 τελευταία χρόνια. Ήρθε από τη Μαριούπολη να σπουδάσει κι έμεινε μόνιμα. Το Χάρκοβο -όπως και η Μαριούπολη- από την έναρξη του πολέμου έχει χτυπηθεί ανελέητα από τις ρωσικές δυνάμεις και μετρά τουλάχιστον 500 νεκρούς, σύμφωνα με την Υπηρεσία Έκτακτης Ανάγκης της Ουκρανίας.
Η πόλη έχει δεχτεί χτυπήματα με ρουκέτες και πυραύλους, και μεγάλα κομμάτια της έχουν ισοπεδωθεί. Τα ξημερώματα της προηγούμενης Πέμπτης, ένα σχολείο κι ένα πολιτιστικό κέντρο καταστράφηκαν. Στις επιθέσεις αυτές, 21 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 25 τραυματίστηκαν. Τις τελευταίες ημέρες, ο ουκρανικός στρατός ανακοίνωσε ότι απέκρουσε νέα επίθεση των ρωσικών στρατευμάτων στην πόλη.
Μέσα σε αυτή την τραγωδία, η 39χρονη νιώθει τυχερή που τουλάχιστον κατάφερε να ξεφύγει από την πόλη της που, όπως λέει, δεν υπάρχει πια. «Ολόκληρες πόλεις αφανίστηκαν, οι άνθρωποι πεθαίνουν. Όσοι θα επιβιώσουν, θα έχουν χάσει τα πάντα. Οι ζωές πάρα πολλών ανθρώπων έχουν διαλυθεί – δεν έχουν πια τίποτα, έχουν χάσει φίλους και οικογένεια», λέει στο VICE.
Η Olesya πέρασε επτά ημέρες και νύχτες κάτω από εκείνο το τραπέζι – 168 ώρες σε ένα δικό της αυτοσχέδιο καταφύγιο. Τις τελευταίες δύο-τρεις μέρες που βρισκόταν εκεί, σκεφτόταν συνεχώς πώς θα καταφέρει να ξεφύγει από αυτήν τη θηριωδία. Φοβόταν ότι Ρώσοι στρατιώτες μπορούσαν να εισβάλουν στο σπίτι της ανά πάσα στιγμή, μια πρακτική που όπως λέει η 39χρονη συνηθίζουν να ακολουθούν, όταν χρειάζονται φαγητό ή άλλους πόρους.
«Για αρκετές μέρες δεν μπορούσα να φτάσω στον σταθμό των τρένων, λόγω των βομβαρδισμών. Με το που βρήκα την ευκαιρία, πήρα μια μικρή τσάντα, το πορτοφόλι, το διαβατήριό μου κι έφυγα». Η Olesya ήταν αναγκασμένη να αφήσει την Ουκρανία μόνη της. Έχει έναν γάτο, τον Σμούζι, αλλά επειδή δεν είχε τα απαραίτητα έγγραφα, δεν μπορούσε να τον πάρει μαζί της.
«Το ξέρω ότι δεν είναι σαν να αφήνεις παιδί, αλλά για μένα ήταν σχεδόν το ίδιο. Ήμουν υποχρεωμένη να δώσω τον Σμούζι στον γείτονά μου και να πάω στον σταθμό των τρένων». Τα τρένα έρχονται και φεύγουν γεμάτα κόσμο. Πάρα πολλοί άνθρωποι μένουν πίσω και περιμένουν για ώρες το επόμενο».
«Αν καταφέρεις να μπεις και να βρεις όχι απαραίτητα θέση, αλλά μερικά εκατοστά για να σταθείς, είσαι τυχερός. Εννοείται ότι δίνεται προτεραιότητα στις γυναίκες με παιδιά». Η Olesya περίμενε έξι ώρες – ήταν τυχερή.
Επιβιβάζεται στο τρένο. Τα φώτα είναι σβηστά και τα παράθυρα κλειστά για να μη δίνουν στόχο. «Κάναμε δύο μέρες να φτάσουμε στην Πολωνία. Το τρένο ακουλούθησε διαφορετική πορεία, για να αποφύγουμε τις μεγάλες πόλεις. Σε όλη τη διαδρομή, απλώς προσευχόμασταν να μη βομβαρδίσουν τις σιδηροδρομικές γραμμές. Θα μέναμε στη μέση του πουθενά και δεν θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε».
»Όταν σταματούσαμε σε χωριά, εθελοντές και ντόπιοι -και στην Ουκρανία και στην Πολωνία- μας έδιναν νερό, φαγητό, μας βοηθούσαν πολύ. Είμαι αληθινά ευγνώμων για όλα. Όταν πια φτάσαμε στα σύνορα με την Πολωνία, έπρεπε να περιμένουμε τη σειρά μας.
»Στο ουκρανικό έδαφος περιμέναμε δέκα ώρες και στην πολωνική πλευρά των συνόρων, άλλες έξι. Όταν φτάσαμε στη Βαρσοβία, βρήκα ένα αεροπορικό εισιτήριο για την Αθήνα. Το αεροπλάνο έφευγε την επόμενη μέρα κι έτσι πέρασα τη νύχτα στο αεροδρόμιο».
Η οικογένεια της Olesya αυτήν τη στιγμή είναι διασκορπισμένη μεταξύ Ουκρανίας, Ελλάδας και Πολωνίας. Η μητέρα της ζει στην Αθήνα εδώ και αρκετά χρόνια. Η αδερφή της και η γυναίκα του αδερφού της έμειναν στην Πολωνία και δεν συνέχισαν το ταξίδι προς την Ελλάδα, καθώς ήθελαν να είναι πιο κοντά στην πατρίδα τους.
Το πιο δύσκολο απ’ όλα; Ο αδερφός της και ο πατέρας της Olesya έχουν μείνει πίσω στην Ουκρανία. Τον πατέρα της έχει να τον ακούσει δύο εβδομάδες. «Δεν ξέρω αν είναι ακόμα ζωντανός. Στη Μαριούπολη δεν υπάρχει τίποτα, ούτε νερό, ούτε ρεύμα. Του είχα πει, όταν άρχισε όλο αυτό, να έρθει στο Χάρκοβο. Μου απάντησε “Όλα θα έχουν τελειώσει σε δύο μέρες. Δεν κινδυνεύω”. Την επόμενη μέρα, όλοι οι δρόμοι διαφυγής από τη Μαριούπολη είχαν κλείσει», θυμάται η Olesya.
«Ο πατέρας μου είναι ακόμα στη Μαριούπολη. Δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε εδώ και δύο εβδομάδες. Δεν έχω ιδέα αν είναι ακόμα ζωντανός».
«Ανησυχώ συνεχώς για τον πατέρα μου και τον αδερφό μου, που παραμένει στο Χάρκοβο. Κρύβονται με ένα φίλο του στο υπόγειο της πολυκατοικίας, εδώ και δύο βδομάδες. Έχουν βγει ελάχιστες φορές, μόνο για να βρουν φαγητό. Δεν επιτρέπεται να φύγει από τη χώρα. Του τηλεφωνώ κάθε μέρα πρωί και βράδυ να βεβαιωθώ ότι είναι καλά», λέει η Olesya.
Προς το παρόν, η ίδια μένει στο σπίτι της μητέρας της στην Αθήνα εδώ και περίπου δέκα μέρες. Έχει ανάγκη να δουλέψει επειγόντως, αλλά ακόμα δεν έχουν βγει τα απαραίτητα έγγραφα για να εργαστεί νόμιμα στην Ελλάδα. Στις 16 Μαρτίου η Olesya είχε γενέθλια, τα πρώτα γενέθλια που πέρασε στην Αθήνα. Όταν τη ρωτάω πώς ήταν, μου απαντάει αμέσως «εννοείται πως δεν τα γιόρτασα, ήπιαμε με τη μητέρα μου ένα ποτήρι κρασί για την ειρήνη. Αυτό είναι το μοναδικό δώρο που χρειαζόμαστε».
Ακόμα και τώρα, μετά απ’ όλα όσα έζησε, καμιά φορά δυσκολεύεται να πιστέψει την τραγική θέση στην οποία έχει περιέλθει η πατρίδα της, στον 21ο αιώνα. «Οι φίλοι σου πεθαίνουν, ολόκληρες πόλεις καταστρέφονται. Και γιατί; Δεν κάναμε τίποτα. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τον ρωσικό λαό. Με όλα αυτά όμως, αρχίζεις και μισείς τη κυβέρνηση της Ρωσίας. Ξέρω προσωπικά πάρα πολλούς Ρώσους που είναι εναντίον του πολέμου, όλης αυτής της τρέλας, αλλά μου λένε ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Τους πιστεύω».
Τις μέρες που βρίσκεται στην Ελλάδα, έρχονται στιγμές που δεν αντέχει να παρακολουθεί άλλο τις ειδήσεις. «Φοβάμαι ότι θα ανοίξω την τηλεόραση και θα δω το σπίτι μου βομβαρδισμένο. Όλοι εμείς που αναγκαστήκαμε να φύγουμε από τη χώρα μας, δεν έχουμε ιδέα πότε θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε.
»Πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν πεθάνει και θα πεθάνουν. Πάρα πολλοί άνθρωποι θα αρχίσουμε ξανά από το μηδέν. Θα γυρίσουμε στην Ουκρανία και θα ξαναχτίσουμε τα σπίτια μας και τις ζωές μας. Είμαι σίγουρη».
Περισσότερα από το VICE
Δύο Έλληνες Ομογενείς που Κατοικούν στο Κίεβο Περιγράφουν πώς Έζησαν την Εισβολή στην Ουκρανία
O Τύπος που Ανεβάζει στο TikTok τα Πιο Άκυρα Σκηνικά που Βρίσκει στο Google Street View
Ο Ζωολογικός Κήπος Όπου οι Επισκέπτες Πλήρωναν για να Δουν Μαύρους τη Δεκαετία του ‘90