Διασκέδαση

Ένας Αποχαιρετισμός στο «ΠΑΡΑξΕΝΟ» της Οδού Σεράφη

ΠΑΡΑΞΕΝΟ
Kοινοποίηση

Δεν μου έχουν προσφέρει ξανά κόλλυβα σε μπαρ, ούτε έχω ξαναφάει αυτό το μακάβριο έδεσμα ενώ ξεκαρδίζομαι στα γέλια. Αυτό και άλλα πολλά συνέβησαν την τελευταία νύχτα στο ΠΑΡΑξΕΝΟ, το αγαπημένο local στέκι στον Άγιο Νικόλαο, δίπλα στις γραμμές του ηλεκτρικού. Όποιος ξέρει, ξέρει.

Αυτό το μαγαζί, με τον εντελώς δικό του χαρακτήρα, προσέφερε στους θαμώνες του, αλλά και σε εμάς που βρεθήκαμε εκεί από τύχη το τελευταίο βράδυ του, μια αξέχαστη αποχαιρετιστήρια εμπειρία, τόσο ιδιαίτερη όσο και το ίδιο. Ήταν προσκύνημα και ολονυχτία μαζί.

Videos by VICE

Τι παράξενο να περνάς την πόρτα ενός μαγαζιού για πρώτη φορά την Πέμπτη και να ξέρεις ότι το Σάββατο θα κλείσει οριστικά; Ο Νίκος που ποτέ δεν γιορτάζει τα γενέθλιά του, τα γιόρτασε την τελευταία Πέμπτη που θα ζούσε «το συνηθισμένο καταγώγιο», όπως λέει ο Χρήστος, ιδιοκτήτης και ψυχή του ΠΑΡΑξΕΝΟΥ.

Για χρόνια, το μαγαζί λειτουργούσε τα πρωινά από τους γονείς του Χρήστου, ως παραδοσιακό καφενείο με τσίπουρα και μεζέδες και από τις επτά το απόγευμα μεταμορφωνόταν σε μπαράκι που έπαιζε μέταλ, ροκ και μπλουζ. Ο αναγνωρίσιμος χαρακτήρας με τον οποίο έριξε αυλαία, χτίστηκε σταδιακά.

«Καλά, στο καφενείο πας; Και δεν μου το έλεγες τόση ώρα; Ήξερα να σε φέρω», μου είπε ο οδηγός ταξί που αναγκάστηκε να βάλει GPS για να βρει την οδό Σεράφη 4-6. Το μπαρ το αγάπησα αμέσως, για τον τρόπο που έβλεπα να το αγαπάνε οι θαμώνες του – αναμέσά τους και οι φίλοι μου, που μου το σύστησαν λίγο αργά.

IMG_20220415_030145.jpg
H ΦΩΤΟΓΡΑΦΙA ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΣ ΠΑΝΤΑΖΗ.

Φτάνω στη Σεράφη, δεν υπάρχει ταμπέλα που να υποδεικνύει ότι εδώ είναι το ΠΑΡΑξΕΝΟ. Ανοίγω τη βαριά πόρτα και βλέπω ένα στενόμακρο χώρο, υποβλητικά φωτισμένο, γεμάτο κόσμο με μπίρες στα χέρια. Στους τοίχους αφίσες Iron Maiden, Rolling Stones, Black Sabbath, Αγγελάκα, Ανεστόπουλου και εκατοντάδων άλλων, φωτογραφίες, σημειώματα καλλιτεχνών, εξώφυλλα δίσκων, χάρτες, ηλεκτρικές κιθάρες, ταμπέλες που σου λένε “don’t stop drinking” και κάθε λογής παράξενα αντικείμενα.

Παρένθεση: Μετά το οριστικό κλείσιμο του μαγαζιού, πήρα μαζί μου ένα απόκομμα παμπάλαιας εφημερίδα που έγραφε «Ηλίθιοι ή εγκληματίαι όσοι χορεύουν Ροκ ‘ν’ Ρολ;». Είναι λες και άνοιξα την πόρτα σε ένα ροκ cabin of curiosities.

Φεύγοντας τα ξημερώματα της Πέμπτης, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα ξανάρθω για την τελευταία νύχτα κι ας μην ήταν «το δικό μου» μαγαζί.

Μεσάνυχτα Σαββάτου. Οι «Παράξενοι» είναι έτοιμοι να αποχαιρετίσουν το στέκι τους. Έξω απ’ το μπαρ, πάρα πολύς κόσμος συγκεντρωμένος με ένα ποτό στο χέρι. Μέσα τα πράγματα είναι ακόμη «χειρότερα» – το μαγαζί είναι ασφυκτικά γεμάτο.

«Έχεις ξαναδεί τόσο κόσμο στο ΠΑΡΑξΕΝΟ;», συζητάνε μεταξύ τους οι φίλοι μου που μένουν στη γειτονιά, έναν-δύο δρόμους πιο πέρα και νιώθουν το μπαρ προέκταση του σπιτιού τους, την τελευταία δεκαετία. Τη νύχτα αυτή, δεν ήρθαν μόνο οι locals, στους οποίους κυρίως στηριζόταν το μπαρ.

Από εξωτερικός παρατηρητής και μάρτυρας την τελευταία νύχτα στο στέκι των άλλων, μπαίνω γρήγορα στην πανηγυρική ατμόσφαιρα μιας γιορτής, καταδικασμένης να τελειώσει μελαγχολικά. Κι αν κάποιοι έθαψαν τη θλίψη τους κάτω από λίτρα αλκοόλ, σίγουρα θα τους βρει την επόμενη φορά που θα θελήσουν να πάνε και το ΠΑΡΑξΕΝΟ πια δεν θα υπάρχει.

IMG_20220417_042935.jpg
H ΦΩΤΟΓΡΑΦΙA ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΣ ΠΑΝΤΑΖΗ

Μπίρες κι άλλες μπίρες, γέλια, φιλιά, συζητήσεις με ποτά στο χέρι για το πώς μπορούμε να κρατήσουμε το ΠΑΡΑξΕΝΟ ζωντανό. Το μαγαζί πωλείται πολύ φθηνά για αυτό που είναι και είμαι σίγουρη ότι σε πολλές παρέες, κάποιος έριξε την ιδέα που ακούστηκε στη δική μου: να μαζευτούμε τρία-τέσσερα άτομα να το αγοράσουμε και να το δουλεύουμε εμείς, μόνο και μόνο για να μείνει ανοιχτό. Καταγώγιο και καταφύγιο μαζί, για όποιον το χρειάζεται.

«Να μην πεθάνει το ΠΑΡΑξΕΝΟ κι ας καταστραφούμε οικονομικά», η επωδός και μετά βροντερά γέλια, όπως κάθε φορά που κάνεις ένα υπέροχο όνειρο, γνωρίζοντας ότι δεν θα πραγματοποιηθεί, αλλά γελάς με την αφέλειά σου και με το πώς έχουν έρθει, ρε γαμώτο, τα πράγματα.

IMG_20220415_030130.jpg
H ΦΩΤΟΓΡΑΦΙA ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΣ ΠΑΝΤΑΖΗ.

Εν τω μεταξύ, ο Χρήστος να περνάει από τραπέζι σε τραπέζι, να τους κερνάει όλους σφηνάκια, να γελάει και να κάνει μακάβρια αστεία για τον θάνατο ενός μπαρ. «Θα ήταν όλα πολύ χειρότερα αν βλέπαμε τον Χρήστο στεναχωρημένο», μου λένε οι φίλοι μου.

«Τουλάχιστον είναι καλά. Κουράστηκε από τη νύχτα, το μαγαζί πέρασε πολύ δύσκολα με τον Covid και θέλει να κάνει κάτι άλλο. Δουλεύει σε μια ζυθοποιία και σύντομα θα βγάλει τη δική του μπύρα, ονόματι «Παράξενη», με την κασέτα, σήμα-κατατεθέν του μαγαζιού, στο μπουκάλι. Ένα ολοκαίνουριο κεφάλαιο για εκείνον. Ευτυχώς. Καταλαβαίνω ότι οι θαμώνες δεν θα άντεχαν να τον βλέπουν στενοχωρημένο. Φτάνει που χάνουν το στέκι τους.

4.30 π.μ. Η μουσική ξαφνικά διακόπτεται στη μέση ενός κομματιού που δεν μπορώ με τίποτα να θυμηθώ ποιο ήταν. Σβήνουν τα φώτα. Όλοι σταματάνε να μιλάνε. Κοιτάζονται. Αυτό είναι το τέλος. Μετά από μερικά βασανιστικά δευτερόλεπτα, η μουσική ξαναμπαίνει και ακούγεται ένα σχεδόν πανηγυρικό βουητό απ’ άκρη σ’ άκρη του μαγαζιού. Κατά μια σατανική σύμπτωση, την τελευταία νύχτα του ΠΑΡΑξΕΝΟΥ έγιναν τρεις-τέσσερις στιγμιαίες διακοπές ρεύματος. Αυτή ήταν η πρώτη και πιο τρομακτική.

Ξημέρωσε. Το καταλάβαμε μόνο επειδή άνοιξε η πόρτα, όταν μια πολύ μικρή μειοψηφία των πελατών ήπιε μια τελευταία παράξενη μπίρα κι εγκατέλειψε. Είχαμε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Τελικά, ούτε εμείς είδαμε το ΠΑΡΑξΕΝΟ να κλείνει. Φύγαμε εννέα το πρωί, αφήνοντας όσους άντεχαν ακόμα, να πίνουν όλο και πιο ήσυχοι, όσο πλησίαζε η ώρα, καθισμένοι στη μπάρα.

Έτσι κι αλλιώς, κανένας τρόπος δεν είναι αρκετά καλό για να αποχαιρετήσεις το στέκι σου ή το στέκι των φίλων σου. Για την ιστορία, το μπαρ της Σεράφη έκλεισε τις πόρτες του οριστικά, στις 10.30 το πρωί της Κυριακής, με τον σκληρό πυρήνα των ανθρώπων του να πίνουν ακόμα σφηνάκια fireball, το χαρακτηριστικό ποτό του μαγαζιού με ουίσκι και κανέλλα.

«Πώς είναι οι πρώτες μέρες χωρίς το ΠΑΡΑξΕΝΟ;», ρώτησα τον Νίκο. «Να σου πω την αλήθεια, το έζησα σαν βαρύ χωρισμό. Είχα ένα κενό κι ένιωθα λες κι έφυγε ένα μεγάλο κομμάτι της νεότητάς μου. Κι άλλοι θαμώνες με τους οποίους μίλησα είχαν το ίδιο συναίσθημα».

Το μόνιμο αστείο εκείνο το Σάββατο ήταν ότι το ΠΑΡΑξΕΝΟ δεν θα κλείσει ποτέ, επειδή το τελευταίο βράδυ θα κρατήσει για πάντα, μια νύχτα της μαρμότας που όλοι θα χαίρονταν να ζουν ξανά και ξανά. Πάντως, έκλεισε ένα ακόμα μαγαζί στην Αθήνα που οι άνθρωποί του το χρειάζονταν.

Περισσότερα από το VICE

Ο/η/το Sam Albatros Θεωρεί Σχεδόν Προσβλητικό τον Όρο «Διαφορετικότητα»

Φωτογραφίες Club Kids των 90’s, από την Ξεχασμένη Rave Σκηνή

Την Αστρολογία μου Μέσα

Ακολουθήστε το VICE σε FacebookInstagram και Twitter.