Οι ζωές που είναι βυθισμένες στις ουσίες, εγκλωβίζονται στη δίνη του αγνώστου. Για εκείνους, η κάθε μέρα που περνά, είναι σαν μια πορεία γεμάτη αδιέξοδα. Προσπαθούν να κοντρολάρουν το μυαλό, αφού το κορμί τους είναι έρμαιο των εξαρτήσεων και κινούνται σαν άψυχες φιγούρες, σε οποιοδήποτε μέρος μπορούν να βρουν την ουσία εκείνη που θα τους προσφέρει μία μικρή δόση ευφορίας. Θολωμένοι και σκυρτοί, με σώματα σκελετωμένα και μάτια μισόκλειστα. Αρνούνται την ίδια τη ζωή και αναγκάζονται να προσφύγουν στην παραβατικότητα για να αποκτήσουν λίγα χρήματα και να αγοράσουν ναρκωτικά. Χωρίς αυτά δεν μπορούν να σηκωθούν από το κρεβάτι, δε μπορούν να λειτουργήσουν, να δουλέψουν και να είναι παραγωγικοί. Δεν έχουν τη δύναμη να κάνουν απολύτως τίποτα. Είναι πια ένα μέρος του εαυτού τους, που στην αρχή δεν θέλουν και έπειτα δε μπορούν να αποβάλλουν. Και όταν πάρουν την απόφαση να ζητήσουν βοήθεια και μπουν στη διαδικασία της απεξάρτησης, κάθε δευτερόλεπτο που περνά είναι κρίσιμο. Διότι, σε στιγμές αδυναμίας και ευαλωτότητας, μπορεί να κυλήσουν ξανά. Το κομμάτι της εργασιακής επανένταξης είναι εξίσου σημαντικό με την ίδια την απεξάρτηση, επειδή αυτοί οι άνθρωποι βρίσκουν ένα σκοπό, το μυαλό τους ξεφεύγει από τα καθιερωμένα που πληγώνουν ανεπανόρθωτα τις υπάρξεις τους.
Μέσα σε αυτήν τη διαρκή διαδικτυακή αναζήτηση που έκανα για τις εξαρτήσεις, εμφανίστηκε μπροστά μου ο «Οδυσσέας», η μοναδική ΚοινΣΕπ στη χώρα που εκπαιδεύει με δωρεάν εργαστήρια και δίνει εργασία σε πρώην χρήστες ή λειτουργεί ως διαμεσολαβητής για να βρουν μια θέση στην αγορά εργασίας. Φτάνοντας στα γραφεία που διατηρούν στην περιοχή της Καλλιθέας, βλέπω δύο ανθρώπους να μεταφέρουν κάποιες ξύλινες κατασκευές και να τις φορτώνουν σε ένα παλιό αυτοκίνητο. Στον τοίχο που βρίσκεται στο βάθος έχει κρεμαστεί μια αφίσα με δύο χέρια που κρατιούνται σφιχτά. «Έχουμε την αγκαλιά μας ανοιχτή σε κάθε συνάνθρωπό μας που δοκιμάζεται και χρειάζεται τη βοήθειά μας», γράφει μεταξύ άλλων. Ο Νάκος και ο Φίλιππος, 40 και 54 ετών αντίστοιχα, κάθονται απέναντί μου. Και οι δύο μετρούν πολλά χρόνια πάλης με τις εξαρτήσεις. Πλέον δουλεύουν στην κοινωνική επιχείρηση και έτσι βγάζουν τα προς το ζην. Οι ιστορίες τους είναι ταυτόσημες, αποτυπώνουν τον ατέρμονο πόνο, την μελαγχολία, την απόγνωση, τη θλίψη, τη θέληση και όλες εκείνες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις από τις οποίες περνούν οι χρήστες μέχρι να ξεφύγουν από τις σκέψεις τους.
Videos by VICE
«Την πρέζα την αποκαλούν και παραμύθα, τον πρώτο καιρό παραμυθιάζεσαι και πολύ γρήγορα αρρωσταίνεις»
«Ξεκίνησα να παίρνω χασίσι και διάφορα χάπια από την πρώτη Γυμνασίου. Όταν έκλεισα τα 18, ήμουν ήδη άρρωστος με την πρέζα», ξεκινά να αφηγείται ο Φίλιππος, ο οποίος μετρά 35 χρόνια μέσα στα ναρκωτικά. «Την πρέζα την αποκαλούν και παραμύθα. Τον πρώτο καιρό παραμυθιάζεσαι και πολύ γρήγορα αρρωσταίνεις. Με δύο-τρεις μήνες καθημερινής χρήσης, είσαι ήδη εξαρτημένος. Απλά εκείνη τη στιγμή έχεις ακόμα περιθώρια, γιατί δεν το γνωρίζει το περιβάλλον σου, μπορείς ευκολότερα να λες ψέματα στον κόσμο και να ζητάς λεφτά. Όταν εθιστείς, σταματούν τα πάντα. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Δεν μπορείς να φας, δεν μπορείς να λειτουργήσεις, δεν μπορείς να βγεις έξω, δεν μπορείς να κοιμηθείς και να ξυπνήσεις».
Η ζωή ενός χρήστη είναι γνώριμη. Ουσίες, φυλακές, παρανομίες, ταλαιπωρία, πόνος. «Είναι πολύ δύσκολα. Κι αν με ρωτάς τι είναι αυτό που με έριξε στα ναρκωτικά, μπορώ να σου πω πως δεν είναι ένας λόγος – είναι πολλοί. Είναι μία επιλογή, όσο και αν είναι οι συνθήκες γύρω σου δύσκολες, η τελική απόφαση είναι δική σου. Καλύπτεις αδυναμίες, προσωπικά προβλήματα, νομίζεις ότι κάπου ανήκεις, σε κάνει να μη νιώθεις τίποτα, το βλέπεις σαν διέξοδο. Βέβαια όσο περνά ο καιρός εγκλωβίζεσαι μέσα σε αυτό και δε μπορείς να ξεκόψεις. Ήταν ένας τρόπος ζωής για 35 χρόνια. Είχα κάνει προσπάθειες ξανά για να απεξαρτηθώ, αλλά είχα ξανακυλήσει», λέει ο ίδιος.
«Έχω μπει στη φυλακή έξι φορές»
Βαδίζει σε ένα τεντωμένο σχοινί, καθώς τα μεγαλύτερα διαστήματα της ύπαρξής του δε τα έζησε νηφάλιος. Όπως αναφέρει, όσα παιδιά είναι μπλεγμένα, έχουν καταφύγει στην παραβατικότητα. «Είναι μονόδρομος. Δεν υπήρξε μέρα που να μην έβρισκα λεφτά. Τα έχω κάνει όλα. Κλοπές, ληστείες, ναρκωτικά, διακίνηση, πλαστογραφίες. Φυλακή έχω μπει συνολικά έξι φορές για ληστεία και εμπορία ναρκωτικών και έχω μείνει μέσα για 7 χρόνια. Πρώτη φορά φυλακίστηκα το ’89, κάθησα τέσσερα χρόνια και όταν βγήκα έμεινα καθαρός σχεδόν για τέσσερα χρόνια, καθώς απευθύνθηκα στο ΚΕΘΕΑ. Βέβαια μετά συνέχισα τις παρανομίες και μπαινόβγαινα στη φυλακή αλλά για μικρά διαστήματα – κάποιες για μερικούς μήνες, άλλες για ένα, ενάμιση χρόνο».
Κοινή συνισταμένη των ανθρώπων που παλεύουν με τις εξαρτήσεις, είναι πως ακόμα και αν έχουν δουλειά, δε μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά και από ένα σημείο και έπειτα δεν αντέχουν να πηγαίνουν, δημιουργούν προβλήματα και τους καταλαβαίνουν. «Δούλευα για μικρο-διαστήματα. Ξεκινούσα δουλειά και σταματούσα όταν άρχιζα ξανά τη χρήση. Και πάλι από την αρχή». Ο ίδιος είχε τελειώσει μια τεχνική σχολή ως ξυλουργός και εργαζόταν για ένα διάστημα στο ξυλουργείο που είχε η οικογένειά του και όπου αλλού μπορούσε. Το μεγαλύτερο διάστημα που παρέμεινε σε δουλειά ήταν δυόμιση χρόνια, αφού είχε μπει σε διαδικασία απεξάρτησης. Εκείνο το διάστημα ολοκλήρωνε την επανένταξη, όμως κύλησε ξανά.
«Αν δεν υπήρχε η οικογένειά μου, δεν θα ζούσα σήμερα» λέει με σιγουριά. Η μητέρα του μπήκε στο νοσοκομείο και αυτό ήταν το κομβικό σημείο που αποφάσισε πως πρέπει να ξεκόψει άμεσα. Έφτασε σε σημείο που είχε μπουχτίσει. Το πρωί ξυπνούσε, όμως δεν ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι και να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του. Πολλά χρόνια της ζωής του γλίστρησαν κάπως έτσι, ανούσια και άσκοπα. Το 2010 πήγε στον ΟΚΑΝΑ, όμως για οκτώ χρόνια έκανε παράλληλη χρήση. Τα τελευταία δύο χρόνια είναι καθαρός.
«Ο αγώνας για απεξάρτηση δεν σταματά ποτέ»
«Άμα έχεις πάρει την απόφαση να καθαρίσεις, πρέπει να αλλάξεις τρόπο ζωής και να κόψεις τις παρέες σου, αφού παύεις να έχεις κοινά μαζί τους. Και να καταλάβεις πως δεν πρόκειται για πραγματική φιλία, αλλά για μια σχέση αλληλεξάρτησης. Με την πορεία γίνεσαι πιο δυνατός, απομακρύνεσαι, ασχολείσαι με άλλες δραστηριότητες, κάνεις καινούργιες γνωριμίες. Από τα έξι παιδιά που κάναμε παρέα και μπλέξαμε με τις ουσίες, έχω μείνει εγώ και ένα άλλο παιδί, το οποίο δεν είναι πολύ καλά. Οι άλλοι τέσσερις έχουν φύγει», εξηγεί ο Φίλιππος και η θλίψη του καθώς ξεστομίζει αυτές τις λέξεις, είναι εμφανής. Όσο καιρό και αν είναι κάποιος καθαρός, είναι πολύ εύκολο να την πατήσει.
«Είτε είσαι 20 είτε είσαι 50 χρονών, ξεκινάς από το μηδέν. Αν έχεις ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου βυθισμένος στη χρήση, με ανθρώπους της παρανομίας, δεν έχεις σχέση με καθαρούς ανθρώπους. Θες απλά να βρεις λεφτά, να πιεις και μετά πάλι από την αρχή. Είσαι τελειωμένος. Όλοι έχουμε λερωμένα ποινικά μητρώα, έχουμε ασθένειες και διάφορα κουσούρια. Περνάς από όλα τα συναισθηματικά στάδια κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας. Απόγνωση, θλίψη, μελαγχολία. Ο αγώνας για απεξάρτηση είναι καθημερινός, δε σταματά ποτέ. Όμως, τη ζωή μου δεν την απορρίπτω. Ήταν δική μου επιλογή και κάτι που ήθελα να κάνω εκείνη τη στιγμή».
Πριν από μερικές ημέρες, ο Φίλιππος αποφοίτησε και πήρε στα χέρια του το χαρτί της επανένταξης του ΟΚΑΝΑ. Και μέσω του «Οδυσσέα», όπου είναι μέλος, εργάζεται ως μαραγκός. Είναι ένα μέρος που δεν υπάρχει κοινωνικός ρατσισμός, ένα μέρος που κρατά το μυαλό του αφυπνισμένο και ενεργό. Δε σκέφτεται πια τις ουσίες. Η ζωή του έχει πάρει μια άλλη ρότα. Και σε όσους ακόμα δίνουν τη μάχη τους, λέει πως «κάνοντας την αρχή είναι σχεδόν η μισή προσπάθεια. Ο αγώνας έχει δυσκολίες, όμως η ανταμοιβή είναι πολύ μεγαλύτερη».
«Από τύχη είμαι ζωντανός σήμερα»
«Εγώ στα 16 μου ξεκίνησα να καπνίζω χόρτο, στα 17 μου έπινα πρέζα», λέει από την πλευρά του ο Νάκος. «Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν 19 χρονών, ενώ στα 21 έχασα και τον πατέρα μου. Τότε ξέφυγα εντελώς, γιατί δεν είχα κανέναν. Λογικό δεν είναι να μπλέξεις εάν δεν έχεις κάποιον να σου δείξει ένα δρόμο; Πως θα περπατήσεις μόνος;». Έκανε διάφορες δουλειές, όμως για μικρά διαστήματα, αφού δεν είχε τη δύναμη και την καθαρότητα να αντέξει. Εργαζόταν σε αποφράξεις-απολυμάνσεις, μοίραζε φυλλάδια, έκανε εγκαταστάσεις ηχομονωτικών συστημάτων, δούλευε στην οικοδομή. «Κάθε μέρα που ξυπνάς, δεν μπορείς να σηκωθείς εάν δεν έχεις δίπλα σου την ουσία», εξηγεί.
Είχε κάνει κάποιες προσπάθειες να απεξαρτηθεί, όμως έπεφταν στο κενό. Στο ΚΕΘΕΑ είχε καθήσει ένα εξάμηνο, όμως επειδή δεν είχε οικογενειακή υποστήριξη αδυνατούσε να συνεχίσει. Όταν ήταν στο πρόγραμμα, δεν του επέτρεπαν να έχει επαφές με τις παρέες που έκαναν χρήση. Τα πλαίσια ήταν στενά και οι συνεδρίες με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς, τον βοήθησαν πολύ να αλλάξει τρόπο σκέψης. Όμως, οι εξαρτήσεις συνέχιζαν να στοιχειώνουν τη σκέψη του. «Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Κάποιοι μπορεί να ξεμπλέξουν σε ένα χρόνο και να έχουν βρει δουλειά, άλλοι να παλεύουν 15 χρόνια και να πίνουν παράλληλα με το πρόγραμμα της απεξάρτησης. Μέχρι τα 30 μου έπινα πλακωμένα».
Ο Νάκος ήταν «μπροστινός». Δοκίμαζε πρώτος τις ουσίες και οι υπόλοιποι τον ρωτούσαν αν είναι καλές και τους έδειχνε από που να αγοράσουν. «Ήμουν χαρμάνης τότε, δε σκεφτόμουν τίποτα. Από τύχη είμαι ζωντανός σήμερα». Είχε κάνει αίτηση για τον ΟΚΑΝΑ από το 2001 και τον πήραν το 2013, όταν άνοιξαν οι λίστες και εκείνος είχε ήδη πατήσει τα 30. Παλιότερα -όπως εξηγεί- προϋπόθεση για τον ΟΚΑΝΑ ήταν να έχουν παρακολουθήσει ένα στεγνό πρόγραμμα. Η δεύτερη απόπειρα για απεξάρτηση, πήγε στράφι, αφού τον έδιωξαν από το πρόγραμμα λόγω απουσιών.
«Τότε, αφού ήμουν έναν χρόνο στον ΟΚΑΝΑ, με είχαν πιάσει τυχαία σε πιάτσα, για αγορά και κατοχή ναρκωτικών. Με έψαξαν, με πήγαν ανακριτή και με έβαλαν στην κοινωνική αρωγή εισαγγελίας. Η κοινωνικός λειτουργός με βοήθησε πολύ, μου έβγαλε χαρτιά για να πάρω ένα επίδομα και να ξεχρεώσω λογαριασμούς. Αυτό σε συνδυασμό με ένα πρόβλημα υγείας, είχε ως αποτέλεσμα να νοσηλευτώ στο νοσοκομείο γιατί το συκώτι μου ήταν διαλυμένο. Ήταν τα δύο περιστατικά που με έκαναν να το πάρω επιτέλους απόφαση. Κουράστηκα, βαρέθηκα, πήγα να πεθάνω, όμως ζήτησα βοήθεια. Μετά από ένα τρίμηνο που είχα δικαίωμα να ξαναπάω στον ΟΚΑΝΑ, το έκανα και έκτοτε δεν έχω φύγει. Είμαι μια δεκαετία στην απεξάρτηση και συνεχίζω», αναφέρει ο Νάκος.
Τώρα παίρνει ένα χάπι υποκατάστατο και είναι σε μια φάση συντήρησης. Αν δεν πάρει το φάρμακο, μπορεί να τον πονέσει η κοιλιά του ή να έχει κρυάδες. Όμως, «με τον καιρό χάνεται από το μυαλό και από το σώμα η ηρωίνη, πας στη δοσολογία και τα στερητικά του φαρμάκου και θέλει σιγά–σιγά κόψιμο, αλλά αυτό γίνεται μόνο όταν είσαι έτοιμος. Άπαξ και μειώσεις τα mg του φαρμάκου δε γίνεται να πάρεις παραπάνω όταν δεν είσαι καλά. Για ένα διάστημα πηγαίνεις κάθε μέρα και στο νοσοκομείο, σου χορηγούν το χάπι και κοιτάνε αν το κατάπιες, γιατί υπάρχουν πολλοί που τα παίρνουν και τα πουλάνε. Μετά πας τρεις φορές τη βδομάδα».
Έτυχε να είναι σήμερα εδώ. Αυτό λέει. Έτυχε να αντισταθεί στα κεράσματα που του έκαναν παλιοί γνώριμοι από τις πιάτσες. Πριν από μερικές μέρες πέθανε ένας ακόμα φίλος του. Ο ίδιος, είχε να δουλέψει από το 2002, όμως μέσω του «Οδυσσέα» έμαθε ξυλουργικές δουλειές και ασχολείται συστηματικά. «Ποιος άλλος θα το έκανε αυτό για μένα; Έχω κάτι να ασχολούμαι, να ξεφεύγει ο νους από τα ναρκωτικά. Ο,τιδήποτε σε κρατά μακριά από το να μην γυρίσεις ξανά στην πιάτσα, είναι βοηθητικό».
«Κάνει κρύο ρε παιδιά;», ρωτά ο Νάκος και βγάζει από την τσέπη του το χάπι που τον κρατά μακριά από τις εξαρτήσεις. «Ποτέ δεν είναι αργά», λέει.
«Η απεξάρτηση είναι εξίσου σημαντική με την εργασιακή επανένταξη»
«Ασχολούμαστε με μαραγκοδουλειές, με ξύλα, με λούστρα, με έπιπλα και με φέρετρα. Φτιάχνουμε ντουλάπες, κουζίνες, ό,τι είναι ξύλινο. Αυτή την περίοδο φτιάχνουμε ένα καράβι», λέει ο Φώτης Δημακόπουλος, ιδρυτής της ΚοινΣΕπ Οδυσσέας. Ο ίδιος έφτιαξε τον φορέα πριν από τρία χρόνια, ενώ τον τελευταίο ενάμιση χρόνο λειτουργεί και επίσημα ως ιδιωτικός κοινωνικός φορέας της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένα χέρι βοήθειας στους τοξικοεξαρτημένους, οι οποίοι θέλουν να απασχοληθούν και να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Αυτή τη στιγμή είναι εγγεγραμμένα 43 άτομα, ενώ από την αρχή της λειτουργίας του έχει ωφελήσει δεκάδες ανθρώπους. Συνεργάζεται με τον ΟΚΑΝΑ, μέσω του οποίου έρχεται σε επαφή με ανθρώπους που αναζητούν δουλειά. «Η διαδικασία της απεξάρτησης είναι εξίσου σημαντική με την εργασιακή επανένταξη», υπογραμμίζει ο Φώτης. «Είμαστε σαν αλυσίδα, δουλεύουμε ομαδικά και μαθαίνει ο ένας τεχνικές στον άλλον. Αμοιβόμαστε από αυτά που βγάζουμε, υπάρχει ταμείο και τα μοιραζόμαστε τα χρήματα. Επίσης μιλάμε με επιχειρήσεις και δίνουν θέσεις εργασίας σε πρώην χρήστες και σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Συνήθως μας δίνουν δουλειές σε θέσεις αποθηκάριων, σε σούπερ-μάρκετ, εργατών, βοηθών σε εργοστάσια κ.λπ». Μια σημαντική καινοτομία του φορέα, είναι πως δεν αποκλείει όσους είναι στην απεξάρτηση, όπως συμβαίνει με τα προγράμματα του ΟΑΕΔ, που δέχονται μόνο εκείνους που είναι στη διαδικασία της επανένταξης. Παράλληλα, παρέχουν και συμβουλευτική ανά δύο εβδομάδες με τη βοήθεια ψυχολόγων που συμβάλλουν εθελοντικά.
«Εάν εκείνοι που παλεύουν με τις εξαρτήσεις δεν έχουν δουλειά, είναι πιο πιθανό να κατρακυλήσουν. Επίσης, έρχονται αντιμέτωποι με το ρατσισμό. Αν ένας πρώην χρήστης στείλει βιογραφικό και υπάρχουν πολλά χρόνια που φαίνονται κενά, ο εκάστοτε εργοδότης θα αναρωτηθεί και είτε θα καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά, είτε θα αναγκαστεί να του το πει ο ίδιος», αναφέρει ο Φώτης. «Είχα ζητήσει από έναν άνθρωπο ιδιοκτήτη εστιατορίου να παρέχει θέση εργασίας σε μια κοπέλα που ήταν πρώην χρήστης και ταυτόχρονα κακοποιημένη γυναίκα. Δεν ανέφερα πως ήταν πρώην χρήστης στον ίδιο, παρά μόνο στον αδερφό του, ο οποίος είχε συμφωνήσει. Ενώ ο ιδιοκτήτης είχε δεχτεί, όταν του είπα την αλήθεια, άλλαξε γνώμη. Αυτό είναι ένα παράδειγμα για το πως αντιμετωπίζει ο κόσμος αυτούς τους ανθρώπους. Και αυτό ήταν το έναυσμα να ξεκινήσει και ο Οδυσσέας».
Ο ίδιος αφηγείται ένα περιστατικό που αναδεικνύει έντονα την κοινωνική αποστασιοποίηση από οτιδήποτε δεν χωρά στην επίπλαστη κανονικότητά της. «Στην επιχείρηση που είχα κληρονομήσει από τον πατέρα μου, ένας συνάδελφος μου ζήτησε να δώσω δουλειά στον ξάδερφό του που είχε κάνει απεξάρτηση τρεις φορές και γύριζε από την Ισπανία για να εργαστεί. Από την πρώτη εβδομάδα το προσωπικό μου έκανε παράπονα γιατί είχε καχυποψία απέναντί του, μην τυχόν και τους κλέψει τα πορτοφόλια ή τους κάνει κάτι κακό. Αυτό το παιδί εισέπραττε τόσο ρατσισμό που ήθελε να φύγει από τη δουλειά. Γιατί εμείς που είμαστε καλά, συμπεριφερόμαστε άσχημα στους συνανθρώπους μας τη στιγμή που έχουν την ανάγκη μας και περνούν μια δοκιμασία;», αναρωτιέται.
Δεν υπάρχει παρόμοιο πρόγραμμα σε κρατικό επίπεδο, όπως λέει. «Θέλω να αφήσω κάτι πίσω μου, ένα αποτύπωμα. Ο Οδυσσέας θα μεγαλώσει και θα βοηθάμε πολύ περισσότερο κόσμο. Μακάρι να ανοίξουν και άλλοι φορείς επανένταξης. Πρέπει εκείνοι που δίνουν τη μάχη τους να ξέρουν πως υπάρχει αγάπη. Είναι λίγη, αλλά υπάρχει».
Περισσότερα από το VICE
Η Νίκη Σερέτη Δεν θα Έσβηνε Ποτέ τη Δεβόρα από το Παρελθόν της
Ένας «Ξεχασμένος» Κόσμος Ζει και Πεθαίνει Μόλις 19 Χιλιόμετρα από το Κέντρο της Αθήνας
Συγκλονιστικές Φωτογραφίες: Τι Άφησαν Πίσω τους οι Ουκρανοί που Εγκατέλειψαν τα Σπίτια τους