Κείμενο: Κώστας Κουκουμάκας, Γιάννης Παναγιωτόπουλος
Σημαντική υποχώρηση στον πίνακα κατάταξης με τα καλύτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα στον κόσμο, κατέγραψαν για το 2016 πέντε από τα έξι ελληνικά πανεπιστήμια, ενώ το έκτο παρέμεινε στα ίδια χαμηλά επίπεδα με την προηγούμενη χρονιά. Κάπως καλύτερες ήταν οι επιδόσεις ορισμένων ελληνικών ιδρυμάτων μόνο στην επιμέρους κατηγορία που αφορά το ερευνητικό τους έργο. Τι ακριβώς φταίει όμως, για τη συνολικά απογοητευτική εικόνα; Μιλώντας στο VICE ο πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Περικλής Μήτκας, και ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Οδυσσεάς Ζώρας, επισημαίνουν τη μείωση της χρηματοδότησης των ελληνικών ΑΕΙ, που φθάνει ως και στο 75% τα τελευταία επτά χρόνια, κι επίσης τον αριθμό των καθηγητών, οι οποίοι συνταξιοδοτούνται και δεν αναπληρώνονται. Αναζητώντας τα αίτια της κακής επίδοσης, οι Έλληνες ακαδημαϊκοί σχολιάζουν και την αδυναμία των ελληνικών πανεπιστημίων να προσελκύσουν νέους ερευνητές από το εξωτερικό.
Videos by VICE
Την κατάταξη των καλύτερων πανεπιστημίων διεθνώς συντάσσει τα τελευταία δώδεκα χρόνια η δεξαμενή σκέψης για την ανώτατη εκπαίδευση Quacquarelli Symonds (QS)· στη φετινή 13η έκδοση του πίνακα κατάταξης της QS, την πρώτη θέση καταλαμβάνει για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά το Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μασαχουσέτης (ΜΙΤ). Στον ίδιο πίνακα περιλαμβάνονται έξι ελληνικά πανεπιστήμια, όμως τα πέντε από αυτά φιγουράρουν σε χαμηλότερη θέση συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά.
Πιο ειδικά, στη γενική κατάταξη της QS το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο παραμένει το ελληνικό πανεπιστήμιο που βρίσκεται ψηλότερα στη σχετική λίστα, ανάμεσα στα 400 καλύτερα ιδρύματα παγκοσμίως. Ωστόσο, σημειώνει πτώση 19 θέσεων (από τη θέση 376 το 2015, στη θέση 395 το 2016). Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης σημείωσε μικρή πτώση (από τη θέση 461-470 το 2015, στη θέση 491-500 το 2016), ενώ μεγαλύτερη πτώση σημειώνει το Πανεπιστήμιο Κρήτης (από τη θέση 501-550 το 2015, στη θέση 651-700 το 2016).
Επίσης, κατά 50 θέσεις στον πίνακα, υποχώρησαν το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Πατρών (και τα δύο, έπεσαν από τη θέση 601-650 το 2015, στη θέση 651-700 το 2016). Τέλος, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών έμεινε σταθερό στη θέση 701+.
Στην ειδική κατηγορία των «ερευνητικών ιδρυμάτων», το Πανεπιστήμιο της Κρήτης δεν συγκαταλέγεται πλέον στις 200 κορυφαίες θέσεις, ούτε το Μετσόβιο στις κορυφαίες 250 θέσεις, καθώς υπήρξε σημαντική μείωση στον δείκτη παραπομπών ανά πανεπιστημιακό τομέα, παράμετρος που χρησιμοποιείται ως ένδειξη για τη διεθνή επίδραση της έρευνας ενός ιδρύματος. Αντίθετα, η Ελλάδα έχει και φέτος τρεις εκπροσώπους στη λίστα των 300 πρώτων «ερευνητικών ιδρυμάτων» – το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πανεπιστήμιο Κρήτης και το Πανεπιστήμιο Πατρών.
Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece
Ποιοι είναι, όμως, οι λόγοι της κακής εικόνας των ελληνικών πανεπιστημίων σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια; Σύμφωνα με την QS, η πτώση των επιδόσεων οφείλεται στην αδυναμία των ελληνικών ιδρυμάτων να προσεγγίσουν νέους ερευνητές από το εξωτερικό. «Η διασφάλιση ότι ταλαντούχοι ερευνητές έχουν κίνητρα να συμμετάσχουν στο ελληνικό σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης είναι υψίστης σημασίας, αν τα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα θέλουν να παραμείνουν ανταγωνιστικά στον τομέα της έρευνας», σημειώνει ο Μπεν Σόουτερ, επικεφαλής της έρευνας.
Ο πρύτανης του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, Περικλής Μήτκας, το πρώτο πράγμα που ανέφερε ήταν η υπο-χρηματοδότηση των ελληνικών ιδρυμάτων. «Ο προϋπολογισμός του Αριστοτέλειου έχει μειωθεί κατά 75% από το 2009 έως σήμερα. Επιπλέον, τα τελευταία επτά χρόνια όσοι καθηγητές συνταξιοδοτήθηκαν, περίπου 700, δεν αναπληρώθηκαν. Ο αριθμός των καθηγητών έχει μειωθεί από τους 2.500 στους 1.800, τη στιγμή που ο αριθμός των φοιτητών παραμένει ίδιος ή αυξάνεται ελαφρώς. Αυτό έχεις ως αποτέλεσμα να μεγαλώνει η αναλογία καθηγητών-φοιτητών, που είναι ένα από τα κριτήρια της κατάταξης στον διεθνή πίνακα με τα καλύτερα ιδρύματα στον κόσμο», σημείωσε ο κ. Μήτκας. Αναφορικά με την προσέλκυση ξένων φοιτητών και καθηγητών, ο πρύτανης του ΑΠΘ ανέφερε ότι η αλλαγή της νομοθεσίας, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια, είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή σε όσα ίσχυαν πριν 40 χρόνια. «Θα έπρεπε να υπήρχαν προγράμματα στα Αγγλικά, το πανεπιστήμιο να ήταν πιο αυτόνομο και ευέλικτο. Το ΑΠΘ έχει σταθερή συνεργασία με 150 ιδρύματα σε όλο τον κόσμο. Παραμένει επίσης το πιο “διεθνές” ελληνικό πανεπιστήμιο, καθώς δέχεται τον μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών Erasmus κάθε χρόνο. Όμως, εκ των πραγμάτων, λόγω μειωμένου προϋπολογισμού δεν μπορεί να καλέσει και να καλύψει τα έξοδα ξένων καθηγητών και ερευνητών», δήλωσε ο κ. Μήτκας. Ενώ προσέθεσε: «Φαίνεται ότι δεν υπάρχει καμία διάθεση να συντηρήσουμε την αριστεία. Η Ελλάδα είναι δυστυχώς η μόνη χώρα στον κόσμο, η οποία βρίσκεται σε οικονομική κρίση και αντί να επενδύσει στην Παιδεία, κάνει απο-επένδυση στην εκπαίδευση. Δεν πρέπει να υπάρχει άλλη τέτοια περίπτωση».
Σημειώνεται ότι το επίπεδο των δαπανών στην Ελλάδα για έρευνα και ανάπτυξη είναι χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (1,24% του ελληνικού ΑΕΠ σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο 2,03%). Αυτό, σημειώνουν οι ερευνητές του QS, στερεί από τα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν τους απαραίτητους πόρους έτσι ώστε να προσελκύσουν διεθνείς ερευνητές και να διεξάγουν σημαντικές έρευνες.
Σε γραπτή δήλωσή του προς το VICE, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Οδυσσέας Ζώρας, σημειώνει: «Η πτώση στην κατάταξη μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στη φτωχή απόδοση του Πανεπιστημίου μας σε δείκτες που η QS δίνει μεγάλη βαρύτητα (50% του συνόλου) και πιο συγκεκριμένα, σε έρευνες που αφορούν τη “φήμη” του Πανεπιστημίου σε εργοδότες και άλλους ακαδημαϊκούς. Η χαμηλή απόδοση του Πανεπιστημίου σε αυτούς τους δείκτες μπορεί να αντανακλά την παρατεταμένη ύφεση της οικονομίας με σοβαρές επιπτώσεις και στα Πανεπιστήμια. Παράλληλα, η συμμετοχή ενός όλο και μεγαλύτερου αριθμού καλά χρηματοδοτούμενων Πανεπιστημίων, κυρίως από τη Νοτιοανατολική Ασία, στους οργανισμούς διεθνών κατατάξεων, φέρνει ανακατατάξεις στις θέσεις που καταλαμβάνουν τα ευρωπαϊκά ιδρύματα».
Ο κ. Ζώρας, ωστόσο, τονίζει: «Σε αυτές τις συνθήκες συμμετοχής είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, στον δείκτη που αφορά την απόδοση και την απήχηση της έρευνας, το Πανεπιστήμιο Κρήτης κατατάσσεται στην 270ή σειρά, επιβεβαιώνοντας τη σημαντική του θέση στη διεθνή έρευνα. Ο δείκτης αυτός στηρίζεται στη βιβλιογραφική βάση δεδομένων SCOPUS όπου το Πανεπιστήμιο Κρήτης κρατάει σταθερά τη θέση του με 38,1 αναφορές ανά διδάσκοντα (για 4.980 δημοσιεύσεις την περίοδο 2011-15). Ενδεικτικά, για την προηγούμενη περίοδο (2007-11), η SCOPUSκαταγράφει 33,1 αναφορές/διδάσκονται για 4.553 δημοσιεύσεις».
«Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι η προσέγγιση της QS, ανά επιστημονική περιοχή, κατατάσσει την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου μας για το 2016-17 στη 251η-300ή σειρά. Το Πανεπιστήμιο Κρήτης συγχαίρει τους ερευνητές του για τη συνεχή και επίμονη αφοσίωσή τους στην υψηλού επιπέδου έρευνα, παρά τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες μέσα στις οποίες εργάζονται και παράγουν» καταλήγει ο πρύτανης.
Για την ιστορία, στον πίνακα κατάταξης της QS για το 2016, τις τρεις πρώτες θέσεις, για πρώτη φορά από το 2004, καταλαμβάνουν αμερικανικά ιδρύματα (MIT, Stanford, Harvard). Ακολουθεί στην τέταρτη θέση το βρετανικό Cambridge, στην πέμπτη το αμερικανικό Caltech της Καλιφόρνια και στην έκτη το βρετανικό Oxford. Σε επίπεδο χωρών, η Ρωσία, η Κίνα, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία απολαμβάνουν αξιοσημείωτη άνοδο ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Ιταλία χάνουν έδαφος.
Περισσότερα από το VICE
Ο «Καραγκιόζης» στις Φυλακές Κορυδαλλού
Όταν Επιτέλους Ρίχνεις στο Κρεβάτι τη Μακροχρόνια Καψούρα σου
Έξι Πράγματα που Πρέπει να Ξέρετε για το iPhone 7 και iPhone 7 Plus