Μουσική

Η Dj με το Μακροβιότερο Residency σε Club της Αθήνας

Kοινοποίηση

Ήταν ίσως ο καταλληλότερος άνθρωπος να μιλήσω, την ημέρα που -μπαίνοντας στο αυτοκίνητο- συνειδητοποίησα ότι κι ο τελευταίος ραδιοφωνικός σταθμός που έπαιζε dance μουσική στην Ελλάδα είχε σταματήσει να εκπέμπει στα FM και μεταφέρθηκε στο Διαδίκτυο.

Συνάντησα τη Φώφη μόλις είχε σχολάσει από την καθημερινή δουλειά της – εργάζεται για μια ανεξάρτητη ελληνική εταιρεία που ασχολείται με τη διαχείριση πνευματικών δικαιωμάτων μουσικών έργων. Η κουβέντα για την απώλεια της ηλεκτρονικής μουσικής από τα ελληνικά FM μάς φέρνει πιο κοντά, αν και η Φώφη Τσεσμελή δεν είναι ο άνθρωπος που θα σε δυσκολέψει γενικά στην κουβέντα.

Videos by VICE

Η DJ Fo, όπως την ξέρουν στην πιάτσα, είναι ένα πρόσωπο σχεδόν συνώνυμο του πρώτου γκέι κλαμπ της Αθήνας, αλλά για μένα εκφράζει τη μουσική στα κλαμπ όπως πρέπει να είναι – χορευτική. Κοντεύει να κλείσει εικοσαετία στο κλαμπ της οδού Τριπτολέμου 10 στο Γκάζι, αποδεικνύοντάς μου ότι κάποιες φορές ο έρωτας μπορεί να κρατήσει για πολλά χρόνια.

«Με τα κορίτσια που έχουν το Sodade, με τη Ρένα και τη Μαίρη, γνωριζόμασταν πριν φτιάξουν το κλαμπ, μιας και είχαν κι άλλα μαγαζιά στην Αθήνα και ήμασταν γνωστές από κοινές παρέες. Εγώ ήδη έπαιζα μουσική τότε σε άλλα μαγαζιά και σε ραδιόφωνα. Όταν λοιπόν ξεκίνησε το Sodade, πήγα εκεί και γνωριστήκαμε καλύτερα. Στην αρχή υπήρχε μόνο ο μπροστά χώρος και το πρώτο καλοκαίρι ζωής του κλαμπ σκέφτηκαν να ανοίξουν την αυλή, όπου ήθελαν να παίξω μουσική. Συζητήσαμε τι μουσική να παίξουμε. Τα κορίτσια πίστευαν ότι έπρεπε να παίζουμε chill-out και lounge ήχους. Σε έναν χώρο, όμως, που έρχονταν οι άνθρωποι για να χορέψουν -διότι αυτό ήταν το Sodade από τότε- τους είπα πως η γνώμη μου ήταν να παίξουμε house. Μου είπαν το “ναι” και από τότε έχουμε μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Έτσι ξεκίνησα. Εκείνο το καλοκαίρι έγινε χαμός στο μαγαζί -στριμωξίδι, χορός και όλα αυτά- και τον χειμώνα κλείσαμε αυτό τον χώρο, τον κάναμε club stage και έτσι προέκυψε ο χώρος όπου παίζω τα τελευταία χρόνια», περιγράφει συνοπτικά το ιστορικό της συνεργασίας της με το Sodade η Φώφη.

Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece

Γεννήθηκε στη Σάμο, μεγάλωσε σε Λακωνία, Κόρινθο αλλά κυρίως Σύρο -λόγω των συχνών μεταθέσεων του τραπεζικού μπαμπά της- και αποφοίτησε ως φιλόλογος της αγγλικής γλώσσας, επάγγελμα το οποίο εξάσκησε για κάποιο διάστημα και της άρεσε. Το «θέμα» της, όμως, από παιδί ήταν η μουσική. Λογικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι μεγάλωσε σε μουσική οικογένεια. «Ο πατέρας μου δούλευε μεν στην τράπεζα αλλά έπαιζε ακορντεόν από επτά ετών κι η μάνα μου είναι σοπράνο. Επίσης, όλοι οι φίλοι τους ήταν μουσικοί. Έτσι, μου μπήκε το μικρόβιο και ξεκίνησα να παίζω μουσική στα παιδικά πάρτι. Ένιωθα μια ανάγκη να τη μοιραστώ με άλλους. Κάπου στα 12, στη Σύρο, ξεκίνησα να παίζω σε μαγαζιά, αλλά η πρώτη φορά που πληρώθηκα -και από εκεί μετράω την επαγγελματική μου πορεία- ήταν στα 16. Μέχρι τότε το έκανα πιο πολύ για…» «Για μούρη;», τη διακόπτω. «Μούρη ποτέ», λέει, «και αυτή νομίζω είναι η διαφορά μεταξύ κάποιων DJ σήμερα με αυτό που κάναμε εμείς τότε. Οι περισσότεροι που παίζαμε μουσική τότε, το κάναμε από εσωτερική ανάγκη. Κάναμε ραδιοφωνικό πρόγραμμα σε πειρατικούς σταθμούς, πιο μετά σε ελεύθερους σταθμούς και έτσι έφθασα στα 16 μου χρόνια να πληρωθώ γι’ αυτό το πράγμα».

Οι γονείς της -περιέργως- δεν αντιδρούσαν σε αυτό που έκανε, της είχαν φοβερή εμπιστοσύνη, επειδή ήταν αυτό που λέμε «καλό παιδί». Η Φώφη όμως λέει ότι «αντιδρούσαν μόνο στην ώρα που θα γυρίσω στο σπίτι». Αυτό ήταν το θέμα τους. Θυμάται μάλιστα ένα περιστατικό από όταν ήταν 14-15 ετών. «Ένα βράδυ πήγα στο σπίτι αργά κι έγινε φασαρία. Άρπαξα την τσάντα με τα βιβλία μου, πήρα και μια τσάντα με μια αλλαξιά ρούχα και πήγα σε μια φίλη μου που έλειπαν οι γονείς της για να μείνω. Πήρα όμως τη μαμά μου τηλέφωνο για να της πω ότι είμαι καλά».

Απ’ αυτά που εξιστορεί, καταλαβαίνω πως προφανώς δεν θα είχαν θέμα και με το τι θα σπουδάσει, όμως η Φώφη σπούδασε κάτι άσχετο με τη μουσική. «Οι γονείς μου έβλεπαν τις σπουδές σαν μόρφωση, σαν εφόδιο, σαν γενική παιδεία. Δεν με πίεσαν ποτέ σε αυτό το θέμα. Ίσα-ίσα, με στήριξαν και με στηρίζουν και είναι και πολύ περήφανοι τελικά, πράγμα που μου λένε συνέχεια και με συγκινούν», λέει. «Πάντως, τις μουσικές σπουδές δεν τις σκέφτηκα ποτέ. Έμαθα κιθάρα, τρομπέτα, μπάσο, σαξόφωνο και κλαρίνο, αλλά όχι σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Δεν με ενδιέφερε να γίνω βιρτουόζος. Πάντα ήθελα κάτι πιο άμεσο, πιο underground. Για παράδειγμα, όταν πήγαινα σχολείο ήμουν σε μια ροκ μπάντα, αλλά και στη φιλαρμονική – τέτοιες φάσεις, πιο πρακτικές καταστάσεις», συμπληρώνει.

Κάπως έτσι έμαθε και το DJing – πρακτικά. Καταλάβαινε τα bpm σε κάθε κομμάτι και ήξερε πότε να χώσει μια μουσική – πάντα χορευτική. «Γενικά, πάντα μου άρεσε η χορευτική μουσική – disco, house. Με συναρπάζει, είναι μια μορφή έκφρασης», λέει, αν και υπήρξε ένας χρόνος της ζωής της που έπαιζε rock-goth μελωδίες. «Δεν κλείνω τα αυτιά μου, για παράδειγμα να ακούω μόνο techno. Βρίσκω όμορφα πράγματα από όλο το φάσμα της μουσικής, όχι μόνο απ’ την ηλεκτρονική. Δεν γίνεται να μην μπορείς να ανακαλύψεις ένα ωραίο στοιχείο στη folk ή τη rock», τονίζει.

Έχω αφήσει για λίγο στην άκρη τις ερωτήσεις που έχω σημειωμένες και απολαμβάνω τον καφέ μαζί της ενώ μιλάμε για την καθημερινότητά μας – εκείνη πίνει ζεστή σοκολάτα. Λέει ότι ήταν ο εφιάλτης της να δουλεύει σε γραφείο, αλλά να που τα έφερε έτσι η ζωή και πέντε μέρες την εβδομάδα βρίσκεται σε γραφείο – «αλλά το γραφείο που δουλεύω δεν είναι το κλασικό όπου δουλεύουν οι πιο πολλοί άνθρωποι», επισημαίνει. Στην D-Version, ως Local Α&R, ασχολείται με το κομμάτι των Ελλήνων καλλιτεχνών της εταιρείας και με τα copyright τους. Με άλλα λόγια, ακούει μουσική κι εκεί, θέλοντας και μη. Σύνολο, κάθε μέρα έχει γύρω στις 8-9 ώρες μελωδιών στ’ αυτιά της, αφού και στο σπίτι της μετά, στο Νέο Ψυχικό, θα βάλει τη μουσικούλα της για να ενημερωθεί και να χαλαρώσει ενώ σερφάρει στο ίντερνετ.

«Η ώρα της πλήρους χαλάρωσης, όμως, έρχεται μετά τις 11-12 το βράδυ όπου βλέπω πολλές σειρές», όπως λέει. Μου δείχνει μάλιστα ενθουσιασμένη ένα app στο κινητό της όπου έχει όλες τις σειρές που βλέπει μαζεμένες. Βλέπει τόσο πολλές που σημειώνει τα επεισόδια και τις σεζόν αφού χαώνεται.

Όπως κάνει να μου δείξει το παραπάνω application, βλέπω το tattoo στο δεξί χέρι της, το οποίο είναι ιαπωνικό -με τα οποία έχω κόλλημα- και αλλάζουμε θέμα. Η γκέισα στο δεξί της χέρι είναι ένα από τα πολλά tattoos διαφορετικών πολιτισμών ανά τον κόσμο (ιαπωνικός, αραβικός) που έχει κάνει συνειδητά επειδή της αρέσουν. Το μοναδικό αψυχολόγητο tattoo που βάρεσε ποτέ ήταν το πρώτο της. «Το έκανα γύρω στο 2000. Με έστειλε μια μέρα η μάνα μου στο σούπερ μάρκετ και δίπλα του μόλις είχε ανοίξει ένα tattoo studio. Μπήκα μέσα με τις τσάντες και λέω “θέλω να κάνω ένα tattoo”. Δεν είχε κάποιον πελάτη, οπότε κάθισα να το κάνω επιτόπου. Τότε ήταν της μόδας τα ιδεογράμματα και έκανα δύο στο αριστερό μπράτσο από μέσα. Mάλιστα, μετά που το είδε ο πατέρας μου στο σπίτι, μου είπε “Γιατί το έκανες τόσο μικρό και σε σημείο που δεν φαίνεται;”» – σουρεάλ.

Αν και το είχα κι από πριν στο μυαλό μου, όση ώρα έχουμε γνωριστεί και μιλάμε φαντάζομαι ότι ο κόσμος του Sodade πρέπει να τη λατρεύει, όχι μόνο επειδή είναι τόσα χρόνια εκεί αλλά κι επειδή σε κερδίζει γρήγορα ως άνθρωπος. Τη ρωτάω σχετικά με αυτό που σκέφτομαι και η Φώφη περιγράφει τη σχέση της με τον κόσμο εκεί ως «απίστευτη». «Δεν είναι απλώς ότι τους ξέρω και με ξέρουν. Έχουμε μοιραστεί βραδιές, έχουμε μιλήσει για τα προβλήματά μας, για τις ανησυχίες μας και για άλλα τόσα. Είναι ιδιαίτερη σχέση που δεν περιγράφεται και ξεπερνάει τα στενά όρια του μαγαζιού – αλληλοϋποστήριξης, βαθιάς αγάπης. Μοιράζομαι με αυτούς τους ανθρώπους σημαντικές στιγμές της ζωής μου, με έχουν δει να κλαίω, να είμαι υπερ-χαρούμενη. Είναι δικοί μου άνθρωποι. Για να σου δώσω να καταλάβεις, προχτές μου έστειλε μήνυμα ένα παιδί και μου έγραφε “δεν θα σε ξεχάσω ποτέ, γιατί γνώρισα τον έρωτα της ζωής μου στο μαγαζί μια μέρα που έπαιζες”. Τέτοια σκηνικά είναι πολύ συγκινητικά. Νιώθω ότι είμαι μία από αυτούς, που απλώς ανεβαίνει στο booth για τέσσερις-πέντε ώρες και παίζει μουσική. Γι’ αυτό και το DJing δεν είναι μόνο να κάνεις καλές μίξεις. Είναι κάτι παραπάνω, πιο διαδραστικό», λέει η Φώφη.

Τη ρωτάω για άλλα, πιο παράξενα περιστατικά που της έχουν συμβεί εκεί, αλλά -όπως λέει- «τις πιο αστείες στιγμές τις έζησα παλιότερα στην επαρχία, όπου έπαιζα ως guest DJ, και επειδή ήμουν γυναίκα υπήρχε μεγάλη δυσπιστία στο πρόσωπό μου. Οπότε, όταν τελείωνε η βραδιά, μου λέγανε “Δεν σου το ‘χα. Για γκόμενα καλά παίζεις”», θυμάται.

«Τέτοιου τύπου ρατσιστικές συμπεριφορές νομίζεις ότι έχουν αλλάξει με τα χρόνια;» τη ρωτάω και με αφορμή την ψήφιση του συμφώνου συμβίωσης. «Είμαστε σε καλό δρόμο, αλλά δεν θεωρώ ότι είμαστε “προχώ” επειδή, για παράδειγμα, ψηφίσαμε ένα σύμφωνο συμβίωσης ενώ στο σούπερ μάρκετ θα πας να πάρεις τη σειρά ενός ηλικιωμένου ανθρώπου. Το να είσαι μπροστά είναι πιο πολύ θέμα νοοτροπίας και πόσο σέβεσαι τον διπλανό σου στην καθημερινότητά σου. Γίνονται βήματα, αλλά από την άλλη δεν είμαι και σίγουρη. Ας κάνουμε τα βασικά και μετά βλέπουμε και τα ψιλά γράμματα και το politically correct. Θέλω να πιστεύω ότι η νέα γενιά μεγαλώνει πιο ακομπλεξάριστα, αν και στερημένα», απαντά.

«Βέβαια, προβληματίζομαι με τη νέα γενιά σε ό,τι αφορά την εξάρτηση από τα social media. Αυτό που πάω σε ένα κλαμπ και βλέπω παντού φωτισμένες μούρες από τα κινητά με ξεπερνάει. Μεγαλώνει μια γενιά που τα συναισθήματά της έχουν μεταφραστεί σε πέντε emoticons», λέει η Φώφη, η οποία μου λέει ότι δεν έχει στο κινητό της καν την εφαρμογή του facebook. «Είμαι υπέρ της εξέλιξης, αλλά τι γίνεται με την ουσιαστική επαφή;» λέει επίσης.

Η Φώφη, τους φίλους της -τους «λίγους» όπως λέει- δεν τους βλέπει πολύ συχνά, αλλά όταν τους βλέπει της αρέσει να συζητάνε. «Είναι λίγοι αυτοί που βάζω στη ζωή μου αλλά έχω ουσιαστική επαφή. Για παράδειγμα, έχω έναν φίλο που δεν ταιριάζουν τα ωράριά μας και μπορεί να κάνουμε να βρεθούμε έναν χρόνο, αλλά οι μια-δυο φορές τον μήνα που θα μιλήσουμε στο τηλέφωνο είναι σαν να μην έχω χάσει λεπτό από τη ζωή του κι αυτός αντίστοιχα απ’ τη δική μου», αναφέρει η Φώφη.

Τη ρωτώ τι έχει μείνει να κάνει στη ζωή της και μου απαντάει ότι θέλει να κάνει ταξίδια, που δεν έχει προλάβει, και να ξεκινήσει να γράφει μουσική ως παραγωγός, να δει αν μπορεί να εκφράσει με μελωδίες αυτό που τόσα χρόνια έχει στα αυτιά της. «Επίσης, να πάω γυμναστήριο που προσπαθώ εδώ και δύο χρόνια», συμπληρώνει.

Μέχρι τότε, θα συνεχίσει να διαβάζει πολλά βιβλία, να μην ακούει μουσική στις διακοπές της ως μια μορφή κάθαρσης, να ακούει Siouxsie and the Banshees, να αγοράζει δίσκους, βινύλια, λίγα μαύρα ρούχα και πολλά αθλητικά παπούτσια – το φετίχ της.

Η Φώφη, ίσως και λόγω μιας εξαετίας ψυχανάλυσης, μοιάζει μια ισορροπημένη προσωπικότητα που προσπαθεί να γίνεται καλύτερη και καλύτερη. Ίσως στο μέλλον καταφέρω να πάω και στο μίνιμαλ σπίτι της στο Ν. Ψυχικό, για να μου μαγειρέψει «μαμαδίστικα».

«Όλα στη ζωή είναι ταλέντο, αρκεί να το ανακαλύψεις – βασικά πρέπει να το ανακαλύψεις. Όλοι ερχόμαστε στη ζωή με έναν προορισμό και, έτσι, να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο». Και με αυτή την τελευταία συμβουλή ως κέρδος, αποχαιρετάω τη Φώφη Τσεσμελή. Άλλωστε, όπως λέει κι η ίδια, δεν έχει νόημα να καθίσεις να μιλήσεις με κάποιον αν δεν πάρεις κάτι φεύγοντας. Θέλω να πιστεύω ότι κι αυτή κάτι πήρε από μένα.

Περισσότερα από το VICE

Αυτή η Φωτογράφος Τοκετών Μάχεται Κατά της Λογοκρισίας των Social Media

Μπορεί Κάποιος να Κάνει το Τέλειο Έγκλημα;

Χιλιάδες Παιδιά Αντιμέτωπα με Άθλιες Συνθήκες στα Σύνορα της Ευρώπης

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.