Όταν σκέφτεσαι το Μιλάνο, μάλλον φαντάζεσαι εντυπωσιακές λεωφόρους με μαγαζιά υψηλής ραπτικής και φορτωμένες βιτρίνες. Η πόλη είναι πλέον γνωστή ως το οικονομικό κέντρο της Ιταλίας αλλά έχει περάσει πιο σκοτεινές εποχές, ιδίως τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80.
Τότε, ληστείες, απαγωγές και φόνοι συνέβαιναν σχεδόν κάθε μέρα. Αφότου η περιοχή βίωσε μια οικονομική άνθιση τη δεκαετία του ‘60, οι εγκληματίες βρήκαν την ευκαιρία να πάρουν κι εκείνοι ένα κομμάτι από την πίτα. Η πόλη χωρίστηκε ανάμεσα σε διάφορες συμμορίες μαφιόζων, που συχνά μάχονταν για επικράτηση. Μέσα σε μια δεκαετία το Μιλάνο κατέγραφε 150 δολοφονίες τον χρόνο. Εν συγκρίσει, το 2021, διαπράχθηκαν επτά δολοφονίες στην πόλη.
Videos by VICE
Όλα αυτά συνέβησαν στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, αλλά αυτά τα γεγονότα έχουν σβηστεί από τη συλλογική μνήμη της πόλης. Όπως πολλοί άλλοι, γεννήθηκα μετά από αυτά τα χρόνια και ήξερα λίγα ή τίποτα σχετικά, έτσι αποφάσισα να μιλήσω με την Chiara Battistini και τον Palo Bernardelli, σκηνοθέτες του La Mala. Banditi a Milano (“The Mob: Bandits in Milan”), μια πρόσφατη σειρά ντοκιμαντέρ για το εγκληματικό παρελθόν του Μιλάνου.
Η έμπνευση για τη σειρά ήρθε όταν οι δύο τους ξεφύλλιζαν ένα βιβλίο με άρθρα από τα αρχεία της La Notte, μιας εφημερίδας που δεν κυκλοφορεί πια. «Αρχίσαμε να ψάχνουμε φωτογραφίες ανθρώπων που ζούσαν ακόμα και μπορούσαν να μας πουν από πρώτο χέρι τι συνέβαινε», λέει στο VICE η Battisti.
Η πρόκληση για τους δύο σκηνοθέτες ήταν να καταλάβουν «τι ήταν αληθινό και τι μύθος σε ό,τι αφορά εκείνη την εποχή, γιατί τα δύο αυτά μπλέκονταν», λέει ο Bernardelli.
Το ντοκιμαντέρ αντλεί από αρχειακό υλικό και αδημοσίευτες συνεντεύξεις, εστιάζοντας σε τρεις ληστές: τους Angelo Epaminonda, Francis “Angel Face” Turatello και τον Renato Vallanzasca, γνωστό και ως «ο όμορφος René».
Ο Vallanzasca, που εκτίει τετράκις ισόβια, είναι αναμφίβολα ο σταρ της σειράς. Η ζωή του μαφιόζου ήταν τόσο απίστευτη που αν ζούσε στις ΗΠΑ το Χόλιγουντ θα είχε ήδη κάνει ένα σωρό ταινίες για αυτόν.
Γέννημα-θρέμμα του Μιλάνου, με μια εγκληματική καριέρα που ξεκίνησε όταν ήταν έφηβος. Μετά από δύο περάσματα από φυλακές ανηλίκων για μικροεγκλήματα, συνελήφθη το 1972 στην ηλικία των 22 για τη ληστεία ενός σούπερ-μάρκετ με μερικούς συνεργούς. Το 1976 έκανε την πρώτη του απόδραση, δραπετεύοντας από το νοσοκομείο όπου είχε εισαχθεί καθώς προσποιούμενος ότι είχε ιογενή ηπατίτιδα.
Ως φυγάς άρχισε να φτιάχνει τη συμμορία του μπαίνοντας σε άλλες φυλακές και ελευθερώνοντας κρατούμενους. «Πήγαινα και έβγαζα κατάδικους», λέει ο Vallanzasca στο ντοκιμαντέρ «επειδή αν ήθελα να φτιάξω μια ομάδα έπρεπε να είναι ασταμάτητοι». Μέσα σε μικρό διάστημα, η καινούργια του ομάδα έκανε μερικές τολμηρές ληστείας, αφήνοντας πίσω τους αίμα.
Ο Vallanzasca σύντομα έγινε θρυλικός. Οι ληστείες τους ήταν πολύ πετυχημένες και καλλιεργούσε προσεκτικά την εικόνα ενός ρομαντικού και όμορφο μαφιόζου, ενώ εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία να επιδείξει τα πολυτελή υπάρχοντά του.
Στην πραγματικότητα ο Vallanzasca ήταν ικανός για μεγάλες κτηνωδίες. Το 1981 προκάλεσε εξέγερση στη φυλακή της Νοβάρα που κατέληξε στον θάνατο πολλών πληροφοριοδοτών, ανάμεσά τους του Massimo Loi, που τότε ήταν δεν ήταν 20. «Έκοψαν το κεφάλι του, έπαιξαν μπάλα μ’ αυτό στο προαύλιο και μετά το βάλανε μες στην τουαλέτα», λέει στο ντοκιμαντέρ ο αστυνομικός Achille Serra.
Ο μύθος γύρω από το Vallanzasca εδραιώθηκε από την τάση του για προκλητικά κόλπα, ενώ ήταν φυγάς πήγε σε έναν διάσημο ιταλικό ραδιοφωνικό σταθμό για να δώσει συνέντευξη. Επίσης προσπάθησε να το σκάσει από τη φυλακή πολλές φορές – τέσσερις τα κατάφερε. Το 1987 το έσκασε μέσα από ένα φινιστρίνι ενός φέρι-μποτ στο λιμάνι της Γένοβας ενώ τον μετέφεραν σε φυλακή στη Σαρδινία. Εξαφανίστηκε μες στο πλήθος στο λιμάνι και διέφυγε στο Μιλάνο όπου συνελήφθη 20 μέρες αργότερα.
Πέρα από τον Vallanzasca και τη συμμορία του, οι πιο σημαντικοί μαφιόζοι στην πόλη ήταν ο Francis Turattelo και ο Angelo Epaminonda. Αλλά και οι δικές τους ιστορίες μπερδεύουν τα γεγονότα με τον μύθο και είναι δύσκολο να τα ξεδιαλέξεις.
Σύμφωνα με καταθέσεις από την εποχή, ο Turatello φημολογούνταν ότι ήταν βιολογικός γιος του αρχηγού της Ιταλοαμερικανικής μαφίας Frank Coppola, γνωστού και ως Frank Three Fingers. Ο Turatello σύντομα ανέβηκε στην εγκληματική ιεραρχεία του Μιλάνουν και πήρε τον έλεγχο μεγάλης μερίδας των παράνομων στοιχηματζίδικων και κυκλωμάτων πορνείας της πόλης τη δεκαετία του ‘70. Το 1981 ήταν πια νεκρός, τον είχαν μαχαιρώσει στη φυλακή υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Ο Epaminonda γεννήθηκε στη Σικελία αλλά μετακόμισε στα περίχωρα του Μιλάνου όταν ήταν παιδί. Έκανε τα πρώτα του βήματα στον εγκληματικό υπόκοσμο της πόλης μέσα στην ομάδα του Turatello. Αφού έκανε όνομα στο εμπόριο ναρκωτικών, έγινε όλο και πιο ισχυρή φιγούρα με δεσμούς με την Cosa Nostra, τη σικελική μαφία, ιδίως μετά τον θάνατο του Turatello.
H συμμορία του αποτελούνταν κατά βάση από εγκληματίες από τη γενέτειρά του την Κατανία και ήταν η πιο θανάσιμο. Οι μαφιόζοι που αυτοαποκαλούνταν Ινδιάνοι, σκότωσαν περίπου 60 άτομα μέσα σε λίγα χρόνια, σύμφωνα με αρχεία που βρήκαν οι σκηνοθέτες. Μετά τη σύλληψή του το 1984, ο Epaminonda ομολόγησε 17 φόνους και βοήθησε τους ερευνητές να διαλευκάνουν άλλες 44 υποθέσεις όταν έγινε πληροφοριοδότης.
Το πιο διάσημο πιστολίδι της συμμορίας συνέβηε στο La Strega στα νότια της πόλης. Στις 3 Νοεμβρίου, 1979, στις 1 πμ οι Ινδιάνοι μπήκαν στον χώρο για να εκτελέσουν ένα αφεντικό της μαφίας της Απούλιας, τον Antonio Prudente, που συνδεόταν με τον Turatello. Αλλά η εκτέλεση σύντομα έγινε μακελειό – οχτώ άτομα σκοτώθηκαν, ανάμεσά τους και ο μάγειρας.
Πέρα από τις ομολογίες για σοκαριστικές πράξεις βίας, ο Epaminonda επίσης είπε ότι συνωμότησε με το κράτος το ίδιο για να επεκτείνει τα εγκληματικά του σχέδια. Σε κάποια φάση ισχυρίστηκε ότι είχε δωροδοκήσει τον πρώην Ιταλό πρωθυπουργό και ηγέτη των σοσιαλιστών Bettino Craxi, που αργότερα καταδικάστηκε για ένα άλλο σκάνδαλο διαφθοράς για να διασφαλίσει την πολιτική στήριξη για ένα καζίνο που ήθελε να ανοίξει. Ο Epaminonda ισχυρίστηκε μάλιστα ότι είχε χαρίσει ένα ακριβό δώρο στην κόρη του, Stefania, ένα μωρό λιονταράκι. Αργότερα επιβεβαιώθηκε στο ντοκιμαντέρ του Lello Liguori, ιδιοκτήτη πολλών κλαμπ όπου σύχναζαν μέλη του υποκόσμου του Μιλάνου. Βασικά, λέει ο Liguori, ο Epaminonda εμφανίστηκε σε ένα από τα παραθαλάσσια κλαμπ του –το Covo di Nord Est– με το λιονταράκι και του ζήτησε να δώσει στο ζώο στον Craxi.
Η κόρη του η Stefania τελικά πήρε το λιονταράκι και το πήγε στο διαμέρισμα της οικογένειας στο κεντρικό Μιλάνο. Πέρασε μια βδομάδα και ο Craxi πήρε τον Liguori και του ζήτησε να πάρει πίσω το λιονταράκι γιατί «είχε καταστρέψει το σπίτι», λέει ο Liguori στο ντοκιμαντέρ. Χρόνια αργότερα, η ιταλική αστυνομία βρήκε μια λέαινα που είχε δωρίσει η Stefania Craxi σε ένα safari park στη νότια Ιταλία.
Η πιο σκοτεινή σελίδα σε αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας της πόλης είναι η λεγόμενη «εποχή των απαγωγών», όταν πάνω από 160 άτομα απήχθησαν από το Μιλάνο και τα περίχωρα μεταξύ 1973 και 1984. Στο αποκορύφωμα, το 1977, 34 άτομα απήχθησαν στη πόλη.
Οι στόχοι ήταν πλούσιοι επιχειρηματίες και τα μέλη της οικογένειάς τους – άνθρωποι από τους οποίους οι εγκληματίες μπορούσαν να αποσπάσουν πολλά χρήματα με αντάλλαγμα τους αγαπημένους τους. Οι απαγωγές έσπειραν περισσότερο τρόμο σε μια περιοχή που ήδη πληττόταν από αμέτρητες ληστείες και φόνους. Πολλοί ντόπιοι επιχειρηματίες αγόρασαν όπλα για να προστατεύονται στο σπίτι τους και έστειλαν τα παιδιά τους στο εξωτερικό για σπουδές για να μην τα απάγουν. Ο δικαστής Giuliano Turone, που αργότερα ξεσκέπασε μια κρυφή μασονική κοινότητα που απαρτιζόταν από ελίτ της πολιτικής και των επιχειρήσεων, παραδέχεται στη σειρά ότι φοβόταν τόσο πολύ τον εκβιασμό που δεν έκανε παιδιά.
Εκείνη την εποχή, οι απαγωγές απέδιδαν εισόδημα όχι μόνο στις μικρές συμμορίες αλλά και στη μαφία, συγκεκριμένα τη ‘Ndrangheta από την Καλαβρία. Η ομάδα υπολογίζεται ότι έβγαλε εκατομμύρια από λύτρα, τα οποία επένδυσαν με εμπόριο κοκαΐνης, ανεβαίνοντας τις κλίμακες του οργανωμένου εγκλήματος. Έπειτα ξέπλυναν το χρήμα με παράνομες δραστηριότητες και στη συνέχεια ρίζωσαν στη Βόρεια Ιταλία.
Σήμερα η ‘Ndrangheta θεωρείται η πιο ισχυρή μαφία στον χάρτη και από τις πιο πλούσιες στον κόσμο, βγάζοντας €55 δισεκατομμύρια τον χρόνο ή αλλιώς δυόμιση φορές τα ετήσια έσοδα των McDonald’s.
Η τελευταία πράξη του επικού σάγκα του εγκλήματος στο Μιλάνο ήταν όσο δραματικό θα περίμενε κανείς. Το 1987 ο Vallanzasca είχε μόλις συλληφθεί για τελευταία φορά και μια τεράστια δίκη έμελλενα αρχίσει με βάση τις ομολογίες του Epaminonda στην αστυνομία. Η δίκη έγινε μέσα σε ένα ειδικό καταφύγιο και περιλάμβανε 122 κατηγορούμενους. Ξέρανε ότι θα τους βάλουν μέσα ισόβια και κάποιοι θεώρησαν ότι ήταν η τελευταία τους ευκαιρία να ξεκαθαρίσει λογαριασμούς με τους αντιπάλους τους.
Στις 5 Οκτωβρίου, ενώ ο δημόσιος κατήγορος Francesco Di Maggio παρουσίαζε το κατηγορητήριό του για τον μαφιόζο Nuccio Milano, που κατηγορούνταν για 17 φόνους, ο κατηγορούμενος έβγαλε όπλο και έριξε επτά φορές πίσω από κάγκελα. Οι στόχοι του ήταν ο Antonion Faro και ο Antonino Marano, οι νεμέσεις του, που επίσης δικάζονταν. Και οι δύο ήταν αβλαβείς. Δυο αστυνομικοί τραυματίστηκαν αλλά επιβίωσαν.
«Αυτό που συνέβαινε ήταν τόσο σουρεαλιστικό που δεν είχαμε συνειδητοποιήσει αμέσως ότι ήταν πυροβολισμοί», αφηγείται η δημοσιογράφος Marinella Rossi στο La Mala. Ήταν επίσης στο καταφύγιο και κάλυπτε τη δίκη για την καθημερινή εφημερίδα Il Giorno. Οι ερευνητές δεν έμαθαν ποτέ πώς ο Milano κατάφερε να περάσει το όπλο στο δικαστήριο.
Αυτό το αιματηρό και σκληρό κεφάλαιο της ιστορίας εγκλήματος του Μιλάνου έληξε με τη δίκη εκείνη τη χρονιά, αλλά οι συμμορίες δεν εξαφανίστηκαν – απλώς οργανώθηκαν καλύτερα. «Οι εγκληματικές οργανώσεις είναι τώρα ένα underground κομμάτι του οικονομικού μηχανισμού της πόλης», λέει στο VICE η Battistini. «Δεν ανταλλάσσουν πυροβολισμούς και δεν είναι ορατοί αλλά δεν σημαίνει ότι δεν είναι εκεί».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE Italy.
Περισσότερα από το VICE
Τουρίστες Απαντούν αν θα Πήγαιναν στο Άμστερνταμ σε Περίπτωση που Απαγόρευε το Χόρτο
Khay Be: Το “Pyro” Album, η Ζωή στην Αγγλία και το West Coast Rap
Φωτογραφίες Ανθρώπων που Ζουν Δίπλα στα Μεγαλύτερα Εργοστάσια Ενέργειας της Ευρώπη