To 1990, οι 16χρονοι έφηβοι της χώρας προκειμένου να δείξουν έμπρακτα την αντίθεσή τους στο Πολυνομοσχέδιο του υπουργού Παιδείας Βασίλη Κοντογιαννόπουλου, κατέλαβαν τα σχολικά κτήρια της χώρας για διάστημα περίπου τριών μηνών. Ένα αναχρονιστικό πολυνομοσχέδιο, που τελικά δεν πέρασε ποτέ και έμελλε να γίνει η θρυαλλίδα των εντονότερων μαθητικών συγκρούσεων που κατέγραψε η σύγχρονη ελληνική ιστορία. «Οι μαθητές τότε τα πήραν όλα», λέει ο Δημήτρης Σκλαβενίτης, συγγραφέας ενός βιβλίου με τον τίτλο «Κάτσε Καλά Γεράσιμε».
Πρόκειται για μια διδακτορική διατριβή που μετοίκησε από τις πανεπιστημιακές αίθουσες στα ράφια των βιβλιοπωλείων και ήρθε να καλύψει το κενό της ιστοριογραφίας που αφορά τα μαθητικά κινήματα, την ανάπτυξη, την ακμή και την παρακμή τους στην σύγχρονη Ελλάδα. Ο χαρακτηριστικός τίτλος του, «Κάτσε καλά Γεράσιμε», σηματοδοτεί την τελευταία μεγάλη μαθητική κινητοποίηση, όταν και πάλι οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες οδήγησαν τους μαθητές στην κατάληψη των περισσότερων Λυκείων της χώρας.
Videos by VICE
Κάνοντας μια ιστορική έρευνα και αναλύοντας τις συνθήκες εκείνες που μπορούν να κάνουν έναν έφηβο να προχωρήσει πέρα από την αποχή ή το συλλαλητήριο, ο Δημήτρης Σκλαβενίτης μελετά στο βιβλίο του όλες εκείνες τις φορές που οι μαθητές δημιούργησαν κίνημα. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο κύκλος των καταλήψεων άνοιξε το 1974 με την κατάληψη του Πολυτεχνείου και θα λέγαμε πως ολοκληρώθηκε με τις «καταλήψεις του Αρσένη» το 1998-1999. Ωστόσο, οι μαθητικές κινητοποιήσεις που συνήθως αντιμετωπίζονται σαν παρακλάδι άλλων δράσεων -φοιτητικών ή εργατικών- είναι ένα εντελώς ξεχωριστό κομμάτι άξιο μελέτης.
Σήμερα, αν και η Παιδεία υποχρηματοδοτείται και αιμορραγεί ολοένα και περισσότερο, οι καταλήψεις δεν έχουν πια την ίδια δυναμική. Ο κύκλος τους σαν πράξη αντίστασης των μικρών ανθρώπων έκλεισε; Και αν ναι, οδήγησε κάπου;
VICE: Πώς έρχονται οι καταλήψεις στην Ελλάδα;
Δημήτρης Σκλαβενίτης: Πρέπει να δει κάποιος την ιστορικότητα των καταλήψεων στην ελληνική κοινωνία και αυτό προφανώς ξεκινάει από το Πολυτεχνείο. Καταλήψεις δεν έχουμε σε σχολεία, τουλάχιστον την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο 1974-1981 με δεξιές κυβερνήσεις, εθνική ενότητα, Νέα Δημοκρατία και Καραμανλή. Από το 1981 και μετά, αρχίζει να εμφανίζεται η κατάληψη ως μορφή πάλης και ως μορφή αντίδρασης απέναντι στα κοινωνικοπολιτικά πρότυπα. Και αυτό το λέω αναφερόμενος στους αναρχικούς και τις καταλήψεις στέγης που αρχίζουν και εμφανίζονται στην πρωτεύουσα από το 1981 και μετά. Οι αναρχικοί και οι εξωκοινοβουλευτικοί ήταν αυτοί οι οποίοι έφεραν τις καταλήψεις ως μορφή πάλης και στα πανεπιστήμια και με τις καταλήψεις στέγης και αν θες και στα σχολεία στη συνέχεια. Βέβαια μιλάμε για μειοψηφικές ομάδες όπου είχαν στο ρεπερτόριο και την κουλτούρα τους την κατάληψη ως μορφή δράσης. Στην αρχή όλοι οι άλλοι εναντιώνονταν, αλλά από τη στιγμή που έβλεπαν ότι αυτό το πράγμα είχε αποτέλεσμα δεν άργησαν να το υιοθετήσουν. Δειλά-δειλά αλλά το έπραξαν. Αυτό χρονιά με τη χρονιά άρχισε να αφομοιώνεται στην συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας.
Για πολλούς ανθρώπους στην Αριστερά, η κατάληψη του Πολυτεχνείου είχε αγιοποιηθεί.
Τo Πολυτεχνείο ήταν επίσης μια εικόνα νίκης. Οι καταλήψεις στη Νομική και κυρίως στο Πολυτεχνείο οδήγησαν σε νικηφόρο αποτέλεσμα. Έδειξαν ότι μπορούμε να κάνουμε αυτόν που είναι απέναντι να μας ακούσει. Το θέμα βέβαια είναι ότι για πολλούς ανθρώπους στην Αριστερά, η κατάληψη του Πολυτεχνείου είχε αγιοποιηθεί. Επομένως ήταν πολύ διστακτικοί – και μιλάω κυρίως για το φοιτητικό κίνημα. Όταν έπεφτε η πρόταση «Κατάληψη» στο τραπέζι ήταν δύσκολο να την αποδεχτούν και επιπλέον δεν μπορούσαν και την ελέγξουν ποτέ. Αυτό είναι το μόνιμο μοτίβο της άρνησης του ΚΚΕ να προχωρήσει σε καταλήψεις. Ακόμη και αν πολύ αργότερα τις αποδέχτηκε.
Υπάρχει κάτι διαχρονικό στις σχολικές καταλήψεις; Κάποιο πάγιο αίτημα;
Σίγουρα υπάρχουν αιτήματα που είναι σταθερά, παγιοποιημένα. Το 15% του προϋπολογισμού για την Παιδεία ή ο δημόσιος χαρακτήρας της εκπαίδευσης, το να παραμένει σταθερός ή αυξημένος ο αριθμός των εισακτέων στα ΑΕΙ, είναι αιτήματα που συνοδεύουν τους μαθητές. Αλλά όταν μιλάμε για αυτές τις δυο περιόδους, το ’90-’91 και το ’98-’99, είναι άλλα τα αιτήματα και οι λόγοι πίσω από αυτά που οδηγούν τους μαθητές σε αυτές τις διαμαρτυρίες/ κινητοποιήσεις.
Μπορούμε να μιλάμε για μαθητικό κίνημα σε δυο περιόδους. Την περίοδο 1990-91 και την περίοδο 1998-99.
Μιλάμε για μαθητικές διαμαρτυρίες που κάποιες φορές καταλήγουν σε κίνημα και κάποιες άλλες όχι. Το αν πραγματοποιηθεί ένα μαθητικό συλλαλητήριο δεν σημαίνει και ότι υπάρχει μαθητικό κίνημα. Πρέπει να συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις. Με βάση τη θεωρία και τη δική μου έρευνα, μπορούμε να μιλάμε για μαθητικό κίνημα σε δυο περιόδους. Την περίοδο 1990-91 και την περίοδο 1998-99, επί Κοντογιαννόπουλου και επί Αρσένη αντίστοιχα. Ίσως και την περίοδο του ’86, με τις καταλήψεις στα Πολυκλαδικά, αλλά αυτό δεν ήταν τόσο γενικευμένο επειδή αφορούσε ένα συγκεκριμένο τύπο σχολείου. Βέβαια και τότε καταλήφθηκαν στην πλειοψηφία τους σχεδόν τα Πολυκλαδικά της χώρας -22 ήταν- αλλά αυτό δεν επεκτάθηκε και σε άλλους τύπους Λυκείου και κλάδους της εκπαίδευσης. Υπήρχαν κινηματικά χαρακτηριστικά και το ’86. Σε όλες τις άλλες περιόδους έχουμε μαθητικές δράσεις, μαθητικές διαμαρτυρίες, που φτάνουν μέχρι ενός σημείου.
Γιατί το 1990 και το 1999 οι διαμαρτυρίες αυτές κορυφώθηκαν με τέτοιο τρόπο;
To 1990 οι μαθητές πραγματικά τα πήραν όλα. Παραιτήθηκε ο υπουργός, απέσυρε τα διατάγματα τα οποία ήταν πολύ συντηρητικά, αναχρονιστικά και μίλαγαν για ποινολόγια και για ποδιές. Δεν θα έφερνε κυριολεκτικά τις ποδιές πάλι στα σχολεία, απλώς επανέφερε κάποια παλιά διατάγματα τα οποία μιλούσαν για ευπρεπή εμφάνιση. Αυτό που ενόχλησε τότε ήταν ότι είχαν την αίσθηση και οι μαθητές, αλλά και η ελληνική κοινωνία ότι γυρνάμε πίσω. Δηλαδή στα χρόνια προ ΠΑΣΟΚ. Μέχρι τότε είχαν καταργηθεί ένα σωρό κοινωνικά και πολιτικά ταμπού, η κοινωνία είχε γίνει πιο ανοιχτή, οπότε υπήρχε ο φόβος ότι όλα αυτά τα κεκτημένα θα τα πάρουν πίσω και θα γυρίσουμε πάλι σε μια συντηρητική Δεξιά κτλ. Είναι μια περίοδος όπου έχουμε πάρα πολλές απεργίες, ιδιωτικοποιήσεις, εκβιομηχάνιση περιοχών όπως η Πάτρα, προσπάθεια για ιδιωτικοποίηση αστικών συγκοινωνιών. Επομένως, ο αγώνας των μαθητών ήταν μέρος ενός ευρύτερου συγκρουσιακού κύκλου στην ελληνική κοινωνία, δεν μπορούμε να τον δούμε απομονωμένα. Ήταν μια εντελώς διαφορετική πολιτική από αυτή που είχε η χώρα επί ΠΑΣΟΚ για οκτώ χρόνια, ήταν νεοφιλελεύθερη και αντιλαϊκή. Η ελληνική κοινωνία, παρότι είχε ψηφίσει τον Μητσοτάκη με μια ευρεία πλειοψηφία, τελικά φάνηκε ότι δεν ήταν έτοιμη να την αποδεχτεί.
Μετά το ’91 γίνονται συνεχώς καταλήψεις, χωρίς φυσικά να υπάρχουν πάντα τα αιτήματα ή οι λόγοι ώστε να πάρουν μεγάλη διάσταση. Ώσπου έρχεται η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Αρσένη το ’97. Εκεί ουσιαστικά έχουμε μια επανάληψη σε μαζικότητα και σε ένταση των καταλήψεων της περιόδου ’90-’91. Με άλλα αιτήματα και άλλους λόγους. Επειδή αυτό το έζησα κιόλας, είχε να κάνει πολύ περισσότερο με τη σχολική καθημερινότητα. Άλλαζε εντελώς τον τρόπο ζωής μας στα σχολεία, με αύξηση των μαθημάτων στις εξετάσεις, με πανελλαδικές στη Β’ και στη Γ’ Λυκείου, και κυρίως φαινόταν ότι πηγαίνει να αλλάξει ένα από αυτά που θεωρούνται κεκτημένα από την Μεταπολίτευση και μετά: Τον αριθμό των εισακτέων στο Πανεπιστήμιο σε σχέση με τον αριθμό των εισακτέων στα ΤΕΙ. Ήθελε να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην τεχνική εκπαίδευση και όχι στη γενική, στρέφοντας περισσότερους μαθητές προς την πρώτη. Αυτό θα ανέτρεπε την κυρίαρχη αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας, που θεωρούσε ότι για να ανελιχθούν τα παιδιά της πρέπει να πάνε στο Πανεπιστήμιο. Αλλιώς δεν υπάρχει κοινωνική εξέλιξη, ούτε καταξίωση.
Η δολοφονία του Τεμπονέρα από τον Πρόεδρο της ΟΝΝΕΔ Πάτρας, Γιάννη Καλαμπόκα, τι ρόλο έπαιξε;
Σαφώς έπαιξε ρόλο. Αυτοί οι άνθρωποι ανήκαν στην ΟΝΝΕΔ, στη Νεολαία της Νέας Δημοκρατίας. Με το που έγινε αυτή η δολοφονία, τα πράγματα ξεκίνησαν να ξεφεύγουν. Βγήκαν μπροστά και κομματικές κόντρες και συνθήματα κατά της Δεξιάς. Παρότι ήταν απ’ την αρχή μια πολιτικοποιημένη διαμαρτυρία, μέχρι τη δολοφονία Τεμπονέρα δεν υπήρχαν συνθήματα κατά της Δεξιάς στους δρόμους της Αθήνας. Μετά πλέον ακουγόταν συνθήματα κατά του Μητσοτάκη, κατά της κακιάς Δεξιάς κτλ. Προφανώς, βλέποντας η Κυβέρνηση ότι δεν μπορεί να αντέξει όλη αυτή την πίεση, αναδιπλώθηκε εντελώς.
Το 1999 οι μαθητές κέρδισαν. Κάθισαν στο ίδιο τραπέζι με τον υπουργό, την εξουσία, ως συνομιλητές και εισακούστηκαν.
Γιατί οι τελευταίες καταλήψεις που συμπεριλαμβάνεις στο βιβλίο είναι εκείνες του 1999;
Ήταν οι τελευταίες καταλήψεις που ήταν τόσο εκτεταμένες και με νικηφόρο αποτέλεσμα. Ίσως δεν ήταν τόσο απτό, αλλά υπήρχε μια συμβολική νίκη εκεί. Δεν είναι ότι πάρθηκε καμιά μεταρρύθμιση πίσω, όπως είχε γίνει το 1990-91, αλλά οι μαθητές κέρδισαν. Κάθισαν στο ίδιο τραπέζι με τον Υπουργό, την εξουσία, ως συνομιλητές και εισακούστηκαν. Αυτό φάνηκε και στα επόμενα χρόνια όπου κομμάτι-κομμάτι οι κυβερνήσεις έπαιρναν την μεταρρύθμιση πίσω. Τελικά γυρίσαμε πάλι στην κατάσταση πριν από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Αρσένη.
Ακόμη και το να κάνεις κοπάνα είναι μια πολιτική πράξη.
Μετά τη δολοφονία του Τεμπονέρα, για παράδειγμα, όταν η κατάσταση βγήκε εκτός ελέγχου, εμφανίστηκε ο Μητσοτάκης στη Βουλή, στην Ολομέλεια και κάνοντας έναν απολογισμό όλων αυτών των μαθητικών κινητοποιήσεων είπε: «Ξέρουμε ότι οι καταλήψεις είναι παράνομη πράξη και έτσι τις αντιμετωπίζουμε, αλλά από τη στιγμή που τις κάνουν οι μαθητές τότε μιλάμε για μια τελείως διαφορετική κατάσταση». Επομένως, μπορείς να καταλάβεις πόσο ισχυρό όπλο ήταν αυτό στα χέρια τους.
Τελικά όλο αυτό οδήγησε κάπου;
Νομίζω το μεγαλύτερο κέρδος είναι οι συλλογικότητες που διαμορφώνονται σε τέτοιες διαμαρτυρίες και στις καταλήψεις. Η πολιτικοποίηση, η κοινωνικοποίηση, η κουβέντα που γίνεται. Διότι, ακόμη και το να κάνεις κοπάνα είναι μια πολιτική πράξη. Ακόμη και το να θέλεις να πας να πιεις έναν καφέ και να πεις μπούρδες με τον συμμαθητή σου ή τη συμμαθήτρια και να ξεθολώσεις ή να βγεις από αυτή την καθημερινή ρουτίνα την οποία έχουμε περάσει όλοι, νομίζω ότι κάτι δείχνει. Σίγουρα διαμορφώνει απόψεις και ερεθίσματα που δεν τα αφήνει να δημιουργηθούν ένα παγιοποιημένο σύστημα εντελώς στείρο. Προφανώς, δεν υπάρχει αγάπη για το σχολείο. Προφανώς, δεν υπάρχει αγάπη για την κοινωνία, πως να υπάρχει και σεβασμός; Αλλά από την άλλη, αυτά κάποιοι τα κληροδότησαν, δεν φύτρωσαν από μόνα τους.
Για να υπάρξει διαμαρτυρία σε όγκο και να έχει κάποια ουσία, κάποια βάση, δεν αρκεί να κάνεις μια ανάρτηση στο Facebook
Σήμερα οι μαθητές ψάχνουν αφορμή για να συγκρουστούν με το σύστημα; Αν τους δινόταν η κατάλληλη αφορμή θα γινόταν ξανά όλο αυτό;
Νομίζω πως και η κοινωνία είναι σε πλήρη σύγχυση. Έχει τελειώσει θεωρώ η τεχνογνωσία που πέρναγε από γενιά σε γενιά με τις καταλήψεις και πρέπει πλέον να βρεθούν άλλοι τρόποι. Δεν ξέρω ποιοι μπορεί να είναι αυτοί, αλλά για να υπάρξει μια τέτοια διαμαρτυρία σε όγκο και να έχει κάποια ουσία, κάποια βάση, δεν αρκεί να κάνεις μια ανάρτηση στο Facebook ή να δικτυωθείς μέσω των social media. Πρέπει να φτιαχτούν συλλογικότητες. Να έρθουν άνθρωποι κοντά και να συζητήσουν, να επικοινωνήσουν, να χαβαλεδιάσουν αν θέλεις. Και αυτό δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή να υπάρχει ούτε καν ως ανάγκη. Καταλήψεις ναι, γίνονται. Και φέτος έγιναν, έγινε και συλλαλητήριο που είχε αρκετό κόσμο στο κέντρο, αλλά δεν υπήρξε συνέχεια. Δεν αρκεί πλέον να κάνεις μια κατάληψη ή απλά να πεις κάποια γενικά αιτήματα.
Οι φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν στο “Κάτσε καλά, Γεράσιμε…”
Περισσότερα από το VICE
Ρωτήσαμε Αθηναίους Φοιτητές για τη Σχέση τους με το Καλοριφέρ
Περάσαμε στον Δρόμο την πιο Κρύα Νύχτα των Τελευταίων 40 Χρόνων