Μπαίνοντας στο καμαρίνι του Σπύρου Παπαδόπουλου, στο θέατρο Κάππα, το πρώτο πράγμα όπου πέφτει το μάτι μου είναι μία φανέλα του Ολυμπιακού μέσα σε ένα κάδρο. Πρόκειται για να κειμήλιο, το οποίο φέρει τις υπογραφές της πρωταθλήτριας ομάδας του 1965 και που ο Σπύρος Παπαδόπουλος το αγόρασε κάποτε δίνοντας τον μισθό ενός μήνα, σε μία κυρία που την πουλούσε όταν πέθανε ο μπαμπάς της.
Αφήνει το κράνος της μηχανής του στην άκρη και ξεκινάμε την κουβέντα μας. Με αφορμή την παράσταση “Sexy Laundry” την οποία σκηνοθετεί και όπου πραγωνιστεί -και που έχω παρακολουθήσει λίγες ημέρες πριν- μιλάμε για τις σχέσεις, τον έρωτα, την αγάπη. Αναπόφευκτα το θέμα πάει και στην εκπομπή «Στην Υγειά μας, ρε παιδιά», στους «Απαράδεκτους», αλλά και στο σποτάκι για το «Μένουμε Σπίτι» στην αρχή της πανδημίας, και κατά πόσο μετάνιωσε ή όχι τη συμμετοχή του.
Videos by VICE
VICE: Με την παράστασή σας, μετά από καιρό κατάφερα να δω κάτι στο θέατρο που με έκανε και να γελάσω και να κλάψω. Σπύρος Παπαδόπουλος: Σκέψου ότι έρχονται αρκετοί άντρες εδώ με τη γυναίκα τους και μου λένε «Με έκανες και έκλαψα μπροστά της».
Τι feedback παίρνετε από τα ζευγάρια που είναι σε αντίστοιχη ηλικία με τους πρωταγωνιστές και μπορεί να περνάνε μία κρίση, μετά από 25 χρόνια γάμου;
Δεν αφορά μόνο εκείνη την ηλικία. Το πολύ ευχάριστο αλλά και ανεξήγητο είναι ότι έρχονται πολύ νέοι. Βλέπεις κάτω, χεράκι-χεράκι, ανθρώπους που είναι 28-35 ετών. Πέραν του ότι αυτοί οι ήρωες είναι 25 χρόνια παντρεμένοι, θίγονται θέματα οποιασδήποτε συμβίωσης και φαίνεται η διαφορά λογισμικού που υπάρχει -κατά τη γνώμη μου- μεταξύ άρρενος και θήλεος. Δηλαδή, το πώς προσπαθούμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον, χωρίς μερικές φορές να γίνεται.
Το κείμενο έχει γραφτεί από γυναίκα, τη Michele Riml, αλλά σε αυτήν την περίπτωση έχουμε τη σκηνοθετική ματιά ενός άνδρα – τη δική σας. Πώς έγινε η επιλογή του κειμένου;
Το έργο ήρθε στα χέρια μου από τη Νικολέτα Κοτσαηλίδου, που το μεταφράζει κιόλας. Το διάβασα και είπα ότι θέλει μία καλή χημεία αυτό και μία πάρα πολύ καλή ηθοποιό. Επειδή χρόνια εκκρεμούσε και το λέγαμε με τη Δάφνη Λαμπρόγιαννη να συνεργαστούμε, μου καρφώθηκε στο μυαλό και είπα ότι αν πει η Δάφνη «ναι», το ανεβάζω. Αλλιώς θα ψάξουμε για άλλο έργο. Όχι ότι δεν υπάρχουν άλλες καλές ηθοποιοί, απλώς μου καρφώθηκε. Είπα ότι με αυτήν πρέπει να γίνει, αν γίνει. Κι επειδή της άρεσε της Δάφνης και μου είπε αμέσως ναι, το ξεκινήσαμε χωρίς δεύτερη σκέψη.
**Από τα θέματα που ανοίγει, πού βλέπετε τον εαυτό σας να ταυτίζεται με τον Λάρυ, τον πρωταγωνιστή;
**Δεν είναι να βλέπεις τον εαυτό σου. Ακόμα κι αν δεν σου έχουν συμβεί, ακόμα κι αν δεν σου είναι οικεία αυτά τα πράγματα, το έχω δει και λίγο Μπεκετικά το θέμα. Τι αφήνει ο χρόνος πάνω σου ύπουλα, μέρα με τη μέρα, που δεν το καταλαβαίνεις. Αυτό με τη συνήθεια που είναι και ωραίο πράγμα, γιατί σου δημιουργεί μία ασφάλεια, αλλά όταν χωρίς να το καταλάβεις η συνήθεια γίνεται και ρουτίνα.
Ενώ ο πυρήνας των αισθημάτων σου δεν έχουν αλλάξει, αφήνει μια σκόνη πάνω ο χρόνος με την καθημερινότητα, που με τον καιρό τίποτα δεν μοιάζει καινούριο, είναι όλα παλιά αλλά όχι με την καλή έννοια. Παλιά και συνηθισμένα. Κι εκεί λοιπόν πρέπει εσύ να δουλέψεις με το μυαλό σου. Έχει σημασία η δική μας η ματιά. Θέλω να πω, πολλοί το έχουμε πει -κι εγώ το έχω πει- ότι σε μια δύσκολη κατάσταση το εύκολο είναι να σηκωθώ να φύγω ή να χωρίσω. Θα στενοχωρηθώ έναν μήνα, δύο μήνες, πέντε μήνες και μετά θα είναι όλα ΟΚ. Και θα μας γοητεύει πάντα μία καινούρια αρχή, οπότε λες θα κάνω μία καινούρια αρχή. Κατά τη γνώμη μου η νέα αρχή είναι κάτι που θα οδηγήσει περίπου στο ίδιο, οπότε δεν έχει νόημα, και είναι και λίγο κουτό.
Είναι πολύ σημαντικό και είναι πολύ ακριβό εάν μπορέσεις εσύ ο ίδιος που βλέπεις τον άνθρωπό σου, όπως τον βλέπεις μετά από κάποια χρόνια, να φρεσκάρεις και να ανανεώσεις την ματιά, ενθυμούμενος τι έχετε πει. Εμένα ας πούμε πολλές φορές με έχει ιντριγκάρει το ότι αν με έναν άνθρωπο έχει αφήσει ο χρόνος το αποτύπωμα πάνω του, δεν νιώθεις να σε ελκύει με κάποιον τρόπο, να κάνεις ένα rewind και να πεις, κάτσε, εγώ αυτόν για χρόνια τον έλεγα «αγάπη μου», δεν τον έβλεπα για δυο μέρες και τρελαινόμουν. Ψάχνοντας λοιπόν έτσι, σκάβεις μέσα σου και βρίσκεις πράγματα τα οποία θέλουν μία άλλη ματιά και αντιμετώπιση. Δεν θα γίνει όπως ήταν στην αρχή το πράγμα, αλλά θα έχει πολλά επικουρικά συναισθήματα λίγο που λαγοκοιμούνται, να στηρίξουν το καινούριο αίσθημα.
Πολλές φορές στη ζωή μπορεί να πεις «μπορώ χωρίς σεξ, αλλά δεν μπορώ χωρίς εσένα».
Πώς θα ορίζατε το αίσθημα του έρωτα και πώς της αγάπης;
Η αγάπη είναι ο έρωτας χωρίς την επιθετική και την ορμητική έννοια που έχει μέσα και πολύ σεξ και το ολοκληρωτικά «σε θέλω» και «σε θέλω τώρα». Αυτός ο έρωτας με τα χρόνια αν το καλλιεργήσεις και νιώθεις ότι ο άλλος αξίζει τον κόπο για σένα, βάζει πασαλάκια-πασαλάκια γύρω γύρω και φτιάχνει έναν χώρο που προστατεύει εσάς τους δύο. Τα πασαλάκια είναι αυτό που λέμε η εκτίμηση η βαθιά, ο σεβασμός, η αγάπη. Είναι η εκτίμηση για παράδειγμα στο μυαλό του άλλου. Ακόμα κι αν υπολείπεται λίγο πια το σαρκικό, είναι σπουδαία τα άλλα πράγματα που το αγκαλιάζουν. Μπορείς να νιώσεις ότι ναι πραγματικά δεν μπορώ χωρίς τον άλλον. Πολλές φορές στη ζωή μπορεί να πεις «μπορώ χωρίς σεξ, αλλά δεν μπορώ χωρίς εσένα».
**Όπως βλέπουμε και στην παράσταση, η σεξουαλική απομάκρυνση φαίνεται να είναι το σύμπτωμα κι όχι η αιτία των προβλημάτων ανάμεσα στο ζευγάρι, σωστά;
**Ακριβώς. Το σύμπτωμα. Ότι μας πήρε η μπάλα. Πολλή δουλειά ο καθένας, απομόνωση, αργώ να γυρίσω στο σπίτι, βλεπόμαστε ελάχιστα, εσύ το πρώτο πράγμα που θες να κάνεις όταν μπεις στο σπίτι είναι να δεις ειδήσεις, γιατί αυτό σε χαλαρώνει, εγώ θέλω κάτι άλλο. Όμως εάν το ‘χεις στο μυαλό σου, η ζωή γενικά θέλει μία τεχνική για να τη ζήσεις. Πρέπει να γίνεις τεχνίτης, αν όχι καλλιτέχνης. Και με έναν φίλο σου να συζείς, θέλει μία τεχνική για να μην αρχίσει να σε εκνευρίζει αυτό που προχθές δεν σε πείραζε.
Είναι τελικά ο διάλογος και η επικοινωνία αυτό που θα μας βοηθήσει να ξεπεραστεί μία κρίση;
Βέβαια, ειδικά αν υπάρχει βαθιά σχέση, αν υπάρχει βαθιά αγάπη. Εδώ στην παράσταση βλέπεις ότι οδηγηθήκαμε στη ρήξη και τυχαία πάτησε κάποια κουμπιά και άρχισε να παίζει μουσική, και σκέφτηκε ο Λάρυ «κάτσε, τόσα χρόνια αυτή μου λέει να χορέψω. Κι εγώ έχω καβαλήσει τον γάιδαρο και λέω όχι. Για να δω, πώς είναι; Τι θα με πειράξει να χορέψω να της κάνω το χατίρι»; Και δοκιμάζει για πρώτη φορά στη ζωή του να χορέψει. Αυτό σημαίνει ότι δεν θέλει να συμβεί αυτή η ρήξη. Μπορεί μέσα στα νεύρα του να είπε κάτι, μπορεί και βαρύ, αλλά δεν θέλει να συμβεί αυτή η ρήξη. Διότι υπάρχουν σοβαρά και μεγάλα νήματα που τους δένουν αυτούς τους ανθρώπους. Το ίδιο αυτή και βλέπεις ότι δεν μπορούν ο ένας χωρίς τον άλλον και η αξία είναι αυτή.
Σας έχει λείψει η πρώτη χρονιά χωρίς το «Στην υγειά μας, ρε παιδιά»;
Όχι, καθόλου. Καθόλου. Εγώ το αποφάσισα. Καθόλου δεν μου έχει λείψει, αντιθέτως απολαμβάνω. Ξέρετε, ήταν ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου. Όπως πιστεύει πολύς κόσμος -κι εγώ το πιστεύω- έχει γράψει ιστορία αυτή η εκπομπή. Κάποιες εκπομπές, τουλάχιστον, έχουν γράψει ιστορία. Πιστεύω ότι είναι προσφορά στους νεότερους και στο ελληνικό τραγούδι που μπαίνουν και βλέπουν τι ήταν ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Μίκης, ο Λοΐζος και όλοι αυτοί. Απλώς ήταν πολλά τα 17 χρόνια. Σκεφτείτε ότι εδώ και 17 χρόνια, εγώ Τετάρτη με Κυριακή είμαι στο θέατρο και Δευτέρα με Τρίτη έγραφα εκπομπή. Δεν ήξερα τι θα πει ρεπό. Και τώρα έρχεται Κυριακή βράδυ κι ακόμα είναι αυτό που λέμε η δύναμη της συνήθειας και με πιάνει ένα άγχος ότι ωχ, πρέπει να πάω να ετοιμαστώ για την εκπομπή. Και μόλις συνέρχομαι και λέω ότι δεν έχω εκπομπή, είμαι πολύ ευτυχής. Απολαμβάνω πάρα πολύ τα Δευτερό-τριτά μου, τις ημέρες που πραγματικά δεν έχω να κάνω κάτι. Κάθομαι, διαβάζω, βλέπω φίλους μου, οτιδήποτε.
Υπάρχουν κάποια χιουμοριστικά memes στο Ίντερνετ που σας δείχνουν σε στιγμές από το «Στην Υγειά μας» και λένε ότι πρόκειται για την καλύτερη δουλειά στον κόσμο. Ήταν τελικά η καλύτερη δουλειά του κόσμου; Ήταν μία πολύ εύκολη δουλειά;
Όχι, μία πολύ εύκολη δουλειά δεν ήταν. Μία πολύ καλή δουλειά ήταν. Εγώ χοντρικά το είχα μετρήσει κάνα 20λεπτο. Μόλις αρχίσει η εκπομπή και περάσει ένα 20λεπτο καταλάβαινα αν θα πάει καλά και αν ήταν αυτό που έχω στο μυαλό μου. Μόλις το ένιωθα ήμουν πραγματικά ένας άνθρωπος που διασκέδαζε, γλεντούσε και πληρωνόταν. Άσχετα αν είχα δουλέψει πολύ μέχρι να οργανωθεί. Όμως, αν δεν πήγαινε όπως την ήθελα -που υπήρξαν κάποιες φορές που συνέβη αυτό- τότε εκεί ήταν βαρέα και ανθυγιεινά.
Βαρέα και ανθυγιεινά ή τρομερό στρες για να ανατραπεί το κλίμα;
Όχι, καταλάβαινα ότι το κλίμα δεν θα ανατραπεί. Δεν υπήρχε αυτή η χημεία που εγώ πίστευα ότι θα υπάρξει και μέχρι να τελειώσει η εκπομπή για εμένα ήταν ένα μαρτύριο. Προσπαθούσα να μην το δείχνω, βέβαια. Κάποιοι φίλοι που με ξέρουν όμως μου έλεγαν ότι στην εκπομπή αυτή δεν ήσουν πολύ καλά, ε; Με έκοβαν από το μάτι.
Της έλεγα της Σαπουντζάκη «τι τρέλα είναι αυτή που έχεις με τα φτερά»; Και μου απάντησε το εξής «Επειδή δουλεύω από μικρό κορίτσι, εγώ δεν έπαιξα ποτέ με τις κούκλες μου. Και σιγά-σιγά έγινα η κούκλα μου». Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Top 5 στιγμών που θεωρείτε ότι κάποιος πρέπει να ανατρέχει στην αρχειοθήκη ως σημαντικές για το ελληνικό τραγούδι;
Θα αδικήσω κάποιες αν πω Top 5. Να πω Top 50, ας πούμε. Για εμένα ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση το ότι έκανα δύο εκπομπές με τον Μίκη Θεοδωράκη. Όχι επειδή έκανα τις εκπομπές, αλλά γιατί προετοιμάζοντας τις εκπομπές πήγαινα στο σπίτι του Μίκη για 10-15 μέρες και μιλούσαμε. Δηλαδή μιλούσε, δεν μιλούσαμε. Αυτό ήταν για μένα ένα παράσημο ως άνθρωπο, όχι ως καλλιτέχνη. Το θεωρώ πολύ μεγάλο παράσημο το ότι χτυπούσα το κουδούνι, έμπαινα στον Μίκη και καθόμασταν τρεις ώρες και συζητούσαμε.
Αρκετές ωραίες στιγμές και με τον Σταύρο Κουγιουμτζή. Πολύ σπουδαίοι άνθρωποι πέρασαν από εκεί. Και όχι μόνο καλλιτέχνες, αλλά και άνθρωποι που ήταν φίλοι των καλλιτεχνών και ήρθαν πολύ σπουδαίες προσωπικότητες στο στούντιο.
Ένα πράγμα όμως που θυμάμαι, που δεν έχει να κάνει με αυτό που συζητάμε ακριβώς, είναι ένα υπέροχο πράγμα που μου είχε πει η Ζωζώ η Σαπουντζάκη. Εγώ για να την πειράξω της έλεγα «Αμάν ρε παιδί μου, με τα ρούχα και με τα πέπλα, τα πούπουλα και τα φτερά», επειδή όταν έπαιρνε ένα νούμερο σε μία επιθεώρηση έλεγε ότι εγώ θα ντυθώ έτσι και πήγαινε στο Λονδίνο με δικά της χρήματα, αγόραζε ένα πανάκριβο φτερό με δικά της χρήματα, και γυρνούσε για να το έχει να το κρατήσει για μισό λεπτό στην παράσταση. Και της έλεγα «τι τρέλα είναι αυτή που έχεις»; Και μου απάντησε το εξής «Επειδή δουλεύω από μικρό κορίτσι, εγώ δεν έπαιξα ποτέ με τις κούκλες μου. Και σιγά-σιγά έγινα η κούκλα μου». Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Τους Active Member τους ήθελα πολύ. Δεν τα κατάφερα, επειδή τα παιδιά είχαν κάθε λόγο να μη θέλουν. Αλλά τώρα αυτούς τους πιτσιρικάδες που λένε ότι θέλουν ένα χρυσό αυτοκίνητο και χρυσά ρολόγια κ.λπ, ούτε απ’ έξω δεν θα περνούσαν.
Είχατε κάποια στεγανά σε σχέση με μουσικά είδη, τα οποία μπορεί να τα σπάσατε;
Είχα. Στεγανά όχι, σώνει και καλά. Ασφαλώς όλοι έχουμε κάποια ακούσματα και δεν μας αρέσουν τα πάντα. Εγώ ήθελα να φέρνω πράγματα που πρώτα από όλα τα γνωρίζω και εν συνεχεία να μου αρέσουν. Αυτός ήταν και ο άξονας της εκπομπής. Δεν έκανα μία μουσικολογική εκπομπή. Πολλοί μου έλεγαν «γιατί δεν φέρνεις το τάδε, τάδε, τάδε»; Δεν είναι η αντιπροσωπευτική εκπομπή που ήθελα να παρουσιάσω ό,τι γίνεται στην Ελλάδα. Δεν είμαι μουσικολόγος εγώ. Εγώ αποφάσισα να κάνω μία εκπομπή που να έχει τραγούδια της δικής μου γενιάς, της λίγο προηγούμενης και της λίγο μετά. Και επειδή λίγο-πολύ αυτό το είδος της μουσικής είναι εξοβελισμένο από τα ραδιόφωνα που παίζουν τα σύγχρονα πράγματα, να μαθαίνουν και οι νέοι άνθρωποι, οι οποίοι θέλουν να τα μάθουν και δεν είχαν από πού. Σε αυτό συνέβαλε τα μάλα η εκπομπή. Άκουγαν ιστορίες ανθρώπων που ξεκίνησαν από το μηδέν. Σπουδαία πράγματα ειπώθηκαν εκεί μέσα. Είχε πολύ πλούτο αυτή η υπόθεση. Κι εγώ έμαθα πράγματα. Πιστεύω ότι εκτός από την όποια διασκέδαση, είχε και προσφορά ως προς αυτό.
Υπήρχαν απαγορευμένα είδη; Ότι για παράδειγμα ράπερ, που είναι τάση, εδώ δεν θέλω;
Εγώ πράγματα που δεν μου αρέσουν ή που διαφωνώ, όχι δεν θα έφερνα. Ας πούμε τους Active Member τους ήθελα πολύ. Δεν τα κατάφερα, γιατί τα παιδιά είχαν κάθε λόγο να μη θέλουν. Αλλά τώρα αυτούς τους πιτσιρικάδες που λένε ότι θέλουν ένα χρυσό αυτοκίνητο και χρυσά ρολόγια κ.λπ, ούτε απ ’έξω δεν θα περνούσαν. Επειδή η εκπομπή είχε να κάνει με το τι μου αρέσει εμένα και θέλω να το μοιραστώ με τους άλλους. Δεν ήταν ότι δεν γίνεται να μη συμπεριλάβεις ένα είδος. Αν ήμουν μουσικολογική εκπομπή, ασφαλώς να το κάναμε.
Η Δημητρούλα έτσι όπως έστησε τους Απαράδεκτους αυτό που προέκυψε έσπαγε πολλά στερεότυπα. Από το να μιλάς στον φίλο σου όπως γουστάρεις και να του λες «γιατί ρε δεν μου έφερες δώρο στη γιορτή μου;» μέχρι το ότι ο ένας από την παρέα ήταν γκέι και επειδή πονούσε λόγω αυτού κάποια κανάλια το είχαν φοβηθεί πολύ κι έλεγαν όχι παιδιά αν έχει γκέι δεν θέλουμε. Ήταν άλλες εποχές.
Για ποιο λόγο πιστεύετε ότι σήμερα είναι τόσο επίκαιροι οι «Απαράδεκτοι» κι αγαπιούνται τόσο πολύ αυτοί οι χαρακτήρες, που ήταν τόσο αληθινοί κι όχι καρικατούρες;
Ο ένας λόγος ήταν αυτός: Επειδή υπήρχε αλήθεια και δεν ήταν καρικατούρες. Η Δήμητρα όσο κι αν φαίνεται ότι έχει πολύ καλό λόγο, ωραίο χιούμορ, ξέρει να γράφει κ.λπ, έχει μία αθέατη πλευρά. Έχει τρομερές κεραίες -γιατί τη ζω, είμαστε πολύ κοντά ακόμα- και συλλαμβάνει την πραγματικότητα και τη διαβάζει αλλιώς, κι έτσι την αποδίδει. Κάτι που το βλέπεις κάθε μέρα, εκείνης κάτι άλλο της κάνει. Έτσι λοιπόν είχε πιάσει και τότε την τότε συνθήκη. Πιστεύω ότι πέρα από την αλήθεια, δεν γράφει μόνο αστειάκια, έχει βάσανο από κάτω για την Ελλάδα, για το πώς ήμασταν, πώς είμαστε με τους φίλους μας, την πολιτική ματιά, την υποκρισία.
Οι άνθρωποι στην Δυτική κοινωνία νομίζω αναπόφευκτα ζούμε με στερεότυπα. Οποιαδήποτε μορφή τέχνης μας βοηθάει να τα σπάσουμε λίγο και να μας ταξιδέψει σε έναν κόσμο χωρίς στερεότυπα, μας αρέσει πάρα πολύ. Μας απελευθερώνει και μας γλυκαίνει τον πόνο. Η Δημητρούλα έτσι όπως έστησε τους Απαράδεκτους αυτό που προέκυψε έσπαγε πολλά στερεότυπα. Από το να μιλάς στο φίλο σου όπως γουστάρεις και να του λες «γιατί ρε δεν μου έφερες δώρο στη γιορτή μου;» μέχρι το ότι ο ένας από την παρέα ήταν γκέι και επειδή πονούσε λόγω αυτού κάποια κανάλια το είχαν φοβηθεί πολύ κι έλεγαν όχι παιδιά αν έχει γκέι δεν θέλουμε. Ήταν άλλες εποχές.
Δεν ήθελαν να πάρουν τη σειρά;
Ναι. Φοβούνταν λόγω του χαρακτήρα.
Πάντως δεν παρουσίασε έναν γκέι στερεοτυπικά, όπως είδαμε να γίνεται αργότερα σε άλλες σειρές.
Κυρίως άρεσε επειδή αποτυπώθηκε ακομπλεξάριστα. Υπήρχε σαν ίσος προς ίσο, σαν να μην τρέχει τίποτα. Εμείς είχαμε τον Γιάννη σαν κολλητό μας φίλο. Δεν μας ενδιέφερε τίποτα άλλο. Μία απόλυτη αποδοχή χωρίς επιχειρηματολογίες, κινηματικά και κινηματιστικά εκ μέρους του Γιάννη. Η απόλυτη αποδοχή. Πουθενά δεν υπήρχε ούτε σαν νύξη ότι και καλά εμείς είμαστε οι καλοί που τον δεχόμαστε. Ήταν φίλος μας, τέλος.
Πάντως ακόμα και σήμερα δεν έχει σπάσει η ομοφοβία και οι διακρίσεις.
Όχι, θα πάρει χρόνια νομίζω. Είναι μία κοινωνία που είναι μαθημένη και γαλουχημένη πολλές εκατονταετίες έτσι. Και σιγά-σιγά αυτό το πράγμα πρέπει για να κατακτηθεί να φύγουν πέντε γενιές και να έρθουν οι επόμενοι που θα τα βρουν έτσι. Δηλαδή το παιδί που θα γεννηθεί μετά από 20 χρόνια θα τα βρει τα πράγματα έτσι και θα το θεωρεί κάτι φυσιολογικό.
Τότε είχαμε αυτό που λέτε με τις αντιδράσεις για έναν τηλεοπτικό χαρακτήρα, σήμερα μιλάμε ακόμα για τον γάμο και την τεκνοθεσία. Δεν πιστεύετε ότι καλώς ανοίγουν αυτές οι συζητήσεις;
Οι συζητήσεις καλώς ανοίγουν γιατί πάντα κάτι καλό θα βγει. Απλώς για να έχουμε άμεσα αποτελέσματα είναι η δύναμη της αδράνειας όταν οι κοινωνίες είχαν συνηθίσει αλλιώς και πας να μετακινήσεις αυτόν τον βράχο, πέφτεις σε τρομερή αδράνεια.
Οι κοινωνίες πάντως είναι πιο μπροστά από την πολιτική βούληση.
Εγώ δεν θα πάω εκεί. Θα μείνω στις κοινωνίες γιατί ο ρατσισμός από εκεί προέρχεται. Από τις κοινωνίες. Υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Το έχουμε ζήσει από τους επαναπατρισθέντες Έλληνες. Μεγάλωσα στην Κοκκινιά που είχε πολλούς πρόσφυγες, γιους προσφύγων ή εγγονούς προσφύγων και έλεγαν «τζιέρι μου» και τον έλεγαν τουρκόσπορο, οι ίδιοι οι άνθρωποί του, της διπλανής πόρτας.
Με τον COVID πώς τα βλέπετε τα πράγματα; Συνδεθήκατε στην αρχή της πανδημίας και μέσω του σποτ για το «Μένουμε Σπίτι». Πώς είδατε μετά να εξελίσσεται η κατάσταση και πώς να τη διαχειρίζονται και με όλα τα μέτρα σε σχέση με τον πολιτισμό και τα θέατρα;
Ήταν ένα καινούργιο πράγμα. Εμένα μου αρέσει να βλέπω πάντα τη μεγάλη εικόνα. Έχουμε καμία φορά οι άνθρωποι εύκολο το ανάθεμα. Κάπου να τα ρίξουμε. Να λέμε ότι αυτός φταίει και νομίζουμε ότι καθαρίσαμε. Ήταν ένα πρωτόγνωρο πράγμα, κανείς στην οικουμένη δεν το ήξερε και προσπαθήσαμε να το αντιμετωπίσουμε και με αστοχίες, με λάθη. Τελικά όμως έγιναν βήματα, νομίζω σώθηκε και θα σωθεί πολύς κόσμος χάρη στα βήματα που έγιναν. Η επιστήμη ήταν δίπλα. Το κέρδος ασφαλώς καραδοκούσε και καραδοκεί και πάντα θα είναι εκεί. Μην περιμένει κανείς στην κοινωνία που ζούμε με τον καπιταλισμό να έχει επικαλύψει τα πάντα να λένε ελάτε να σώσουμε ανθρώπους και άσε το κέρδος στην άκρη. Αλλά είναι μέρος του παιχνιδιού κι αυτό.
Θεωρείτε ότι συγκεκριμένα με τη διαχείριση στον πολιτισμό, ήταν επαρκής η στήριξη που δόθηκε;
Όχι δεν ήταν επαρκής. Και πολύ περισσότερο πιστεύω εγώ πόνεσαν, επλήγησαν κυρίως οι μουσικοί, ακόμη περισσότερο κι από εμάς. Φυσικά και ο κλάδος ο δικός μας και γενικά οι καλλιτέχνες που είχαν να κάνουν με κόσμο και έκλεισαν, επλήγησαν, αλλά όταν λέω οι μουσικοί, δεν εννοώ οι τραγουδιστές. Φυσικά και οι τραγουδιστές επλήγησαν πολύ. Πες κάποιοι λίγοι τραγουδιστές είχαν βγάλει κάποια χρήματα και μπορούσαν να ανταπεξέλθουν. Το σίγουρο είναι ότι κανένας από τους μουσικούς δεν είχε κάποια χρήματα. Ξέρουμε τα μεροκάματα των μουσικών και σπουδαίων μουσικών, που είναι δυο-τρεις φορές την εβδομάδα και λέω και πολλά. Κι επειδή δεν είχαν όλα αυτά με τα ένσημα να αποδείξουν, ξέρετε ήταν δυσεπίλυτο το σταυρόλεξο. Γιατί αν από την άλλη είχα παίξει μπουζούκι δύο φορές σε ένα μαγαζί με την παρέα μου δεν μπορούσα να τους πω δώστε μου επίδομα. Ήταν λίγο γκρίζο όλο αυτό. Και επλήγη πάρα πολύ ο κλάδος των μουσικών. Κι εμάς ο κλάδος μου σε μεγάλο βαθμό, αλλά με εμάς κάτι έγινε. Να μου πεις, 500; 500. Μπορείς να πάρεις γάλα στο παιδί σου. Εμείς ξέρουμε για μουσικούς που έλεγαν «ρε παιδιά, τρία ευρώ» για γάλα για το παιδί τους. Ήταν πολύ δύσκολα.
Η μουσική ακόμα ανοίγει, κλείνει και υπάρχει ανασφάλεια. Όσο συνέβαιναν όλα αυτά κι επειδή σας ασκήθηκε μία κριτική για το σποτάκι, σκεφτήκατε ότι ίσως τελικά να μην είχατε εμπλακεί στο κομμάτι της καμπάνιας;
Όχι, ποτέ δεν το σκέφτηκα αυτό. Για ποιο λόγο το σκεφτώ; Κριτικές καλά κάνουν και υπάρχουν, και ο καθένας έχει συνήθως τους λόγους του που κάνει μία κριτική. Δεν θεωρώ ότι είναι αντικειμενικές οι κριτικές που συνήθως βγαίνουν στο διαδίκτυο. Ο καθένας έχει έναν λόγο ή θέλει να κάνει τον έξυπνο, ότι κάτι ξέρει παραπάνω από τους άλλους.
Θέλω να ξεκαθαρίσουμε κάτι: ότι είναι αρχή μου αταλάντευτη οτιδήποτε έχω κάνει σε σχέση με κρατικό πράγμα, δεν έχω πληρωθεί ποτέ και δεν θέλω. Δεν θέλω να πει κάποιος ότι πήρα μία δραχμή από το Δημόσιο. Όταν μου το είπαν, τους είπα ρε παιδιά εγώ δεν μπορώ να πάρω αυτό το βάρος να κλείσω τον κόσμο μέσα. Εκτός αν μου εξηγήσετε. Έστειλαν κάποιους ανθρώπους που είναι επιδημιολόγοι, γιατροί, μου εξήγησαν ενδελεχώς και είπα ναι θα το κάνω. Και πιστεύω ότι βεβαίως έπρεπε να γίνει και αποδείχτηκε ότι έπρεπε να γίνει. Μάλιστα με πήραν από τη Le Monde και τους έδωσα μία συνέντευξη ως παράδειγμα του πόσο διεισδυτικός μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που δεν είναι πολιτικός. Και πώς οι πολιτικοί μπορεί να χρησιμοποιήσουν έναν άνθρωπο για την διεισδυτικότητά του στην κοινωνία. Επειδή εμένα γενικώς με εμπιστεύονται οι άνθρωποι.
*Το «Sexy Laundry» της Michele Riml με τον Σπύρο Παπαδόπουλο και τη Δάφνη Λαμπρόγιαννη παίζεται στο Θέατρο Κάππα, Κυψέλης 2. Περισσότερες πληροφορίες, εδώ.
Περισσότερα από το VICE
Ο Night Grind Θέλει να Αναγνωρίζεται Περισσότερο η Δουλειά των Παραγωγών