Αυτό το κείμενο ήθελα να το γράψω χρόνια. Όχι στην Αθήνα, αλλά στην αυλή του σπιτιού στον Νάνουρα, στη βορειοδυτική ακτή της Ικαρίας. Ο οικισμός είναι λίγο μετά τον Να, ξακουστή παραλία στους free campers – αλλά και εμείς, δυο μήνες κάθε χρόνο, ελεύθερο camping σα να κάναμε. Μόνο σε τέσσερις τοίχους που όταν φουρτούνιαζε, τα κύματα τους ράντιζαν.
Χωρίς ρεύμα μέχρι τα τέλη των 90’s, με λάμπα πετρελαίου το βράδυ και χωρίς τουαλέτα 24h. Με νερό που φέρνανε οι κάτοικοι με λάστιχα από τα διάσπαρτα τριγύρω ρυακάκια – με ένα τηλέφωνο σε όλο το χωριό και σκληρό χωματόδρομο: έπρεπε να κρατιέσαι καλά στις καρότσες των αγροτικών για να μην φτερώσεις στους λούρους (βράχους) και τις αγκισαρές (θάμνους).
Videos by VICE
Όλα τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου ικαριακού “brandname”, ήταν εκεί αμέσως ορατά, στη νοοτροπία και τον καθημερινό βίο των ανθρώπων: η αργή αίσθηση του χρόνου, η χαλαρότητα (ή φυσικότητα;) της ομιλίας και των απλών, αντανακλαστικών κινήσεων που έμοιαζαν απαλλαγμένες από κάθε μοντέρνα νεύρωση και αχρείαστη τσίτα. Η μακροβιότητα (ή ευζωία;) αλλά και η χειραφέτηση των γυναικών. Και το μέτρο, η αυτάρκεια και η ολιγάρκεια, η συνεργασία ως στάσεις ζωής.
Αυτονομία και συλλογικότητα μαζί. Γίνεται; Ναι, γίνεται.
Αυτό αποδεικνύεται στην Ικαρία. Και όχι μόνο εκεί – αλλά η Ικαρία είναι ένα καλό case study. Αυτό αξίζει να εξηγηθεί.
Καταρχήν σε κάθε τόπο, όσο περισσότερο αυτός ξεμακραίνει από τις πόλεις, οι άνθρωποι κινδυνεύουν λιγότερο από την «σχιζοφρένεια, την μοναδική αντίδραση της ψυχής απέναντι στην ανελέητη εξουσία του χρόνου», όπως έγραψε ο Γιάννης Αγγελάκας. Και υπήρχαν κι άλλα μέρη στην Ελλάδα που είκοσι χρόνια πριν δεν είχαν άσφαλτο και «φως, νερό, τηλέφωνο». Οι κάτοικοί τους είναι, επίσης, περισσότερο αυτάρκεις και ολιγαρκείς από του λόγου μας – ίσως και μακροβιότεροι και ευτυχέστεροι εντέλει.
Είναι, όμως, πιο εμφανή αυτά τα γνωρίσματα στην Ικαρία, από ότι σε άλλα τέτοια μέρη; Είναι. Δεν έγινε αδίκως τόσος «ντόρος».
Για να βρούμε το «γιατί» -«γιατί οι Ικαριώτες έχουν αυτή την ιδιότυπη σχέση με τον χρόνο και τα ρολόγια;», «γιατί τα μαγαζιά μένουν ανοιχτά μέχρι αργά το βράδυ;», «γιατί η αυτάρκεια είναι ακόμα λέξη κλειδί στην ικαριακή καθημερινότητα» ή «γιατί η ευζωία και η μακροβιότητα εξακολουθούν διαχρονικά» στον μικρόκοσμο του νησιού (με ολοένα περισσότερους yogini να το επιλέγουν για τα σεμινάριά τους π.χ.)- θα πρέπει να ταξιδέψουμε αρκετούς αιώνες πίσω στον χρόνο, μέχρι το peak της πειρατείας στο Αιγαίο, περίπου 500 χρόνια πριν.
Μεταφερθείτε νοερά σε ένα οποιοδήποτε αγαπημένο σας νησί. Και σκεφτείτε, όπως «χάνεστε» στο ηλιοβασίλεμα, πειρατικά πλοία -πραγματικά πειρατικά πλοία- να εμφανίζονται μεσοπέλαγα, πλέοντας κατά πάνω σας. Πεντακόσια χρόνια πριν, αυτή η εικόνα δεν ήταν mind game – ήταν ο απόλυτος τρόμος των ανθρώπων στο Αιγαίο και ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Πολλά νησιά είχαν μετατραπεί σε σκλαβοπάζαρα – τόποι που έσφυζαν από ζωή, όπως η Σάμος, ερήμωσαν τελείως. Άλλοι νησιώτες έφευγαν πρόσφυγες σε στεριανούς κυρίως τόπους, όπου η Pax Ottomanica υποσχόταν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής. Όσοι επέλεγαν να παραμείνουν στο νησί τους δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να οχυρωθούν. Στις -σχετικά- flat Κυκλάδες οι άνθρωποι αναζητώντας προστασία συνασπίστηκαν στους οικισμούς/ φρούρια: τις «Χώρες.
Η Ικαρία υπήρξε το μοναδικό νησί του Αιγαίου που οι κάτοικοί του ούτε το εγκατέλειψαν, ούτε οχυρώθηκαν – αλλά κρύφτηκαν. Και αυτή η ιστορική ιδιαιτερότητα μάλλον καθόρισε και την πολιτισμική ιδιαιτερότητα της Ικαρίας μέχρι σήμερα.
Γιατί αποφάσισαν οι Ικαριώτες να κρυφτούν; Γνωρίζοντας το νησί τους, αυτό μπορούσαν, αυτό έκαναν.
Εδώ, το ανάγλυφο είναι τραχύ, με συνεχείς εναλλαγές και το τοπίο δεν είναι γυμνό – χαράδρες και ποτάμια το ανατέμνουν διαρκώς, νερό υπάρχει σε πολλά σημεία, ενώ η φύση, ακόμα, οργιάζει με πανάρχαια δάση δρυός (βελανιδιάς) αλλά και πεύκου. Εγκατέλειψαν λοιπόν εκείνοι οι άνθρωποι του Μεσαίωνα τους παραλιακούς οικισμούς και (περίπου) από το 1500 έως το 1600 μ.Χ. έζησαν κρυμμένοι σε αθέατες από την θάλασσα τοποθεσίες, κυρίως στη δυτική μεριά του νησιού, που παραμένει ακόμα και σήμερα πιο «χαρντκόρ». Και εφάρμοσαν τόσο πετυχημένα αυτή την τακτική της απόκρυψης, ώστε εκείνο τον αιώνα -που αργότερα ονομάστηκε «Αιών της Αφάνειας»- στον έξω κόσμο κοινή εντύπωση ήταν πως η Ικαρία ήταν ακατοίκητη.
Φυσικό λιμάνι για να απαγκιάσει ένα σκάφος δεν έχει το νησί – το ήξεραν αυτό οι ναυτικοί από την αρχαιότητα ακόμη, όπως καλά γνωρίζανε και για την δριμύτητα των καιρών στο Ικάριο Πέλαγος. «Ταράχτηκε η συνέλευση των Αχαιών σαν τα μεγάλα κύματα της ικαριώτικης θάλασσας», έγραφε αιώνες πριν ο Όμηρος. Απ’ την οροσειρά του Αθέρα ξεσπούν απότομες ριπές ανέμου που μπορούν να μπατάρουν ένα σκάφος χτυπώντας τα πανιά του. «Τα βουνά χύνουσι τον αγέρα», έλεγαν τα παλιά χρόνια στο νησί. Οι ναυτικοί λοιπόν απέφευγαν να πλησιάζουν τις ακτές του – όχι όμως όλοι: οι πειρατές πάντα ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν περισσότερα ρίσκα. Η Ικαρία τους χρησίμευε ως κρησφύγετο, καθώς λίγοι διώκτες τους τολμούσαν να τους κυνηγήσουν μέχρι εκεί.
Αποτραβηγμένες στα βουνά -όσο μακρύτερα από τα λημέρια των πειρατών- σε βιοτικές συνθήκες προϊστορίας σχεδόν, επιβίωσαν ολιγάνθρωπες κοινότητες.
Για τη ζωή τα χρόνια εκείνα στην Ικαρία (και το Αιγαίο) διασώζονται σκόρπιες πληροφορίες στα έργα Ευρωπαίων περιηγητών μετά τον 16ο αι., όταν οι Ικαριώτες είχαν αρχίσει πάλι -με τρόπο επιφυλακτικό, “ταπεινά”- να επανεμφανίζονται στο νησί τους. Θέτοντας έτσι τέλος στο ιδιότυπο καθεστώς της πλήρους Αφάνειας, αλλά επιμένοντας στην τακτική της απόκρυψης.
Η σημαντικότερη μαρτυρία για εκείνα τα χρόνια γράφτηκε από έναν μορφωμένο Έλληνα του 17ου αι., τον Ιωσήφ Γεωργειρήνη, αρχιεπίσκοπο Σάμου και Ικαρίας. Ο Γεωργειρήνης υπήρξε περιπετειώδης και sui generis προσωπικότητα. Παραιτήθηκε από το εκκλησιαστικό του αξίωμα και ίδρυσε την πρώτη ελληνική κοινότητα στο Λονδίνο – η Greek Street στα στενάκια του Soho σε αυτόν οφείλει την ύπαρξή της. Όταν επισκέφτηκε την Ικαρία (το 1660 περ.) σημείωσε ενδιαφέρουσες, πρωτογενείς πληροφορίες για το «ποίμνιό» του στο νησί. Χωρίς να δείχνει διάθεση να εξωραΐσει την πραγματικότητα και τους ανθρώπους του νησιού: περιγράφει «ξερά», αντικειμενικά μάλλον.
Ο Γεωργειρήνης βρίσκει στην Ικαρία τρία μεγάλα χωριά – λέει όμως ότι υπάρχουν πολλοί περισσότεροι μικροί οικισμοί με διάσπαρτα, απομακρυσμένα μεταξύ τους σπίτια με το καθένα να περιβάλλεται από τους κήπους του. (Οι ικαριώτικοι οικισμοί εξακολουθούν να έχουν αυτή την ίδια, αραιή χωροταξία και «χαλαρή» σύνδεση). Και εδώ ο Γεωργειρήνης παρατηρεί κάτι που εν πολλοίς εξακολουθεί να συμβαίνει, γράφοντας ότι «οι Ικαριώτες δεν οδηγούν τις αίγες σε στάβλους». Η αποίμενη βόσκηση των «ρασκών», (ημιάγριων κατσικιών), εξακολουθεί στην Ικαρία με ολέθρια αποτελέσματα για το περιβάλλον.
«Το πιο αξιόλογο πράγμα αυτού του νησιού», γράφει ο ίδιος, «είναι ο αέρας και το νερό του – και τα δύο τόσο υγιεινά, ώστε ο λαός είναι μακρόβιος και είναι συνηθισμένο να βλέπεις ανθρώπους 100 χρονών, πράγμα άξιο θαυμασμού αν σκεφτεί κανείς πόσο σκληρά ζουν». Σύμφωνα με τον Γεωργειρήνη στο νησί δεν υπήρχε κρεβάτι, οι κάτοικοι κοιμόντουσαν κατάχαμα με την «ψυχρή πέτρα προσκεφάλι τους». Και δεν ήταν η φτώχεια που τους ανάγκαζε σε αυτό αλλά «από συνήθεια περιφρονούσαν τα κρεβάτια, θεωρώντας τα περιττά».
«Πριν την ώρα του γεύματος δεν υπάρχει ένα κομμάτι ψωμί σε ολόκληρο το νησί», σημειώνει ο Γεωργειρήνης. Τότε άλεθαν σε χειρόμυλο λίγο σιτάρι που ο αρχηγός της οικογένειας το μοίραζε μετά σε ίσα μερίδια – μόνο οι μωρομάνες έπαιρναν διπλό μερίδιο. Και αν υπήρχε κάποιος ξένος / φιλοξενούμενος της οικογένειας, όλοι έκοβαν από το κομμάτι τους για να δώσουν και σε αυτόν. «Από το χέρι, στο στόμα», αυτό ήταν το modus vivendi τους.
Το κρασί τους το νέρωναν κατά το 1/3, φτιάχνοντας το κρασόνερο, που ακόμη και σήμερα οι Ικαριώτες φέρνουν μαζί τους στις αγροτικές εργασίες. Και μόνο αυτοί σε όλο το Αρχιπέλαγος φυλάγανε το κρασί σε μεγάλα πιθάρια, χωμένα στη γη (πιθοστάσια).
Διακόσια χρόνια αργότερα στα τέλη του 19ου αι. ο Γερμανός Ludvig Ross που επισκέφτηκε το νησί έγραψε: «Μόνοι από όλους τους νησιώτες, οι Ικαριώτες δεν πωλούν το κρασί τους. Όταν ρωτάνε έναν Καριώτη πόση ποσότητα κρασιού παρασκευάζει, απαντά: “Όση θέλω εγώ και η γυναίκα μου επίσης”».
Στα σπίτια των Ικαριωτών του 1660, όπως γράφει ο Γεωργειρήνης δεν υπήρχε παρά ένας χειρόμυλος και οι τοίχοι. Ο συγγραφέας πάντως αντιλήφθηκε ότι οι φτωχοί εκείνοι άνθρωποι δεν ήταν τόσο εξαθλιωμένοι όσο ήθελαν -για λόγους αυτοπροστασίας- να δείχνουν στον έξω κόσμο. «Ότι έχουν εκτός από αυτά, είναι κρυμμένο στο έδαφος», γράφει ο ίδιος εννοώντας άλλη μια ικαριώτικη καινοτομία: τα «χωστοκέλια».
Εξαιτίας πάντως της πανθομολογούμενης φτώχειας τους, οι Τούρκοι δεν τους ενοχλούσαν – «θεωρούν ανάξιο του εαυτού τους να μείνουν μαζί τους», συνεχίζει ο χρονικογράφος. Και όταν λίγα χρόνια μετά το πέρας της πλήρους «Αφάνειας», ο Σουλτάνος, ο «μεγάλος αφέντης», έστειλε έναν καδή οι Ικαριώτες τον σκότωσαν – στις «ανακρίσεις» που ακολούθησαν από τους Οθωμανούς, οι Ικαριώτες «δήλωσαν το γεγονός αλλά δεν ανέφεραν κάποιο συγκεκριμένο άτομο». Δεν «έδωσαν» κανέναν δηλαδή: στην ερώτηση ποιος ευθυνόταν για τον φόνο, απάντησαν «ούλοι εμείς αφέντη».
«Δεν έχουν μεγάλη επικοινωνία μεταξύ τους, πέρα από τον εκκλησιασμό και τις ομιλίες για δημόσια θέματα. Τον υπόλοιπο καιρό τον διέρχονται στη στενή σφαίρα των ιδιωτικών τους υποθέσεων… Εάν κάποια υπόθεση τους αναγκάζει να επισκεφτούν τον γείτονά τους, δεν πλησιάζουν την πόρτα αλλά στέκονται σε απόσταση και του φωνάζουν, εκτός αν τους προσκαλέσει με επιμονή».
Σύμφωνα με τον Γεωργειρήνη αυτοί οι ακραία φτωχοί και αμόρφωτοι άνθρωποι είχαν την πεποίθηση ότι κατάγονται από «Πορφυρογέννητους» (μέλη της βυζαντινής άρχουσας τάξης δηλαδή) και μέχρι που απέφευγαν τους γάμους με άλλους νησιώτες. Η Ικαρία στα βυζαντινά χρόνια χρησιμοποιήθηκε όντως από το βυζαντινό κράτος ως τόπος εξορίας, χωρίς όμως να υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες: το πιθανότερο είναι ότι στο νησί εξορίζονταν «κάθε καρυδιάς καρύδι». Το σημαντικότερο πάντως στοιχείο για την αδιάλειπτη κατοίκηση του νησιού είναι η ικαριώτικη ντοπιολαλιά που θεωρείται από τους γλωσσολόγους η κοντινότερη νεοελληνική διάλεκτος στην μεσαιωνική Κοινή ελληνική. Η διαχρονική απομόνωση λειτούργησε σαν γλωσσική «κατάψυξη», διαμορφώνοντας από «τα κάτω» ένα πολύ ενδιαφέρον εκφραστικό «μουσείο». Ζωντανό. Χαριτωμένο.
Και συμπυκνώνει τόσο «πυρηνικά» την εμπειρία του στην Ικαρία του 1600 αυτός ο εξαιρετικός γραφιάς, λέγοντας στους αναγνώστες του ότι τους περιέγραψε το φτωχότερο αλλά ευτυχέστερο νησί του Αιγαίου: όπου το έδαφος είναι σκληρό, αλλά ο αέρας υγιεινός, όπου τα πλούτη των κατοίκων είναι μικρά, αλλά η ελευθερία τους μεγάλη. «Ζουν με λίγη μέριμνα για το μέλλον, σα να μη πρόκειται να επιβιώσουν έστω μια μέρα ακόμη, θεωρώντας αρκετό αν καταφέρουν να ικανοποιήσουν τις καθημερινές τους ανάγκες… Έχουν ελάχιστα, αλλά δεν τους λείπει τίποτα».
Πέτρινα απομεινάρια της ζωής σε εκείνους τους αιώνες στέκουν ακόμη, διάσπαρτες σε όλο το νησί, κατοικίες των παλιών αυτών ανθρώπων: οι καμάρες και τα χυτά, τα «αντιπειρατικά» σπίτια της Ικαρίας. Μιλάω με τον Ικαριώτη πολιτικό μηχανικό Γεώργιο Κόκκινο που έχει για πολλά χρόνια εργαστεί στο νησί και έχει γράψει το εξαιρετικό βιβλίο «Η παραδοσιακή κατοικία της Ικαρίας και το ιδιόμορφο κτιστό περιβάλλον του νησιού». «Οι καμάρες και τα χυτά είναι αρχέγονες μορφές κατοικίας που αποτελούν μοναδικό αρχιτεκτονικό τύπο σε όλο το Αρχιπέλαγος», μου λέει.
Οι «καμάρες» είναι δωμάτια που έχουν κατασκευαστεί κτίζοντας με πέτρα περιμετρικά τους τεράστιους μονόλιθους, τους «λούρους»- στη δυτική Ικαρία υπάρχουν περιοχές σαν βομβαρδισμένες με αυτά τα φυσικά, γρανιτένια «μενίρ». «Τα χυτά», εξηγεί ο Κόκκινος, «είναι ταπεινά, πέτρινα και μονόχωρα σπίτια με μονόριχτη στέγη. Η όψη τους καλύπτονταν από αυλότοιχο και πυκνή βλάστηση, έτσι ώστε ήταν τέλεια ενταγμένα στο φυσικό περιβάλλον, σχεδόν αθέατα».
Τα παλιά αυτά σπίτια είχαν και άλλον ένα μυστικό χώρο (σαν τα σημερινά panic room): το «χωστοκέλι» ή «κρυφοκέλι» που διέθετε άλλη, δική του έξοδο. Εκεί φυλάσσονταν τρόφιμα, κρασιά και ότι άλλο αντικείμενο αξίας – και στις κρίσιμες στιγμές εκεί κρυβόντουσαν και οι ίδιοι οι κάτοικοι. «Ο άγραφος νόμος του νησιού ήταν σαφής», συνεχίζει ο Κόκκινος: «για όποιον πρόδιδε το χωστοκέλι άλλου σπιτιού, ποινή ήταν ο θάνατος».
«Τα χωστοκέλια έχουν μια “απόκρυφη” ιστορία», σημειώνει ο ίδιος. «Για ελάχιστα ξέρουμε την ακριβή τους θέση. Οι παλιοί Ικαριώτες απέφευγαν να τα φανερώνουν, ακόμα και σε συγγενείς τους». «Κάποτε είχα φωτογραφήσει ένα τέτοιο σπάνιο δείγμα αρχιτεκτονικής της απόκρυψης και ο ιδιοκτήτης μου ζήτησε να μην δημοσιεύσω τις φωτογραφίες και να μην αναφερθώ στη θέση του. “Μπορεί να χρειαστεί να τα ξαναχρησιμοποιήσομε”, μου είπε. Και ίσως να μην είχε άδικο αν σκεφτεί κανείς ότι στον Εμφύλιο τα χωστοκέλια πράγματι χρησιμοποιήθηκαν ξανά από καταδιωκόμενους αντάρτες».
Ο Κόκκινος λέει ότι μέχρι τον 19ο αι. στο νησί υπήρχαν (σχεδόν) αποκλειστικά αυτές οι πριμιτίφ, καμουφλαρισμένες κατοικίες. Και μόνο όταν εξαλείφθηκε οριστικά η πειρατεία, μετά το 1830, άρχισαν οι κάτοικοι του νησιού να κατασκευάζουν μεγαλύτερα, πιο άνετα αλλά και περισσότερο ορατά σπίτια- τα δίπατα, πέτρινα «πυργάρια». Ο τρόπος ζωής ελάχιστα είχε αλλάξει, μέχρι και τα μέσα του 20ου αι.: «οι Ικαριώτες», γράφει ο Κόκκινος, «ζούσανε αυτόνομοι και αυτάρκεις μέσα στα όρια των ιδιόμορφων ιδιοκτησιών τους».
Το νησί παρήγαγε κρασί, τον «αυστηρό» και «σκληρό» Πράμνιο οίνο, που αν δεν ξεπερνάει τους 15 αλκοολικούς βαθμούς, ο τρύγος θεωρείται αποτυχημένος… Μέλι επίσης, αλλά και κερί – και ξυλάνθρακες από την εξαιρετική για αυτόν το σκοπό βελανιδιά. Στη διατροφή των κατοίκων, το κρέας της αίγας συμπληρωνόταν από μανιτάρια, ρίζες, βολβούς, φρούτα του δάσους και χόρτα.
«Η τροφοσυλλογή αποτελεί μέχρι σήμερα βασικό χαρακτηριστικό των Ικαριωτών, ειδικά την περίοδο των βροχών», μου λέει ο Λευτέρης Τρικιριώτης. Ο ίδιος συλλέγει αυτοφυές, άγριο κρίταμο και προμηθεύει με αυτό εστιατόρια και παντοπωλεία, ακόμη και στο εξωτερικό. Και εργάζεται ως συνοδός βουνού και ξεναγός ερμηνείας. «Προσπαθώ να δώσω στους επισκέπτες του νησιού όχι “ξερή πληροφορία” αλλά να τους συνδέσω βιωματικά με τη ζωή εδώ», λέει ο Λευτέρης.
«Το νησί έχει τόσο δυνατό χαρακτήρα που καθόρισε εκείνη την τόσο ιδιαίτερη επιλογή (της απόκρυψης) των κατοίκων του», συνεχίζει ο ίδιος. «Υπάρχουν μέρη εύπλαστα, τόποι που οι κάτοικοι μπορούν να τους αλλάξουν – στην Ικαρία αυτό δεν γίνεται. Μόνο αν βάλεις μια βόμβα και την ισοπεδώσεις. Η φύση της είναι τόσο δυνατή -γεωγράφοι και περιηγητές του Μεσαίωνα την έχουνε χαρακτηρίσει μεσογειακή ζούγκλα- που οι κάτοικοι αντιλήφθηκαν ότι αυτή την ιδιομορφία που τους προκαλούσε καθημερινές δυσκολίες πρέπει να την αξιοποιήσουνε κάπως. Και όπως εντάξανε τους βράχους μες στα σπίτια τους, εντάξανε την ίδια την φύση μες στην καθημερινότητά τους».
«Και το παραλιακό μέτωπο της Ικαρίας δεν είναι “φρου φρου και αρώματα», είναι άγρια θάλασσα. Την επόμενη βδομάδα έχω ξενάγηση στους επιβάτες ενός ιστιοφόρου. Μέχρι και το τελευταίο απόγευμα, δεν ξέρουν αν θα μπορέσει να “δέσει” στον Εύδηλο. Αυτά τα χαρακτηριστικά εξακολουθούν να καθορίζουν την ζωή στο νησί, που δύσκολα θα γίνει φουλ τουριστικό».
Ο Τρικιριώτης λέει ότι οι Ικαριώτες επιλέγοντας την απόκρυψη απέφυγαν την κουλτούρα του πολέμου που επικρατούσε σε όλη τη Μεσόγειο. «Στα περισσότερα νησιά έκατσαν οι κάτοικοι πάνω από το λιμάνι και έκτισαν κάστρα – έπρεπε να ξοδεύουν χρήματα για όπλα, οι άντρες να είναι μόνιμα stand by για να πολεμήσουν. Η κοινωνία παίρνει τότε μια εντελώς διαφορετική φυσιογνωμία, η διαχείριση των πόρων είναι τελείως διαφορετική».
«Στην Ικαρία πλήρωσαν το τίμημα της απομόνωσης – γιατί ποιος δεν θέλει έναν καλό γείτονα ή να βλέπει λίγο φως απέναντι; Αλλά το αντίτιμο ήταν ότι ζήσανε ειρηνικά. Μέχρι και σήμερα διακρίνεται αυτό στον ήπιο χαρακτήρα των κατοίκων που δεν είναι επιθετικοί, δεν είναι macho. Αν χρειαστεί θα “ανεβάσουν τα μανίκια” αλλά, άντε σε κάνα πανηγύρι να μεθύσουν και να γίνει κάτι αν βαρεθούν…».
«Για να γίνει το γλέντι λίγο πιο ενδιαφέρον», λέει γελώντας.
«Με τον τρόπο που ήταν οργανωμένη η κοινωνία, προλαβαίνανε τις συγκρούσεις. Ήταν δίκαια μοιρασμένοι οι πόροι, τα όρια τα έβαζε το ίδιο το νησί, ο τόπος. Και οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι έπρεπε να συνεργαστούν για να τα καταφέρουνε. Λένε ότι στη φύση κυριαρχεί ο νόμος της ζούγκλας, μια μπούρδα είναι αυτό. Υπάρχει ανταγωνισμός, αλλά η βασική σχέση και στο φυσικό περιβάλλον είναι η συνέργεια. Οι άνθρωποι το έκαναν πράξη αυτό γιατί παρατήρησαν τη φύση, όπου όλα είναι ανάκατα και αλληλοτροφοδοτούμενα».
«Για να έχουν τον ζωτικό χώρο που θα τους εξασφάλιζε την επιβίωση, έπρεπε να ζήσουν σκόρπια, σαν τα ζώα. Είχαν τη σοφία να το αντιληφθούν αυτό. Αυτονομία, αυτάρκεια, αυτοδιοίκηση. Αλλά συνεργασία στα κοινά. Και κοινωνικός εξισωτισμός: ή όλοι θα επιβιώσουμε ή κανένας, αυτό συνειδητοποίησαν οι Ικαριώτες».
«Εδώ το μεγαλύτερο κομμάτι της οικονομίας, διαχρονικά, ήταν αχρήματο. Προ-καπιταλιστική, ανταλλακτική οικονομία, αλλά υπήρχε και το “κοινωνικό δώρο” και η αλληλοβοήθεια: το “ανεβούθκιο”. Ενώ δεν υπήρξε ποτέ η λογική του τσιφλικιού», λέει ο Τρικιριώτης. «Ούτε κοινωνικές τάξεις, μέχρι τη σημερινή εποχή σχεδόν. Ο Ικαριώτης δεν έγινε ποτέ κολίγος – όλα τα πράγματα περνούσαν από τα δικά του χέρια. Και αυτό είναι ένα βίωμα χιλιετιών που, προφανώς, το κουβαλάνε οι ντόπιοι».
VICE: Ο σύγχρονος Ικαριώτης τα έχει όλα αυτά που συζητάμε;
Λευτέρης Τρικιριώτης: Σε μεγάλο βαθμό, ναι. Μέχρι και οι 25ρηδες που γνωρίζω, είναι εντυπωσιακό το πόσο ακόμη διατηρούνε ψίγματα όλης αυτής της κουλτούρας.
**Πως το εξηγείς;
**Βιώνουνε, ακόμα, το φυσικό περιβάλλον στην καθημερινότητά τους, προφανώς μαζί με το μοντέρνο και την τεχνολογία που τα κατασπαράζει όλα. Ζούνε, όμως, σε μικρά χωριά- ο καθένας με το σπίτι και τα κτήματά του τριγύρω. Η αυτάρκεια είναι ακόμα πολύ σημαντική για τους Ικαριώτες. Ακόμα και όσοι έχουν μισθωτή εργασία, οι περισσότεροι κάνουν παράλληλα και κάτι άλλο. Στις Ράχες και τη Μεσαριά κρατάει περισσότερο αυτό- γιατί εκεί βρίσκονται οι ορεινοί οικισμοί που είναι ακόμα το πιο ζωντανό κύτταρο της ικαριώτικης κοινωνίας.
«Οι άνθρωποι δεν είναι ανταγωνιστικοί μεταξύ τους. Ακόμα υπάρχει ο κοινωνικός εξισωτισμός, η παρατήρηση της φύσης, το μέτρο αντί για την ένταση στην καθημερινή ζωή», λέει ο Λευτέρης.
**Το ψέμα και η διαστρέβλωση του ικαριώτικου τρόπου ζωής, πως δημιουργήθηκαν;
**Ευθύνεται και η τοπική κοινωνία που ποτέ δεν έβαλε πλαίσιο. Κάποια στιγμή άρχισε μια αναπαραγωγή από τηλεοπτικά κανάλια όπου έλεγε ο δημοσιογράφος πέντε μπούρδες, έστηνε επισκέψεις στο κομμωτήριο στις 2 τα ξημερώματα και όλο αυτό άρχισε να ξεχειλώνει. Το διαφορετικό δεν το προσεγγίζουμε με σεβασμό, το εκχυδαΐζουμε σε θέαμα. Αυτό πάθαμε στην Ικαρία- η κοινωνική ζωή μας, έγινε θέαμα. Άξιο λόγου αλλά από στρεβλή οπτική, φολκλόρ: οι «Μεξικάνοι» του Αιγαίου, η «Τζαμάικα» του Αιγαίου, όλα αυτά τα χαζά.
«Πάντως είναι αλήθεια ότι οι ρυθμοί είναι πιο χαλαροί», του λέω.
«Αλλά αυτό εξηγείται από το πως “έγραψε” στη ζωή του νησιού το φυσικό περιβάλλον. Μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, ο Ικαριώτης πήγαινε παντού με τα πόδια – δεν μπορούσε να ζήσει πιο γρήγορα. Δεν υπήρχε μηχάνημα, ούτε τεχνολογία για να επιταχύνει τη ζωή».
«Η γενιά των παππούδων μας ήταν η τελευταία γενιά Ικαριωτών που πρόλαβαν το “σβήσιμο” της προϊστορίας, αν σκεφτείς πως ζούσανε…», λέει ο Λευτέρης. «Δεν ήξεραν τι πάει να πει γραφειοκρατία, κράτος, έλεγχος – έκαναν ότι ήθελαν μέσα στο αγρόκτημά τους, αλληλοβοηθιόντουσαν, ανταλλάσσανε. Αν αφαιρέσεις το αυτοκίνητο, έτσι ζούσαν το 1500 στη Λαγκάδα».
Πράγματι. Και ειδικά οι παλιοί, όσο υπήρχε φως, δούλευαν. Και μόνο όταν σουρούπωνε, έπαιρναν το μονοπάτι για να πάνε στο μεγαλύτερο χωριό – να κάνουν τα ψώνια τους και να καφενεδίσουν εκεί, να κοινωνικοποιηθούν. Για αυτό τα μαγαζιά, ειδικά στις Ράχες, ανοίγουν αργά. Το βράδυ ευκαιρούσαν οι άνθρωποι, μετά τις άλλες δουλειές τους.
«Βρε, εδώ η ζωή είναι σκληρή. Ποιος κοιμάται; Εδώ πρέπει να είσαι σκληρός, πρέπει να σηκώνεις βράχους για να ζήσεις, δεν είναι κάμποι. Οι άνθρωποι κουβαλούσανε χώμα με το ζεμπίλι στον ώμο για να κάνουνε κήπους».
Ο Βασίλης Δεπάστας που τα λέει αυτά, 86 χρονών σήμερα, κατάγεται από τη Σίφνο. «Αγγειοπλάστης από πάππου προς πάππου», μου λέει. «Έφτιαχνα από φλιτζανάκι του καφέ, μέχρι πιθάρι διακόσιες οκάδες. Στην Ικαρία ήρθα το 1960 με καΐκι – μου είπαν ότι υπήρχε στον Νάνουρα ένα καμίνι και ήρθα να το δουλέψω».
«Μια ερημιά ήταν τότε εδώ», λέει ο ίδιος. «Στον Αρμενιστή πηγαίναμε με τη βάρκα, αλλιώς τρεις ώρες μονοπάτι. Μια πρώτη διάνοιξη χωματόδρομου, εμείς την κάναμε, με προσωπική εργασία και χρήματα από το υστέρημά μας».
«Από τους κατοίκους και χρήματα από τα πανηγύρια ότι γινόταν εδώ», λέει η σύζυγός του, Άννα. «Η Ικαρία ήταν ξεχασμένη από το κράτος, για αυτούς ήμασταν ο “Κόκκινος Βράχος” και καμιά σημασία δεν δίνανε».
Ο Βασίλης και η Άννα έκαναν οικογένεια στον Νάνουρα, εννιά παιδιά. Το σπίτι τους, πάνω στη θάλασσα, ήταν ανέκαθεν το επίκεντρο του μικρού οικισμού – τώρα τα καλοκαίρια γεμίζει από παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα.
«Ήταν φτωχά χρόνια τα παλιά», λέει η Άννα. «Τότες ηφέγγαμε με λάμπες πετρελαίου, δρόμο δεν είχαμε και το νερό κουβαλητό από το ρυάκι για να πλύνω και να μαγειρέψω».
«Όμως, στα χωριά εδώ οι άνθρωποι είναι πιο φιλόξενοι», λέει ο Βασίλης. «Και πιο ελεύθεροι», συμπληρώνει η Άννα. «Στη Σίφνο οι γυναίκες δεν πηγαίνανε στα καφενεία και τους φαινότανε παράξενο πως εμείς, μετά την εκκλησία ή τα βράδια, καφενεδίζαμε. Με ρωτούσαν “μα και οι γυναίκες;” (γελάει). “Και οι γυναίκες. Γιατί να μην είναι οι γυναίκες”, τους έλεγα».
«Ήταν καλύτεροι οι άνθρωποι», λέει ο Βασίλης. «Τώρα σα να έχουνε κακιώσει».
«Ρωτούσα τον φούρναρη στις Ράχες, που άφηνε τον φούρνο ανοιχτό και έφευγε να κάνει τις άλλες δουλειές του: “βρε Νικόλα, δεν έχεις φαλιρίσει;”. “Βασίλη”, μου έλεγε, “συχνά βρίσκω στον πάγκο περισσότερα χρήματα από όσο κάνουν τα ψωμιά”».
«Εμείς είχαμε ένα τραπέζι δίπλα στη θάλασσα και ότι είχε ο καθένας στο σπίτι του έφερνε: ελιές, κρεμμύδια ψητά, κανά ψαράκι, σουβλάκια στα κάρβουνα. Και μαζευόμασταν, πίναμε κρασί, τρώγαμε και γλεντάγαμε».
«Ναι, κάναμε τα παρτάκια μας εδώ», λέει η Άννα γελώντας.
Κάποτε το σκέφτηκαν να έρθουν Αθήνα – ήρθε για λίγους μήνες ο Βασίλης και θα τον ακολουθούσε η Άννα με τα παιδιά. Αυτός δεν «μπόρεσε», όμως, την ζωή στην πόλη: «εκεί είναι όλοι γρανάζια και στις δουλειές όλο λοβιτούρες έβλεπα».
Στην Ικαρία έκαναν μια ζωή «κατά 80% αυτάρκη».
«Μόνο αλεύρι και ζάχαρη αγοράζαμε», μου λένε. «Ψάρια, κρέας, κηπευτικά, κρασιά- όλα ήταν δικά μας. Ούτε λιπάσματα αγοράζαμε, ούτε ζωοτροφές- οι σπόροι ήτανε ντόπιοι και τα ζώα τα ταϊζαμε με όσα περίσσευαν από τους κήπους».
«Φέτος τι βάλατε στους κήπους;» αναρωτιέμαι.
«Καρπούζια, πεπόνια, διάφορα. Αλλά φέτος ήταν φτωχή χρονιά – δεν ηκαρπίσανε τα δέντρα, δεν ηλουλουδίσανε», λέει η Άννα.
«Και τα αμπέλια;», ρωτάω τον Βασίλη.
«Φέτος περιμένω 500 κιλά κρασί», μου λέει. «Μπορούσε και καλύτερα το αμπέλι, αλλά τι να κάνουμε; Τόσα έδωσε φέτος», λέει με ωραίο χαμόγελο.
«Οι άνθρωποι δεν πρέπει ποτέ να πάψουνε να ζητάνε από τη ζωή», λέει ο ίδιος. «Αλλά να ζητάνε λογικά πράγματα». Και έβαλε όλο το καριώτικο απόσταγμα, μέσα σε δυο προτάσεις.
Βιβλιογραφία: – Η νήσος Ικαρία στους Ευρωπαίους περιηγητές”, του Νικόλαου Τσαγκά, Εκδόσεις “ΕΛΕΥΣΙΣ”. – “Ιστορία της νήσου Ικαρίας”, του Ιωάννη Μελά.
Περισσότερα από το VICE
Τι Παρίσια, τι Πατήσια: Η Παράνοια της Αναζήτησης Σπιτιού στην Αθήνα
Τι Συνέβη Όταν ο Πραγματικός El Chapo Συνάντησε τον Ηθοποιό που τον Υποδύεται στο “Narcos”
Beatmakers από Κομοτηνή Μέχρι Καλαμάτα Ενώνουν Μουσικά τη Χώρα