Image via
Η έκρηξη του vintage μετράει αρκετά χρόνια στην Αθήνα, αλλά νομίζω ότι τώρα είναι που η κουλτούρα του έχει αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται ως κάτι που δεν αγγίζει μόνο τις προτιμήσεις μίας ορισμένης κατηγορίας ατόμων, αλλά ως τάση που αφορά τους πάντες, ακόμη κι αν δεν τους αντιπροσωπεύει αισθητικά. Με λίγα λόγια, όλοι ξέρουν πια τι είναι τα vintage ρούχα, άσχετα απ’ το αν έχουν ψωνίσει ποτέ τους έστω και ένα σκοροφαγωμένο κασκόλ που κάπως κάποτε φορέθηκε από μία Ουζμπέκα ιπποκόμο. Εγώ όμως έχω σοβαρές ενστάσεις απέναντι σ’ αυτή την ολοένα διευρυνόμενη αυτοκρατορία (SHOCKER, I KNOW!), οι οποίες στριφογυρίζουν στο μυαλό μου εδώ και πολύ καιρό, αλλά σιγά-σιγά παίρνουν συμπαγή μορφή, επιτρέποντάς μου να τις εκφράσω με λέξεις. Γιατί σε κάθε ενθουσιώδη κοινωνική επιδημία, πρέπει να υπάρχει και κάποιος που θα αντισταθμίσει την υπερβολική διαχυτικότητα των διαφόρων συμπτωμάτων. Εμένα, λοιπόν, σε γενικές γραμμές δεν μου αρέσουν τα vintage ρούχα, και οι λόγοι είναι κυρίως οι ακόλουθοι:
Videos by VICE
– Νιώθω ότι φοράω ρούχα νεκρού. Ότι μπούκαρα στο σπίτι του λίγες στιγμές αφότου αυτός άφησε την τελευταία του πνοή, για να συμμετάσχω σε κάποια σουρεαλιστικά ανίερη εκστρατεία εκκαθάρισης των υπολειμμάτων της απερχόμενης ύπαρξής του. Δεν είναι το ηθικό κομμάτι που με πειράζει – μπορώ άνετα να χοροπηδήσω στον τάφο ενός θανόντα με πλούσια γκαρνταρόμπα. Ναι, είμαι ακριβώς αυτό το αρχίδι. Είναι το μεταφυσικό που με ενοχλεί, η αίσθηση δηλαδή ότι τον κουβαλάω πάνω μου, μαζί με όλο το ψυχικό του φορτίο, που παραμένει πεισματικά κολλημένο στις ίνες του ρούχου.
– Σιχαίνομαι. Ναι, ξέρω ότι τα ρούχα κλιβανίζονται, ότι μάλλον όλοι οι λεκέδες σπέρματος και ιδρώτα έχουν εξαλειφθεί, αλλά δεν μου αρκεί. Και το γεγονός ότι δεν γνωρίζω σε ποιον ανήκε το ρούχο που φοράω, προτού το αποκτήσω, επιτείνει την όλη αίσθηση αηδίας που με καταλαμβάνει. Γιατί, δεν θα πω ψέματα, δεν μου προκαλούν την ίδια αποστροφή τα σωματικά υγρά όλων των ανθρώπων. Θα φόραγα δηλαδή τις κάλτσες του Σάκη Ρουβά, αν μου δινόταν η σχετική ευκαιρία. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για το πουκάμισο του Στηβ Ντούζου. Ελπίζω να με καταλαβαίνετε.
– Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα ρούχα που πωλούνται στα vintage shops της Αθήνας, αποπνέουν μία άφατη μιζέρια. Είναι τριμμένα, ταλαιπωρημένα, βρωμάνε (OK, ξέρω, ναφθαλίνη και τα σχετικά, but still), και μοιάζουν με όλα εκείνα τα παρτάλια που κατά καιρούς κατεβάζει η μαμά μου απ’ το πατάρι εν είδει μνημοσύνου, προκειμένου να με πείσει να τα ξαναφορέσω. Μερικές φορές, όμως, η μοίρα των ρούχων είναι προδιαγεγραμμένη. Κατασκευάζονται-φοριούνται-πετιούνται. Δεν χρειάζεται να ανακυκλώνουμε και το παραμικρό δείγμα ραπτικής – κάποια υφάσματα είναι γραφτό να παρακμάσουν και να καούν στη χωματερή. Ή στην κόλαση. Μου φαίνεται τόσο λυπηρό να τραβάμε απ’ τα μαλλιά το προσδόκιμο της ζωής τους – αξίζουμε όλοι κάτι καλύτερο απ’ αυτό. Πλούσιοι και φτωχοί.
– Τα ρούχα είναι συνήθως στοιβαγμένα ή παραταγμένα εντελώς πρόχειρα, σα να εκλάπησαν μόλις από κάποια πανάρχαιη αποθήκη, για να μεταπωληθούν στον πρώτο τυχόντα που τα ’χει πραγματικά ανάγκη. Μου δίνουν δηλαδή την αίσθηση ότι είναι ελεεινής ποιότητας και αμφίβολης προέλευσης, λες κι έχουν ξεμείνει από κάποιον τηλεμαραθώνιο της Ρούλας Κορομηλά και έλαχε να καταλήξουν μπροστά μου. Είκοσι χρόνια αργότερα. Και δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ δεν έτυχε να συναντήσω ποτέ κάποιο ανεκτίμητο κομμάτι από περασμένη συλλογή της DIOR – αντίθετα, συνήθως πέφτω πάνω σε ξεθωριασμένα πουκάμισα που ίσως φόρεσε ο Γιάννης Μπέζος στους Απαράδεκτους. Μου λείπει κάποιο κίνητρο για να αγοράσω και να αισθανθώ περήφανος για τη σπατάλη μου.
Image via
– Με προβληματίζει κάπως η κουλτούρα του vintage, και, όταν λέω «προβληματίζει», εννοώ ότι την βρίσκω εντελώς επιφανειακή και κίβδηλη. Απλώς το έθεσα κομψά και στην πορεία το μετάνιωσα. Σε ό, τι αφορά τα δεδομένα της Αθήνας, πρόκειται περισσότερο για μία στυλιστική σχολή που εξυπηρετεί πρακτικές συνειδησιακές και βιομηχανικές ανάγκες, παρά για ένα γνήσιο κίνημα που εκφράζει γούστο, ιδεολογία και ιστορική συνείδηση. Λαμβάνει, δηλαδή, χώρα η ίδια υποκριτική ακολουθία που συμβαίνει και στις περισσότερες εκφάνσεις της μόδας. Ο κόσμος που φοράει vintage δεν θέλει να αποτελέσει αγωγό και παράδειγμα κάποιου περασμένου ή κλασικού εικαστικού μοτίβου (το οποίο κατανοεί θεωρητικά και κατέχει κυριολεκτικά), αλλά το κάνει εξ ανάγκης, προκειμένου να ενταχθεί πλασματικά σε μία ορισμένη κοινωνική κλίκα. Όπως οι νεόπλουτοι φοράνε Burberry για να παραστήσουν τους εύπορους γόνους σε όσους ψαρώνουν εύκολα, έτσι και οι random μπατίρηδες με καλλιτεχνικά απωθημένα φοράνε καρό πουκάμισα και γούνες μπας και τους συγκρίνει κανείς με τον Kurt Cobain. Δεν βρίσκω καμία αλήθεια σε όλο αυτό – μου φαίνεται πως όσοι καταφεύγουν σε τέτοια μαγαζιά, προσπαθούν να αναστήσουν κάτι, χωρίς να είναι σίγουροι τι είναι αυτό, αν το θέλουν πραγματικά και αν υπάρχει λόγος γενικότερα.
– Μου τη σπάει κάπως το στυλ εκείνων που εμπορεύονται vintage ρούχα, αλλά και όσων τα αγοράζουν με τόσο καταιγιστικούς ρυθμούς που είναι σαν να τα εμπορεύονται. Για κάποιο λόγο, θεωρούν ότι ανακάλυψαν κάτι συγκλονιστικά ρηξικέλευθο -ας πούμε την αυτόματη οδοντόβουρτσα- και βρίσκουν σκόπιμο να μας πουλήσουν τον ενθουσιασμό τους με μάρκετινγκ του στυλ: «Και συνδυάζουμε το skinny παντελόνι μας, με τι άλλο; Μα φυσικά με μία βίντατζ ζώνη!», «Η Αγνωστούλα Ανεπαγγελτίδου, γνωστή λάτρης του βίντατζ, μας δείχνει τη συλλογή της από τσίγκινα μανικετόκουμπα, που κάθε fashion icon θα ζήλευε!», «Μη χάσετε το βίντατζ μπαζάρ στην Αβραμιώτου που φέτος θα ’χει αφιέρωμα στο μιλιτέρ πριντ και δωρεάν μπουφέ με κρέας γκοτζίλα». ΟΚ, ΠΑΙΔΙΑ, WE GOT IT. Σας αρέσει το βίντατζ. Υπάρχουν, όμως, κι άλλα πράγματα στη ζωή, όπως τα κολιμπρί, οι τυρόπιτες και οι μεγάλοι ωκεανοί. Δεν είναι ανάγκη να κάνετε κομμάτι της ίδιας σας της οντότητας οτιδήποτε έτυχε να σας αρέσει. Ξεπεράστε το.
– Η παραπλανητική τηλεοπτική διαφήμιση. Η πώληση vintage αντικειμένων ξεκίνησε ως hipsterίζον δρώμενο σε μικρά μαγαζιά του κέντρου, αλλά η ώθηση που δόθηκε τελευταία από κάθε δυνατό μέσο της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας (κινηματογράφος, μουσική, τηλεοπτικές σειρές), έδωσε στο αντικείμενο ένα mainstream επίχρισμα, κάνοντάς το ελκυστικό σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Το vintage, λοιπόν, ως καταναλωτικό trend δεν διαδίδεται πια μόνο από στόμα σε στόμα στα hip μπαράκια του κέντρου, αλλά διατυμπανίζεται και από την τηλεόραση (από στόματα, μάλιστα, που ουδεμία σχέση έχουν με τη φιλοσοφία του μεταχειρισμένου και της low budget κατανάλωσης εν γένει). Αν πιστέψουμε τις πληροφοριακές διακηρύξεις των τηλεοπτικών εκπομπών περί vintage, θα συμπεράνουμε ότι στα σχετικά μαγαζιά της Αθήνας μπορούμε να βρούμε πλήθος πολυτελών ειδών τύπου Chanel και Balenciaga σε τιμές ευκαιρίας, πάνω κάτω με τον ίδιο τρόπο που η Carrie εντόπισε εκείνο το vintage rolex που χάρισε στον mr. Big για την επέτειό τους. Κι αυτό είναι εξοργιστικό ψέμα, που υπονομεύει ακόμη περισσότερο την αγορά του vintage, γιατί δημιουργεί παραμυθικές προσδοκίες, καταδικασμένες να απογοητεύσουν και κυρίως να αποπροσανατολίσουν.