Η Ανδραβίδα στην Ηλεία Είναι η Ελληνική Εκδοχή του Αμερικανικού Νότου;

Kοινοποίηση

Φωτογραφίες: Αλεξία Τσαγκάρη

Το πρόσωπό του συσπάστηκε από έναν μορφασμό οργής. «Να πάρει ο διάολος!», αναφώνησε και κατέβασε με δύναμη την γροθιά του σπάζοντας το παρμπρίζ του αυτοκινήτου του. «Έχουμε γεννηθεί εδώ και τώρα μας διώχνουν από τον τόπο μας. Δεν μπορούμε ούτε να πλησιάσουμε πια, καταλαβαίνεις;».

Videos by VICE

Ήταν νύχτα της 11ης Μάιου, όταν ο Βασίλης Μαρτζάκλης έπεφτε νεκρός μετά από συμπλοκή με Ρομά στο κέντρο της Ανδραβίδας. Επιστρέφοντας από προεκλογική συγκέντρωση ο αστυνομικός που ήταν εκτός υπηρεσίας, είδε τον διαρρήκτη και προσπάθησε να τον συλλάβει. Εκείνος του επιτέθηκε με μαχαίρι τραυματίζοντάς τον θανάσιμα, πριν τραπεί σε φυγή. Αν και ο δράστης συνελήφθη, η συγκεκριμένη δολοφονία σήμανε την αρχή ενός ανελέητου κυνηγητού των Ρομά της περιοχής. Αποκορύφωμα ήταν η ανακοίνωση την περασμένη βδομάδα του εμπορικού συλλόγου Ανδραβίδας, ο οποίος καλούσε «όλα τα καταστήματα της πόλης να μην εξυπηρετούν τους Ρομά προς τιμήν του εκλιπόντος και της οικογένειάς του».

Λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από την Ανδραβίδα κατά μήκος της Εθνικής Οδού Πατρών – Πύργου κρυμμένη μέσα στις καλαμιές και πίσω από πελώριες λεύκες βρίσκεται μια μικρή παραγκούπολη. Δύσκολα μπορεί κανείς να την διακρίνει από μακριά. Εδώ, μέσα σε παράγκες και μισοχτισμένα σπίτια ζουν τρεις πολυμελείς οικογένειες. Πιο πέρα στον κάμπο, πίσω από το υδραγωγείο και ανάμεσα στις καλλιέργειες συμβιώνουν περίπου 500 άτομα. Όλοι τους Έλληνες Ρομά. Οι περισσότεροι έχουν γεννηθεί στην περιοχή και δουλεύουν περιστασιακά κάνοντας μεροκάματα ή πουλώντας παλιοσίδερα που μαζεύουν από τους δρόμους και την χωματερή.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.

Παρόλο που δεν έχει ακόμα νυχτώσει, τα νάιλον εμποδίζουν το ελάχιστο φως να μπει μέσα στην παράγκα. Μια λάμπα κάνει την κατάσταση λίγο πιο υποφερτή. Η Μαρία καθισμένη στο πάτωμα μπροστά από μια μικρή κουζίνα ετοιμάζει με νευρικές κινήσεις το βραδινό φαγητό. Τριγύρω καμιά δεκαριά αγόρια και κορίτσια παίζουν, γελάνε, χορεύουν. Η ίδια ωστόσο, φαίνεται ιδιαίτερα ανήσυχη. «Την επόμενη μέρα του φονικού βγήκαν όλοι οι κάτοικοι της Ανδραβίδας στην αγορά και μας περίμεναν με τα ξύλα στα χέρια. Ποια ανακοίνωση; Δεν χρειαζόταν να βγάλουν ανακοίνωση. Τα μαγαζιά έχουν πάψει εδώ και καιρό να μας εξυπηρετούν. Μας φοβερίζουν, μας απειλούν, ότι θα μας σκοτώσουν. Εγώ έχω γεννηθεί στην Ανδραβίδα, εκεί έχω μεγαλώσει, εκεί ψηφίζω και τώρα δεν μπορώ ούτε με το αυτοκίνητο να περάσω. Έκανα μεροκάματα στην πόλη, καθάριζα σπίτια και άνθρωποι που με ήξεραν μια ζωή, ξαφνικά με έδιωξαν. Κανείς δεν ασχολείται μαζί μας. Είτε ζούμε είτε πεθάνουμε».

Λίγο πιο εκεί, σε μια σκοτεινή γωνιά του σπιτιού κάθεται αμίλητος ο Παρασκευάς, ο άντρας της Μαρίας. Εκείνος φαίνεται να γνωρίζει καλά τόσο τον δράστη όσο και τον άτυχο αστυνομικό. «Και βέβαια τον γνώριζα. Μια γειτονιά είμαστε. Η οικογένεια του δράστη φοβούμενη για αντίποινα μετακόμισε στο Κιάτο. Ήταν άδικο που σκοτώθηκε ο αστυνομικός, αλλά δεν φταίμε όλοι. Ακόμα και η αστυνομία μας έχει συμβουλεύσει να μην πλησιάζουμε στην Ανδραβίδα. Ούτε να ψηφίσουμε δεν πήγαμε. Λένε, ότι είναι νωρίς ακόμα. Όμως, θα γινόταν όλο αυτό, εάν ο δράστης ήταν Έλληνας; Δεν νομίζω».

Έχοντας τις ίδιες απορίες αποφασίζω να συναντήσω τον πρόεδρο ή κάποιο από τα μέλη του εμπορικού συλλόγου Ανδραβίδας, αφού μέχρι στιγμής δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση στις τηλεφωνικές μου κλήσεις. Είναι μεσημέρι και το κέντρο της Ανδραβίδας έχει ήδη ερημώσει. Ελάχιστα μαγαζιά είναι ακόμη ανοιχτά, ενώ μόνο μερικοί θαμώνες στο καφενείο δίνουν κάποια σημάδια ζωής σε αυτή την πόλη. Κατευθύνομαι προς το μαγαζί του προέδρου, ο οποίος με περιμένει μαζί με δυο από τα μέλη του Συμβουλίου. Είναι ιδιαίτερα επιθετικοί και κάνουν λόγο για «ένα τυπογραφικό λάθος που πήρε δημοσιότητα χωρίς λόγο. Και στο κάτω-κάτω εμείς απευθυνόμασταν μόνο στα μέλη του Συλλόγου. Δεν καταλαβαίνουμε, γιατί αυτή η ανακοίνωση βγήκε παραέξω». Αρνούνται να απαντήσουν σε οποιαδήποτε ερώτηση παραπέμποντάς με στην συμπληρωματική ανακοίνωση που δημοσίευσαν την ίδια μέρα. Πράγματι, ο τοπικός τύπος έχει αφιερώσει αρκετό χώρο αναδημοσιεύοντας την συμπληρωματική ανακοίνωση που ανεπιτυχώς προσπαθεί να συμμαζέψει την αρχική ανακοίνωση. «Ο εμπορικός σύλλογος Ανδραβίδας μετά τις αντιδράσεις που προκάλεσε το απευθυνόμενο προς τα μέλη του έγγραφο, δηλώνει, ότι προέβη στην συγκεκριμένη ενέργεια μετά από έντονες πιέσεις που ασκήθηκαν από την τοπική κοινωνία. Οι Ανδραβιδαίοι δεν υπήρξαν και ούτε πρόκειται να υπάρξουν ποτέ ρατσιστές».

Ωστόσο, αυτή η ανακοίνωση δεν είναι το μοναδικό ρατσιστικό ξέσπασμα στην περιοχή. Όπως μου λέει κάτοικος, ο οποίος προτιμά να διατηρήσει την ανωνυμία του, λίγο μετά την δολοφονία οι πωλητές της λαϊκής αγοράς της Ανδραβίδας απαγόρευσαν στους Ρομά να μπουν στο χώρο της λαϊκής. Περπατώντας στους δρόμους της μικρής αυτής πόλης η απουσία των Ρομά είναι εμφανής. Οι κάτοικοι σιωπούν, όμως διάσπαρτες κουβέντες και ψιθυριστά λόγια πίσω από μισόκλειστες πόρτες δείχνουν, ότι η πλειοψηφία συμφωνεί με την ανακοίνωση που παραπέμπει σε φυλετικές διακρίσεις όμοιες μ’ εκείνες του αμερικανικού Νότου. «Εάν αύριο η περιοχή μας καθάριζε από τους Ρομά, κανείς δεν θα λυπόταν. Αλλά βέβαια, κανείς δεν θα βγει να σου το πει ανοιχτά».

Πίσω στον καταυλισμό το δείπνο έχει μόλις τελειώσει. Ο Παρασκευάς απομακρύνεται προς τα χωράφια καπνίζοντας μόνος του στο σκοτάδι. Κοιτάζει από μακριά την μικρή του κόρη. «Να, την βλέπεις; Προχτές βγήκε στον δρόμο για να μαζέψει παλιοσίδερα με το καρότσι. Ξαφνικά, κατεβαίνει ένας από το αυτοκίνητό του και αρχίζει να την βρίζει και να την απειλεί. Πήρατε θάρρος και ξαναβγαίνετε στην Ανδραβίδα; Θα σας σκοτώσουμε, όπως σκότωσαν το παιδί». Από τον καταυλισμό τα φώτα της Ανδραβίδας μόλις που αχνοφαίνονται μέσα από την ομίχλη. «Το μόνο που θέλω είναι να ηρεμήσει η κατάσταση και να νοιώσω και πάλι ελεύθερος. Θέλω να σταματήσω να φοβάμαι. Αλλά, αν το παιδί μου πάει στην Ανδραβίδα και το σκοτώσουν, εγώ δεν θα αναγκαστώ να σκοτώσω μετά;»