O Σπυρέας Σιδηρόπουλος είναι ένας καλλιτέχνης με μεγάλη ιστορία στην εγχώρια indie πραγματικότητα. Οι περισσότεροι τον γνωρίσαμε αρχικά από τους Cyanna, οι οποίοι με το κομμάτι Shine και την προσθήκη του σε μια πολύ γνωστή διαφήμιση μπήκαν σχεδόν σε κάθε ελληνικό σπίτι. Ακολούθησε μια τρελή πορεία που περιλάμβανε εμφανίσεις στα Mad Video Music Awards, συμμετοχές σε μεγάλα live και δύο ακόμη album – έπειτα από το Crush μέσα στο οποίο βρίσκει κανείς και το μεγαλύτερό τους hit.
Έπειτα από τη διάλυση της μπάντας συστάθηκαν οι Cyanna Mercury. Μέσω αυτού του group μας έδειξε την ψυχεδελική του πλευρά και ξετρέλανε τους μουσικοκριτικούς. Ωστόσο, έπειτα από κάποια βήματα που έγιναν, επήλθε μια σιωπή. Αυτή, ευτυχώς, έσπασε πρόσφατα με το πρώτο solo single του ως Iam Nothe, το εκπληκτικό Lord You Are the Cure. Λίγους μήνες αργότερα κυκλοφόρησε και ο πρώτος του solo δίσκος, με τίτλο The Grand Design. Από τις καλύτερες εγχώριες δουλειές που έχω ακούσει φέτος.
Videos by VICE
Με αφορμή αυτή την κυκλοφορία μίλησα μαζί του. Ήταν η πρώτη μας συνέντευξη – παρότι γνωριζόμαστε χρόνια. Είναι ένας χαρισματικός ομιλητής. Έτσι, αποφάσισα να τον αφήσω να οδηγήσει αυτός την κουβέντα και δεν το μετάνιωσα. Είπε κάποια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, τα οποία αξίζει να διαβάσεις αν είσαι fan της εγχώριας underground μουσικής σκηνής.
Το “The Grand Design” και η νέα αρχή
Το 2018 αποδέχθηκα ότι δεν θα υπάρξει κάποια συνέχεια με τους Cyanna Mercury, ασχέτως αν ο ψυχεδελικός ήχος έχει τελειώσει για μένα ή όχι. Ένιωσα ότι είχε έρθει η ώρα να κάτσω μόνος μου και να γράψω ένα solo album. Βέβαια, τις λέξεις “solo album” τις είπα αρκετά αργότερα. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς έφυγε ο πατέρας μου από τη ζωή. Η απώλεια με «πάγωσε» για κάποιους μήνες, όμως τελικά έπαιξε θετικό ρόλο στο να με σπρώξει να ενεργοποιηθώ ξανά. Είναι τα υπαρξιακά που προκύπτουν όταν χάνεις τον γονιό και συνειδητοποιείς εκ νέου ότι ο θάνατος είναι κοντά, πως σε αφορά προσωπικά και το πόσο μάταια είναι όλα.
Την ίδια στιγμή, κάποια εφήμερα αρχίζουν να αποκτούν μια αξία και έρχεται αυτό το «δε γαμιέται»; Καμιά φορά νιώθω “too old for that shit” και από την άλλη σκέφτομαι ένα παλιό κομμάτι που λέει “too old to rock’n’roll, too young to die” ή το Midlife Crisis των Faith No More. Βέβαια, αν έχεις παρακολουθήσει τι έχει συμβεί στη μουσική βιομηχανία τα τελευταία 40 χρόνια, καταλαβαίνεις ότι είμαι σε μια ηλικία που προσφέρεται για solo singer/songwriters.
Μέσα σε έναν χρόνο συνέθεσα τα κομμάτια και σε συνεννόηση με τον αδερφό μου, ολοκλήρωσα και τρια τραγούδια που προορίζονταν αρχικά για τους Cyanna Mercury. Σε δυο απο αυτά (καθώς και σε άλλα δύο απο τα δικά μου), μάλιστα, έπαιξε πλήκτρα αυτός. Ο τίτλος προέκυψε επειδή το ομότιτλο τραγούδι ήταν ανάμεσα στα πρώτα demo που είχα γράψει για το album. Ήταν το πρώτο κομμάτι στο οποίο ο στίχος μου ήρθε πολύ εύκολα και με ικανοποίησε τρομερά. Η αναφορά στο βιβλίο The Grand Design είναι ειρωνική. Όποιος με γνωρίζει καλά το καταλαβαίνει εύκολα αυτό.
Solo Περιπέτειες Μουσικών από Γνωστές Μπάντες
Ο Paul Weller είναι ένας τραγουδοποιός που μου αρέσει περισσότερο ως solo καλλιτέχνης. Γαμάνε οι The Jam, αλλά προσωπικά, σαν ακροατής είμαι πιο κοντά στον soul/blues ήχο που έχει βγάλει κατά καιρούς. Επίσης, απόλαυσα πάρα πολύ το solo album που κυκλοφόρησε το 2000 ο Ian Astbury, κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος που έκανε από τους The Cult -το Spirit\Light\Speed. Ήταν μια αποκάλυψη για μένα.
Τα Κόκκινα Εξώφυλλα των Singles και του Album
Ήταν μια συνειδητή επιλογή, αλλά όχι στον βαθμό του να είναι δεσμευτικό από πριν. Οι αποχρώσεις του κόκκινου και οι σκιές του μαύρου, που δημιουργούν τις αντιθέσεις, είναι ούτως ή άλλως αγαπημένος μου αισθητικός συνδυασμός, όμως στην πραγματικότητα απλά «έκατσε». Πέρσι, τέτοια εποχή, κάναμε την πρώτη φωτογράφηση με τον Γιάννη Στασινόπουλο, για το εξώφυλλο του single: Lord You Are the Cure. Τελικά, το αποτέλεσμα ήταν τόσο καλό που κρατήσαμε όλες τις φωτογραφίες και για το υπόλοιπο υλικό που κυκλοφόρησε.
Η «Φούσκα» της Alternative Σκηνής των 00’s
Καταρχάς, το πώς συνέβη όλο αυτό και γιγαντώθηκε αυτή η «φούσκα» του αγγλόφωνου alternative στην Ελλάδα, δεν είμαι ιστορικός τέχνης για να στο εξηγήσω, ούτε έχω στοιχεία ώστε να κάνω κάτι παραπάνω από εικασίες. Προσωπικά, πιστεύω ότι στα 00’s ήρθε η πραγματική έκρηξη του Internet στη μάζα και έγινε με τη social πλευρά του. Φάνηκε η κοινωνική του διάσταση και έφερε ανθρώπους από όλες τις χώρες πιο κοντά. Τα πράγματα δεν ήταν τότε όπως σήμερα. Ξαφνικά, βρέθηκες να κάνεις sign up και να έρχεσαι απευθείας σε επαφή με τον Αμερικανό, τον Αυστραλό και ανθρώπους από κάθε χώρα.
Οι Έλληνες, λόγω γεωγραφικής θέσης και καθυστέρησης στην πρόοδο και στην εξέλιξή τους σε σχέση με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, ήταν απομονωμένοι από την Ευρώπη. Για δεκαετίες πάσχιζαν (και) καλλιτεχνικά να προλάβουν τις εξελίξεις με κάποιες προφανείς εξαιρέσεις, όπως είναι το 666 των Aphrodite’s Child ή οι δίσκοι των Socrates, για παράδειγμα. Μιλάμε για μεμονωμένες προσπάθειες φοβερά φωτισμένων ανθρώπων.
Για πολλές δεκαετίες δεν υπήρχε οργανωμένη αγγλόφωνη σκηνή, επειδή δεν υπήρχε και ενδιαφέρον ώστε να καταναλωθεί – ή έστω τρόπος να εξαχθεί. Στα 80’s και στα 90’s, αν εξαιρέσεις περιπτώσεις τύπου Last Drive ή το metal, το οποίο βρήκε τον δικό του τρόπο να ελιχθεί, μουσικές όπως το punk και το hardcore, για παράδειγμα, ήταν για εσωτερική κατανάλωση. Έβγαιναν καλές κυκλοφορίες και πριν προλάβουν να ανθίσουν, μαραίνονταν.
Υπήρχε μια καταπιεσμένη κάβλα «να γίνει η φάση». Τα 00’s και το Internet την πήραν από το χέρι και της έδωσαν με έναν απότομο, άχαρο και άτεχνο τρόπο τη διέξοδο που περίμενε για δεκαετίες. Μέσα σε λίγα χρόνια δημιουργήθηκε ένα άσχημα στημένο σύστημα γραφιάδων, καλλιτεχνών, label και ανθρώπων στους οποίους περίσσευε η ματαιοδοξία και η ανάγκη να «γίνουν». Πάτησαν λοιπόν στο Internet και στην οικονομική «φούσκα» που δημιουργήθηκε λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων και κάποιων άλλων συγκυριών.
Άρχισε να παράγεται υλικό, να βγάζουν τα μικρότερα labels χρήματα και οι πολυεθνικές θέλησαν να μπουν σε όλο αυτό. Έπεσε χρήμα στην αγορά, οι διαφημιστικές -που είχαν άπειρο χρήμα- είπαν: Γιατί να αγοράζουμε δικαιώματα από τους Beatles; Αφού έχουμε καλά αγγλόφωνα τραγούδια και εδώ. Άρχισε να διαδίδεται η άποψη ότι και καλά θα γίνουμε εδώ Αγγλία και πως θα αρχίσουμε να εξάγουμε. Χαζομάρες.
Το κακό είναι ότι η ποιότητα του υλικού που παρήχθη δεν είχε την ίδια εκτόξευση. Δεν έμεινε κάτι πίσω. Αν ανατρέξεις στα Top 5 της εποχής θα βρεις περίπου 30 δίσκους που είχαν εξυμνηθεί. Διάβαζες τα review και νόμιζες ότι πρόκειται για το νέο Ok Computer. Γύρνα να τα ακούσεις και πες μου πόσα από αυτά τα 25-30 album είναι πραγματικά της προκοπής. Όλο αυτό έκανε πάρα πολύ κακό και γι’ αυτό μετά το 2011–2012, με την οικονομική κρίση και με την «κάνουλα» να κλείνει, φάνηκε πως όλο αυτό ήταν μια «φούσκα». Σίγουρα έμειναν κάποιοι αξιόλογοι καλλιτέχνες, πολλοί από τους οποίους κάνουν μεγάλα πράγματα μέχρι και σήμερα, όμως σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτό που παρουσίαζαν όλοι.
Αν έχω καταλάβει κάτι από πέντε πράγματα που έχω διαβάσει σε ιστορία και οικονομία, όλο αυτό είναι η ανθρώπινη μαλακία. Εμφανίζονται «φούσκες» και όταν συμβαίνει αυτό τρέχουν όλοι οι μαλάκες και τις φουσκώνουν, συνεχίζοντας, ό,τι και να τους λες. Αλλά νομίζω ότι αυτό είναι αναπόφευκτο.
Κεφάλαιο Cyanna
Προσωπικά, δεν ήμουν ποτέ ευχαριστημένος. Πάντα κάτι δεν μου πήγαινε καλά και γι’ αυτό οι Cyanna είχαν διαφορετικό ήχο σε κάθε τι που έκαναν. Προσπαθούσα να βρω τον εαυτό μου. Γούσταρα το πλαίσιο: είμαι σε μπάντα/γράφω μουσική/παίζω. Ωστόσο, δεν είχα τις γνώσεις και την εμπειρία να καταλάβω τι με χάλαγε. Ήμουν αντιδραστικός, δεν μου άρεσε ο τρόπος που ερχόταν η μπάντα μου σε επαφή με τα Μέσα, δεν μου άρεσε ο τρόπος που μας προσέγγιζαν οι εταιρείες, ούτε η σχέση μου με την πολυεθνική που ήταν κακοποιητική και εκμεταλλευτική. Δεν είχα αποδεχτεί ακόμα τον εαυτό μου και εντωμεταξύ δεν γούσταρα ούτε τις επιλογές που είχα για να επικοινωνήσω αυτό που κάνω προς τα έξω.
Για να φτάσει η μπάντα εκεί που ήταν έπρεπε να το χτίσουμε με τον αδερφό μου με αίμα. Κομμάτι-κομμάτι, μέσα σε μια αλληλουχία συμβάσεων και υποχωρήσεων. Την πρώτη πενταετία των 20’s μου, την πέρασα μέσα στο δωμάτιο μου στο πατρικό μου, να μαθαίνω μουσική παραγωγή και ο αδερφός μου στο διπλανό δωμάτιο να γράφει συνεχώς μουσική.
Ήταν μια διαδικασία που μας εξάντλησε και όταν φτάσαμε τελικά στο να κάνουμε μουσική, καταλάβαμε ότι ναι μεν αγγλόφωνο, αλλά θα πρέπει να γίνει και πιο εύπεπτο. Από την άλλη θα σε παίξει το ραδιόφωνο, αλλά όχι πολύ αφού οι playlists είχαν αρχίσει να γίνονται ο κανόνας. Θα παίξεις σε μεγάλα live, αλλά στις 5 το απόγευμα. Στα blogs και στα sites που ασχολούνταν με το indie, περνούσες από τρελό “quality control”, οπότε, αν δεν ήσουν “underground” δεν σε έγραφαν.
Από την άλλη η δισκογραφική ήθελε να μας στείλει να κάνουμε συνεντεύξεις και να παίξουμε playback σε πρωινάδικα. Μπουχτίσαμε και γι’ αυτό βγάλαμε τελικά μόνοι μας το «κύκνειο άσμα» των Cyanna, το The Undressed E.P..
Τι θα Έλεγε στον 25χρονο Εαυτό του
Θα του έριχνα δυο ανάποδες και θα του έλεγα «χαλάρωσε, έχεις πολλά που έρχονται, κάνε πέντε κομμάτια που σε γεμίζουν και μην κάνεις τρία album, κάνε ένα και γράψ’τα όλα. Έχεις δίκιο που κάτι σε τρώει και δεν σου πάει καλά, δεν έχεις τις γνώσεις να καταλάβεις το γιατί, αλλά χαλάρωσε and enjoy the ride. Ούτως ή άλλως, αυτό το σαθρό πράγμα σύντομα θα καταρρεύσει».
Επόμενα Σχέδια
Προς το παρόν δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο για άμεσα βήματα. Μόλις κυκλοφόρησα ένα βίντεο για το ομότιτλο τραγούδι. Ξέθαψα μια Super 8 κασέτα από το πάρτι του γάμου των γονιών μου πριν από 40 χρόνια. Το editing ήταν μια επίπονη διαδικασία. Θέλω να κυκλοφορήσω ένα – δυο βίντεο ακόμη για τραγούδια του album. Επίσης, έχουμε ξεκινήσει με τον Άλεξ Μπόλμπαση (παραγωγός του δίσκου), τον Gustav και τον Blvck Disco να δουλεύουμε πάνω σε ένα E.P. για το 2023. Ίσως από τη νέα χρονιά να γίνουν και κάποια live.
Ακολουθήστε τον Αντώνη Κωνσταντάρα στο Ιnstagram.
Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.
Περισσότερα από το VICE
Οι Eιδικοί Απαντούν: Τι Τρώμε Όταν Έχουμε Χανγκόβερ;
Η Σρεμπρένιτσα Ακόμα «Μιλάει» για τη Φρίκη του Πολέμου και τον Παραλογισμό του Εθνικισμού