Διασκέδαση

H Ταινία High-Rise Κάνει τον Ταξικό Πόλεμο να Δείχνει Σέξι

Kοινοποίηση

Φωτογραφία: LMK

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE US.

Εάν είχαμε βάλει τα Brazil, Lord of the Flies και Snowpiercer σε ένα μπλέντερ, το αποτέλεσμα ίσως έμοιαζε με τη νέα παράξενη και στιλάτη ταινία High-Rise του Ben Wheatley, που κάνει πρεμιέρα στις 20 Απριλίου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Tribeca. Μια διασκευή του High-Rise (1975), του δυστοπικού μυθιστορήματος του J.G. Ballard, που έχει πολώσει κοινό και κριτικούς, με κάποιους να το αποκαλούν«κοινωνικο-σουρεαλιστική ταινία του έτους» και άλλους να το απορρίπτουν ως «μπερδεμένη δουλειά κακής ποιότητας». Η ταινία διαδραματίζεται σε έναν άψογα κατεστραμμένο ουρανοξύστη κατοικιών, που φαίνεται να μαστίζεται από δυσλειτουργικότητα και ανοιχτό πόλεμο μεταξύ των ενοίκων του, οι οποίοι διαχωρίζονται κατακόρυφα από ένα σύστημα καστών που είναι πολύ βρετανικό αλλά και παραπέμπει μοναδικά σε διαφορετικές φυλές.

Videos by VICE

«Θέλαμε να κάνουμε κάτι που δεν θα ήταν απόλυτα αναγνωρίσιμο», μου είπε πέρυσι το φθινόπωρο ο 43χρονος σκηνοθέτης σε ένα απίστευτα κομψό μπαρ ξενοδοχείου στο τμήμα της Παλιάς Πόλης στη Ζυρίχη όπου γυρίστηκε η ταινία. Η εικόνα έχει επιπλέον μια σαρωτική, δυναμική ζωντάνια και σαρδόνιο χιούμορ. Ωστόσο ο θεατής νιώθει σαν να τον χτύπησαν με σφυρί, αναποφάσιστος για το πάνω ή το κάτω, το αριστερά ή το δεξιά, και ταλαντεύεται πριν από την κατάρρευση. «Πώς φτάσαμε εδώ; Ποιοι είναι οι κανόνες αυτού του μέρους;». Ο Wheatley και οι συνεργάτες του, η σεναριογράφος Amy Jump και ο Ευρωπαίος μεγαλοπαραγωγός Jeremy Thomas, φαίνονται απρόθυμοι να προσφέρουν οτιδήποτε θυμίζει παραδοσιακή πλοκή ή ανθρώπινο κίνητρο καθ’ όλη τη δίωρη διάρκεια του High-Rise.

Παρόλο που δεν εμφανίζονται φτωχοί άνθρωποι, άτομα της εργατικής και κατώτερης μεσαίας τάξης κατοικούν στους κάτω ορόφους, ενώ οι επαγγελματίες με τα υψηλότερα εισοδήματα, όπως ο ήρωάς μας, ο δρ Robert Laing (Tom Hiddleston), ζουν στους μεσαίους ορόφους, κάτω από την υψηλή αστική τάξη στην κορυφή. Ο δρ Laing, που έχει το στιλ και την καλλιέργεια εκείνων που ζουν στους πάνω ορόφους, τραβάει το ενδιαφέρον του Αρχιτέκτονα (Jeremy Irons), ενός ελαφρώς ανάπηρου ραδιούργου που ζει στην κορυφή αυτού του τρομακτικού κτιρίου με μια διαβολική, σεξουαλικά φορτισμένη κοκκινομάλλα (Keeley Hawes) που φροντίζει άλογα στην ταράτσα τους.

Οι δυο άντρες αρχίζουν να παίζουν σκουός ανάμεσα στις μετακινήσεις του Laing στη δουλειά και σε ένα απόκοσμο παντοπωλείο όπου οι υπάλληλοι μιλούν μόνο γαλλικά. Είναι σαφές πως ο Αρχιτέκτονας θέλει κάτι από τον Laing αλλά αυτό παραμένει ανέγγιχτο, όπως και μεγάλο μέρος της αφήγησης της ταινίας. Οι ιεραρχίες όλων των ειδών, όχι μόνο η ταξική, έρχονται στο προσκήνιο με μυστηριώδεις τρόπους και η ταινία δεν είναι αρκετά έτοιμη για να είναι ειλικρινής με όλο αυτό. Μία παράμετρος είναι ότι, όπως και στη δική μας εποχή, η ανεξέλεγκτη λαγνεία, η αίσθηση της ανεπανόρθωτης αστικής αποσύνθεσης και η χαλάρωση του όποιου κοινωνικού συμβολαίου υπήρχε κάποτε μεταξύ των εχόντων και εκείνων που κατέχουν λιγότερα φαίνεται να είναι το πνεύμα της εποχής.

Καθώς ο Laing εμπλέκεται σε μια κλιμακούμενη σειρά αδιακρισιών, συμπεριλαμβανομένων αρκετών παράνομων ερωτικών σχέσεων, απαγωγών και ενός φόνου, ένας όλο και πιο βίαιος φυλετισμός καταλαμβάνει τους κατοίκους του κτιρίου. Αρχίζεις να αναρωτιέσαι πού θα καταλήξει η εικόνα και όλα τα σχετικά με τον καταναλωτισμό θέματα και το αμόκ του ταξικού άγχους. Αν και στο τέλος η ταινία αποσυντονίζεται, η αίσθηση ότι επίκειται κοινωνική αναταραχή παραμένει ισχυρή. Ταιριάζει στην ταινία ότι η τελευταία φωνή που ακούγεται στο soundtrack της είναι εκείνη της Μάργκαρετ Θάτσερ, μιας γυναίκας που δεν πίστευε στην «κοινωνία» και βάναυσα έβγαλε τη Βρετανία από τη δύσκολη εποχή που έδωσε το έναυσμα για την ταινία.

«Οι ταινίες που έχω κάνει συνδέονταν πάντα με την τρέχουσα κατάσταση», εξήγησε ο Wheatley. «Η πολιτεία μπορεί να παρανομήσει και να το δικαιολογήσει λέγοντας “Ω, πιστεύαμε ότι κάναμε το σωστό”, ενώ εάν εγώ πάω να ληστέψω την τράπεζα γιατί πιστεύω ότι τα χρήματα είναι δωρεάν, θα θέλουν να με βάλουν στη φυλακή γι’ αυτό».

Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece

«Ο ταξικός πόλεμος θα αρχίσει σύντομα;», ρώτησα. Δεν είναι το είδος της ερώτησης που γενικά κάνει κάποιος αμέσως αφότου συναντήσει κάποιον άλλον, αλλά ο σκηνοθέτης φάνηκε τύπος που δεν θα δείλιαζε. Το πολυτελές μπαρ όπου βρισκόμασταν έδωσε στην ερώτησή μου πικάντικη γεύση – ήμασταν σε ένα από τα πιο ακριβά ξενοδοχεία στην πρωτεύουσα της χώρας με το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στον κόσμο. Όπου κι αν κοιτούσα στο πάτωμα του μπαρ, έβλεπα παπούτσια των 500 δολαρίων το ζευγάρι. Ήμουν το μόνο έγχρωμο άτομο στο οπτικό μου πεδίο.

«Άρχισε, έτσι δεν είναι;» απάντησε ο Wheatley, με μια υδαρή λάμψη στα γαλάζια μάτια του. Μοιραστήκαμε ένα πικρό γέλιο. Εάν το High-Rise αποτελεί ένδειξη, αυτό είναι το αγαπημένο είδος του Ben Wheatley.

Η ταινία High-Rise κάνει πρεμιέρα στις 20 Απριλίου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Tribeca στη Νέα Υόρκη.

Περισσότερα από το VICE

Ο Διευθυντής μιας Νευροψυχιατρικής Κλινικής στην Αθήνα μας Εξηγεί Γιατί Ξεκίνησε τη Χρήση Φαρμακευτικής Κάνναβης

Τα πιο Κουλά Μουσικά Είδη που θα Ακούσεις Εκεί Έξω

Ο Νέος Τρόπος που Βγαίνουν Ραντεβού και Φλερτάρουν οι Μεταλλάδες

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.