TRAVEL
Τα μυστηρια του δασκαλου
By Rocco Castoro
Photos by Jason Mojica
Ο Βησσαρίων (aka Sergey Anatolyevitch Torop, aka ο Δάσκαλος), ιδρυτής της Εκκλησίας της Τελευταίας Διαθήκης.
Videos by VICE
Δέκα ώρες αφότου πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στη Ρωσία, παίρνω ένα εξπρές τρένο για να γυρίσω στο αεροδρόμιο. Είναι Αύγουστος στην Μόσχα και ιδρώνω με έναν ιδιαίτερα αηδιαστικό και ανοίκειο τρόπο -έτσι ιδρώνω από τη στιγμή που έφτασα- και έχω αργήσει. Αν χάσω την πτήση μου, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα καταφέρω να φτάσω στην Petropavlovka εγκαίρως για την Εορτή των Καλών Καρπών, ούτε να μιλήσω με έναν Σιβηριανό που μοιάζει με τον Ιησού και πιστεύει ότι ο λόγος του, είναι ο Λόγος του Θεού.
Αγοράζω ένα εισιτήριο και καταλήγω στην πλατφόρμα λίγα λεπτά πριν την αναχώρηση. Έχω αρκετό χρόνο για να βρω το πιο άδειο βαγόνι και να κάτσω σε μια θέση στο πίσω μέρος του. Το τρένο αναχωρεί τρία λεπτά αργότερα. Αυτό με κάνει να νιώθω λίγο καλύτερα, αλλά εξακολουθώ να καταπιέζω τον πανικό για το ενδεχόμενο να χάσω το αεροπλάνο μου. Πραγματοποιείται μόνο μία πτήση την ημέρα και δεν μπορώ να μπω στη διαδικασία να ασχοληθώ με οποιονδήποτε απαντά το τηλέφωνο στη Vladivostok Air, τον μεγαλύτερο αερομεταφορέα της Σιβηρίας.
Αν δεν τα καταφέρω να φτάσω εγκαίρως, θα πρέπει επίσης να επαναπρογραμματίσω το μεταφορικό μου. Η διαδικασία συμπεριλαμβάνει το να εκκλιπαρήσω μια γυναίκα που ονομάζεται Tamriko, με την οποία έχω μιλήσει μόνο μέσω email, να πείσει ένα άλλο μέλος της ομάδας (που από πολλούς θεωρείται αίρεση) να ξυπνήσει στις τέσσερις η ώρα αύριο το πρωί, να καλύψει οδικώς την τρίωρη διαδρομή προς το Διεθνές Αεροδρόμιο Abakan, για να παραλάβει έναν αδιάκριτο Αμερικανό ξένο. Μετά, να τον μεταφέρει σε μια απομακρυσμένη και βαθιά θρησκευόμενη κοινότητα περίπου 4.000 ανθρώπων, που ζουν στη μέση του δάσους Τaiga. Αν αυτό συνέβαινε οποιαδήποτε άλλη μέρα, θα ήταν ένα οριακά λογικό αίτημα, ένα που έχω ήδη κάνει, όταν αναγκάστηκα να αλλάξω το πρόγραμμά μου εξαιτίας ενός προβλήματος που συνάντησα την τελευταία στιγμή με τη βίζα μου. Αλλά αν δεν είμαι μπροστά από ένα πάγκο check-in σε 30 λεπτά, στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσα να φτάσω εκεί στις 18 Αυγούστου. Αυτή είναι η ημερομηνία της ιερότερης των εορτών για την Εκκλησία της Τελευταίας Διαθήκης. Eίναι η ημέρα που πριν από περισσότερες από δύο δεκαετίες ο 29χρονος αστυνομικός και ταλαντούχος ζωγράφος Sergei Anatolyevitch Torop δήλωσε δημοσίως οτι ξαναγεννήθηκε ως Βησσαρίων. Από τότε, έχει καλλιεργήσει μια «ενιαία θρησκεία», ένα τεράστιο αμάλγαμα πνευματικών πεποιθήσεων του χριστιανισμού, του βουδισμού, του ινδουισμού, του ειδωλολατρισμού και άλλων θρησκειών.
Σχεδόν όλα όσα έχει πει ή σκεφτεί ποτέ ο Βησσαρίων έχουν καταγραφεί στην ατέρμονη Τελευταία Διαθήκη, η οποία επί του παρόντος εκτείνεται σε δέκα τόμους και χιλιάδες σελίδες. Περισσότεροι από 5.000 οπαδοί σε όλο τον κόσμο, θεωρούν ότι είναι κάποιου είδους μεσσίας, γνωστός ως «ο Δάσκαλος». Πιστεύουν επίσης ότι το σύμπαν έχει δύο προελεύσεις (η μία γέννησε τη φύση και η άλλη την ανθρώπινη ψυχή), αλλά και σε κάτι που ονομάζεται το «εξώτερο μυαλό», (δηλαδή στους εξωγήινους), καθώς και ότι έρχεται το τέλος του κόσμου. Ή τουλάχιστον αυτό είναι που καταλαβαίνω από μια χούφτα γραφών που έχουν (κάπως φτωχά) μεταφραστεί στα Αγγλικά.
Στο τρένο σκέφτομαι την στροβιλιστική εντύπωση που μου άφησε η Μόσχα: Είναι ως επί το πλείστον γκρι, λίγο καφέ και παράξενα αποτελεσματική. Και φυσικά φτάνω στο Vnukovo ακριβώς στην ώρα μου και κάνω σπριντ προς την πύλη μου. Ενώ καταλήγω στο τέλος μιας μικρής ουράς, κοιτάω το φωτισμένο με νέον μπαρ που βρίσκεται πίσω μου. Ήλπιζα να έχω χρόνο να πάρω μια μπύρα, κυρίως επειδή εκεί που πάω δεν επιτρέπεται. Αντ’ αυτού, προσπάθησα να απασχολήσω τον εαυτό μου με τη σκέψη πως αν αυτό το αερδοδρόμιο ήταν το JFK, θα την είχα πατήσει, γιατί θα έπρεπε να προσέχω να μην πω σκατά μέσα στην επόμενη βδομάδα, διότι οι βρισιές επίσης απαγορεύονται στην Εκκλησία. Όπως και ο καπνός, το κρέας και υποθέτω πολλά άλλα πράγματα, απλώς τα παραπάνω έτυχαν ειδικής μνείας από την Tamriko προτού φτάσω.
Τέσσερις ώρες, ένα γκρι κομμάτι κοτόπουλο και δύο περίεργες καραμέλες λεμονιού αργότερα, προσγειώνομαι στο Abakan στις 7:30, με καθυστέρηση μισής ώρας. Μπαίνω στο μικροσκοπικό λόμπι. Μυρίζει περίεργα. Όλα μοιάζουν φτιαγμένα από μια γιγάντια σοβιετική μηχανή που κατασκεύασε πανομοιότυπα αεροδρόμια, τα οποία εγκαταλείφθηκαν και αφέθηκαν να σαπίσουν. Το χειρότερο είναι ότι δεν βλέπω κανέναν να κρατά μια επιγραφή που να λέει Rocco. Η Tamriko με διαβεβαίωσε ότι ένας τύπος που ονομάζεται Ruslin θα βρισκόταν εκεί, κρατώντας αυτή την επιγραφή. Ήμουν πολύ εξαντλημένος για να πανικοβληθώ, έτσι κάθισα και περίμενα για 15 λεπτά, μέχρι που ένας ψηλός άντρας με σγουρά ξανθά μαλλιά γύρω στα 20, με ένα κομμάτι χαρτόνι κάτω από το μπράτσο, πέρασε την ασφάλεια και σκάναρε γρήγορα την αίθουσα. Ακόμα και πριν προσέξω την επιγραφή, ξέρω ότι αυτός είναι – είναι ακριβώς ο τύπος ανθρώπου που περίμενα. Σηκώνομαι και περπατώ προς το μέρος του. Αυτός στρέφει το κεφάλι προς το δικό μου.
«Rocco», λέω δείχνοντας το στήθος μου. Με κοιτάει στα μάτια, το βλέμμα του σταματά για λίγα δευτερόλεπτα, και μετά κρατάει την πινακίδα μπροστά του. Απαντώ μόνο με ένα νεύμα. «Ναι», λέει και βάζει κάτι που μοιάζει αμυδρά Ισλαμικό στο κεφάλι του. Περνάμε την έξοδο και κατευθυνόμαστε στο πάρκινγκ χωρίς να μιλάμε. Μου προκαλεί ανατριχίλα.
Δίπλα στο αυτοκίνητό του, ένα δεξιοτίμονο station wagon με τετρακίνηση, συναντώ μια κοπέλα που υποθέτω ότι είναι η γυναίκα ή η φίλη του. Είναι νέα και όμορφη με έναν ιδιαίτερο τρόπο και μου συστήνεται χαμογελώντας. Αλλά δεν υπάρχει κανένας τρόπος να καταφέρω να προφέρω σωστά ή να θυμηθώ το όνομά της αυτή τη στιγμή. Δεν επιχειρώ καν να το γράψω στο σημειωματάριο μου.
Συνομιλούν χαμηλόφωνα στα μπροστινά καθίσματα για λίγα δευτερόλεπτα και στη συνέχεια ο άντρας δείχνει ένα θερμός που βρίσκεται στην κονσόλα. «Καφέ;» Νεύω. Μου βάζει ένα φλιτζάνι, ενώ η γυναίκα αναζητεί κάτι στο πάτωμα γύρω της και σηκώνεται κρατώντας ένα βαζάκι μαρμελάδας, που μοιάζει να περιέχει κόλλα του Elmer. Χύνει λίγη στον καφέ μου και μου τον δίνει. Με κοιτάνε μέχρι να πιω μια γουλιά. Αν είναι δηλητήριο ή χυμός πλύσης εγκεφάλου, δεν έχει και τόσο άσχημη γεύση. Εγώ πίνω γρήγορα και καθόμαστε για άλλα ένα ή δύο λεπτά χωρίς να μιλάμε. «Πάμε», λέει ο άντρας και γυρνάει το κλειδί.
Γρήγορα συνειδητοποιώ ότι ο Ruslin και η κυρία του, είτε δεν μιλούν καλά Αγγλικά είτε για κάποιο λόγο δεν θέλουν να μιλήσουν μαζί μου, έτσι για να έχω κάτι να κάνω, προσπαθώ να κάνω ένα στικάκι 3G που αγόρασα στη Μόσχα να δουλέψει στο laptop μου. Καταφέρνω να συνδεθώ και προσπαθώ να μιλήσω με προβληματικό video-chat και στη συνέχεια με iChat, με τη φίλη μου. Της λέω ότι όλα είναι καλά, ότι δεν έχω κοιμηθεί για περίπου 26 ώρες και αστειεύομαι για το ότι ήπια έναν πραγματικά περίεργο καφέ που μου δόθηκε από ανθρώπους που είναι μέλη αίρεσης και οι οποίοι τώρα με οδηγούν σε μια από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Σιβηρίας. Στη συνέχεια, η σύνδεση πέφτει και δεν επανέρχεται.
Η θέα της Κατοικίας της Αυγής από το Όρος του Ναού.
Κάνουμε μερικές στάσεις ανεφοδιασμού για τρόφιμα και άλλες προμήθειες, σε μια περιοχή που – κατά πάσα πιθανότητα αγενώς – υποθέτω ότι είναι η Ρωσική έκδοση των πιο αγροτικών περιοχών του Τενεσί. Αλλά ναι, είναι. Παντού βλέπεις πορτοκαλί γιλέκα και φόρμες παραλλαγής, τα καταστήματα δεν φαίνεται να έχουν επιγραφές και είμαι αρκετά βέβαιος ότι μια από τις υποχρεώσεις μας εκπληρώνεται σε ένα μέρος που πουλά γιγάντιες σακούλες σκουπιδιών γεμάτες μεταχειρισμένα ρούχα. Επίσης, το τοπίο είναι μαγευτικό και άγριο. Κάποια στιγμή σταματάμε απότομα μπροστά από ένα σπίτι και η νεαρή γυναίκα βγαίνει από το αυτοκίνητο, ενώ ο Ruslin περιμένει. Επιστρέφει με ένα γιγαντιαίο βάζο γεμάτο -υποθέτω- με γάλα, κατι που καταπαραΰνει τους φόβους μου σχετικά με αυτό που ήπια νωρίτερα.
Μια ώρα αργότερα, βγαίνουμε από την εθνική οδό και οδηγούμε σε χωμάτινους και ασφαλτοστρωμένους δρόμους για την επόμενη μισή ώρα, μέχρι που καταλήγουμε να οδηγούμε μόνο σε χωματόδρωμους. Ο Ruslin κλείνει τα παράθυρα ώστε να μην μας πνίγει η σκόνη, ενώ το σανιδώνει. Ο ήχος από τη μηχανή και τις πέτρες που χτυπούν το σασί κάνουν δύσκολη τη συνομιλία, έτσι μένουμε όλοι σιωπηλοί για το υπόλοιπο της διαδρομής, ενώ ψηνόμαστε στους 32 βαθμούς.
Έχοντας πάρει την τελική στροφή προς την Petropavlovka, μας καλωσορίζει μια πινακίδα-γλυπτό που κυριολεκτικά μοιάζει να ανήκει σ’ ένα από τα πιο ταπεινά θεματικά πάρκα του Ορλάντο. Αλλά το τοπίο είναι πολύ όμορφο. Λίμνες, καθαρός ουρανός, δέντρα, πλούσια περιβόλια και γρασίδι παντού, περικυκλωμένο από τα Όρη Sayan. Μερικές εκατοντάδες κατασκευές σε διάφορα μεγέθη στολίζουν το τοπίο, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι στο ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό στυλ της κοινότητας. Εντοπίζω το ναό που έχω δει σε φωτογραφίες, το ναό που έχτισαν περισσότερο από μια δεκαετία πριν ο Βησσαρίων και οι οπαδοί του, καθώς μετέτρεπαν μια άγονη λασπώδη τρύπα σε ένα αύταρκες χωριό, τουλάχιστον 100 μίλια μακριά από τον πολιτισμό. Περίπου 4.000 οπαδοί ζουν μεταξύ αυτού του σημείου και της Κατοικίας της Αυγής, στην περιοχή όπου μετακόμισαν ο Βησσαρίων και οι πιο κοντινοί ακόλουθοί του, αφότου η Petropavlovka έγινε πολύ θορυβώδης για τα γούστα τους. Νιώθω σαν να έχω οδηγήσει μέσα σε μυθιστόρημα του Tolkien.
Φθάνω στο Γερμανικό Οίκο – ένα είδος πνευματικού ξενώνα υποδοχής, που φιλοξενεί φοιτητές, Βησσαριωνίτες από το εξωτερικό, και τους πνευματικά περίεργους, τον οποίο διαχειρίζονται ο Ruslin και μια Γερμανίδα, η Birgitt. Η Tamriko επίσης δουλεύει εδώ, αλλά δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή. Συστήνομαι στη Birgitt η οποία με ρωτά αν είμαι πεινασμένος. Της λέω ότι θα προτιμούσα να κοιμηθώ παρά να φάω, έτσι με οδηγεί επάνω, στο δωμάτιό μου. Μου ζητά επίσης να κατέβω σε μιάμιση ώρα για να γνωρίσω τους άλλους φιλοξενούμενους και να μιλήσω με τον Vladimir, έναν από τους επόπτες του Βησσαρίωνα και σημαντικό ηγέτη στην κοινότητα. Αυτός θα μου εξηγήσει τι αναμένεται από τους επισκέπτες που προσκαλούνται στην Κατοικία της Αυγής. Μαθαίνω επίσης ότι δεν θα κοιμηθώ εδώ ούτε απόψε ούτε αύριο, κάτι το οποίο δεν γνώριζα. «Spah – see – bahh», λέω, εκφράζοντας τις ευχαριστίες μου σαν θύμα πρόσφατου εγκεφαλικού επεισοδίου.
Καταφέρνω να πάρω έναν υπνάκο 45 λεπτών, τον πρώτη μου ύπνο εδώ και 30 περίεργες ώρες, προτού με ξυπνήσει ένας άντρας που ξεπακέταρε τα πράγματά του στην κουκέτα απέναντι από τη δική μου.
«Συγγνώμη αν σε ξύπνησα», λέει. Σκέφτομαι πως αν ξανακοιμηθώ, δεν θα ξαναξυπνήσω. Είναι ο Maciej, ένας Πολωνός φοιτητής ανθρωπολογίας της θρησκείας σε ένα πανεπιστήμιο στη Σλοβενία. Λέει ότι έφτασε εδώ με τον Υπερσιβηρικό και μετά με ένα Σοβιετικό λεωφορείο-τέρας. «Κάποιοι που γνώρισα στο τρένο μου είπαν ότι εδώ κάνουν πλύση εγκεφάλου στους επισκέπτες», λέει. «Προσπάθησαν να με πείσουν να μην έρθω, αλλά δεν νομίζω ότι θα είμαι σε κίνδυνο.»
Κατεβαίνουμε για το γεύμα – πολλές φρέσκες πατάτες και πρασινάδες – και γνωρίζουμε τους συγκάτοικούς μας, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται δύο γυναίκες φοιτήτριες ανθρωπολογίας, ένας Γερμανός φωτογράφος και η γυναίκα του. Η Tamriko είναι και αυτή εδώ και δεν είναι καθόλου όπως την περίμενα. Είναι μόλις 24 και μου λέει ότι λιγότερο από έναν χρόνο πριν, εξασκούσε το αστικό δίκαιο στη Μόσχα.
«Δεν ένιωθα άνετα με τη ζωή στη Μόσχα,» λέει. «Συνειδητοποίησα ότι δεν μου άρεσε η δουλειά μου. Όταν ήρθα εδώ, ένιωσα ένα πολύ θετικό συναίσθημα, ότι ίσως ήθελα να μείνω και να ζήσω.»
Γνώριζε για τον Βησσαρίωνα από τα 18 της, όταν ο θείος της την μύησε για πρώτη φορά στις διδαχές του. Μου λέει ότι στην αρχή οι γονείς της – άνθρωποι που έζησαν την κατάρρευση του Κομμουνισμού και δεν είχαν τη θρησκεία σε υψηλή εκτίμηση – δεν ενέκριναν την απόφασή της να αφήσει τη Μόσχα και τη δουλειά της.
«Η οικογένειά μου δεν μιλούσε για τον ‘Θεό’ ή οτιδήποτε παρόμοιο. Αλλά ήμουν πολύ ανοιχτός άνθρωπος. Για παράδειγμα, θεωρώ πως είναι εντάξει να επισκεφτώ μια Καθολική εκκλησία ή να συναντήσω Βαπτιστές, αλλά όταν κάποιος μου μίλησε για τον Βησσαρίωνα ήμουν κάπως: ‘A! Aν αυτή είναι η αλήθεια, είναι τόσο ενδιαφέρουσα. Πρέπει να προσπαθήσω να βρω τα βιβλία του’»
Η Tamriko μου λέει πως οι γονείς της έχουν αλλάξει γνώμη από τότε – ότι είχαν κάποια «ψυχικά προβλήματα» και πως ο θείος της εξήγησε στον «πολύ λογικό» πατέρα της πως ο Δάσκαλος είχε όλες τις απαντήσεις. Μέσα σε έξι μήνες, ο πατέρας της είχε όλα τα βιβλία του Βησσαρίωνα, και η μητέρα της, αν και όχι τόσο παθιασμένη, θεωρεί ότι ο Δάσκαλος «είναι ένας καλός άνθρωπος που έχει κάνει καλές πράξεις.»
Στη συνέχεια, λέει πως της είπαν ότι θέλουν να μετακομίσουν σύντομα στην Petropavlovka ή σε κάποια κοντινή κοινότητα, ακόμη και αν δεν την έχουν ακόμα επισκεφθεί. Αργότερα, έμαθα ότι η ίδια δεν έχει συναντήσει ποτέ προσωπικά τον Βησσαρίωνα. Ωστόσο, είχε κατά κάποιο τρόπο διευκολύνει τη συνέντευξή μου μαζί του, την πρώτη που δίνει εδώ και τουλάχιστον τρία χρόνια, από τη στιγμή που αποφάσισε ότι δεν θα ξαναμιλήσει σε δημοσιογράφους. Αρχικά, μου είχε πει ότι μια ακρόαση με τον Δάσκαλο θα ήταν μάλλον απίθανο να πραγματοποιηθεί, αλλά επέμενα, στέλνοντας τις ερωτήσεις μου αρκετές εβδομάδες πριν από το ταξίδι μου. Πέντε μέρες πριν φύγω, μου έστειλε ένα email, λέγοντας ότι ο δάσκαλος είχε εγκρίνει τη συνάντησή μας, η οποία ελπίζω ότι θα λάβει χώρα μεθαύριο. Εκείνη δεν παρείχε καμία εξήγηση ως προς το γιατί μου παραχωρήθηκε αυτή η τιμή, αλλά αυτό δεν με πειράζει καθόλου.
Μετά το γεύμα, συναντήσαμε τον Vladimir, ένα ισχυρό και δυναμικό άνδρα με γκρι αλογοουρά και καπέλο παρόμοιο με αυτό του Ruslin. Μας λέει τι απαιτείται από τους επισκέπτες που καλούνται στην Κατοικία της Αυγής, ειδικά εκείνους που επιθυμούν να καταγράψουν την εμπειρία τους. Με άλλα λόγια, εμένα και τον μεσήλικα Γερμανό φωτογράφο που καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Ο ίδιος μας λέει ότι θα φύγει σε δύο ώρες και μας δίνει συμβουλές για το τι πρέπει να κάνουμε αν συναντήσουμε αρκούδα. Προφανώς θα μείνω με μια οικογένεια που ζει στην Κατοικία της Αυγής, ή στο γρασίδι κάτω από τα αστέρια (αμέλησα να φέρω υπνόσακο). Δεν έγινε σαφές τι απ’ όλα ισχύει. Είτε έτσι είτε αλλιώς, θα κοιμηθώ ήσυχος.
Τα πολλά φιλικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Τελευταίας Διαθήκης και μερικοί επισκέπτες.
Καταφέρνω να κλείσω λίγο τα μάτια μου στο δωμάτιό μου προτού με ξυπνήσει ξανά ο συγκάτοικός μου, λέγοντάς μου ότι είναι ώρα να φύγουμε. Μου παίρνει λίγη ώρα να ντυθώ και να ελέγξω τις προμήθειές μου, επειδή είμαι εξωφρενικά κουρασμένος και μισο-ονειρεύομαι σε ένα μέρος που θα μπορούσε εύκολα να είναι -στην πραγματικότητα- όνειρο. Τρέχω κάτω χωρίς να δέσω τα κορδόνια μου, ξεχνώντας σχεδόν τον υπνόσακο που μου δάνεισε η Tamriko, η οποία αποφασίζει να μείνει πίσω, και μπαίνω σε ένα σκουριασμένο αλλά φαινομενικά άφθαρτο, Σοβιετικής εποχής φορτηγάκι, μαζί με τους νέους φίλους μου από τον Γερμανικό Οίκο και κάποια νέα πρόσωπα.
Είναι μια διαδρομή ακόμα πιο ταραχώδης από την πρωϊνή, αλλά ο ικανός οδηγός μας, ο οποίος φαίνεται να μπορεί να οδηγήσει ακόμα και Σοβιετικό τανκ, οδηγεί εύκολα μέσα από ατέλειωτες λακούβες και λασπότρυπες που θα μπορούσαν να περάσουν για λίμνες. Προσπαθώ να κάνω κουβεντούλα με τους σενεπιβάτες μου αλλά έχει τόσο θόρυβο, που για να συνεννοηθούμε, πρέπει να φωνάζουμε. Την περισσότερη ώρα ειμαστε σιωπηλοί και απλά περιμένουμε. Στη διπλανή θέση κάθεται ένας νεαρός ξανθός άντρας με καπέλο, που κοιτάει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τα καφεπράσινα, διαπεραστικά μάτια του μου θυμίζουν τα μάτια του Ruslin. Στα χέρια του κρατάει κάτι σαν μαύρο ροζάριο, το οποίο παίζει στα δάχτυλά του. Αργότερα μαθαίνω ότι είναι ο γιος του Βησσαρίωνα, αλλά είναι προφανές ότι δεν θέλει να μιλήσει μαζί μου, ούτε και με κάποιον άλλο στο βαν.
Μια ώρα αργότερα, φτάνουμε στη βάση του ορεινού μονοπατιού, γεμάτη με αυτοκίνητα και ταξιδιώτες που ήρθαν για να γιορτάσουν αυτό που για την κοινότητα ισοδυναμεί με Πάσχα.
Μαθαίνω ότι πέρσι είχαν φτάσει πάνω από 2,000 προσκυνητές. Φαίνεται ότι φέτος η προσέλευση θα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Η πεζοπορία πάνω στο βουνό δεν είναι τόσο απαιτητική όσο φανταζόμουν. Το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής είναι καλυμμένο με ξύλινες σανίδες και δεν χρειάζεται να σκαρφαλώσουμε σε βράχους.
Παρ’ ολα αυτά, κάποιοι δεν μπορούν να ακολουθήσουν τον ζωηρό ρυθμό του Vladimir, έτσι, κάνουμε αρκετές στάσεις για ξεκούραση. Κάνω βόλτες στην ομάδα για να μιλήσω με τους συνταξιδιώτες μου και να μάθω γιατί έχουν κάνει όλο αυτό τον δρόμο.
Μια γυναίκα γύρω στα 50, όλο χαμόγελα και με λαμπερά μάτια, μου λέει ότι εδώ και δεκαετίες γυρίζει τον κόσμο με την ασαφώς γενική αποστολή να τιμήσει όλες τις θρησκείες και να μεταδώσει τον καλό λόγο. Αναφέρει, επίσης, ότι ένας φίλος της εφηύρε πρόσφατα μια τηλεόραση που μπορεί να αναμεταδώσει την ψυχή του θεατή. Έχει έρθει εδώ αρκετές φορές και έχει παροτρύνει και άλλους να έρθουν, αλλά περνάει τον περισσότερο χρόνο της στην Ινδία. Ένα ζευγάρι από τη Σουηδία που μιλάει πολύ για το περιβάλλον και για το πώς ο δημιουργός είναι πανταχού παρών, υποστηρίζει ότι το να τρώει κανείς κρέας είναι κατακριτέο. Με κάνουν να θέλω να φάω χάμπεργκερ και να πιω μπύρα. Ένας άλλος, στο τέλος της εφηβείας ή στις αρχές της δεκαετίας των 20 έχει στο πρόσωπο και στο μέτωπό του μικρά τριγωνικά κοψίματα. Προσπαθώ να μείνω μακριά του.
Φτάνουμε στο τέλος του μονοπατιού μισή ώρα νωρίτερα από ό, τι είχαμε προγραμματίσει και ο Vladimir μας οδηγεί σε μια μικρή πράσινη κατασκευή που βρίσκεται λίγο πιο πέρα, λέγοντάς μας να σχηματίσουμε ουρά μποροστά από κάτι που στην ουσία είναι ένα αυτοσχέδιο τελωνείο. Ο υπάλληλος μέσα στο υπόστεγο σημειώνει τα ονόματά μας και μας δίνει πρόσβαση στην Κατοικία της Αυγής. Περπατάμε σιωπηλά προς τις πύλες της πόλης, μια στενή κατασκευή με κυρτή στέγη, όπου μας περιμένει μια ομάδα ανθρώπων που πρέπει να αποτελείται από τους προύχοντες της πόλης. Χαιρετούν τον Vladimir και συζητούν για λίγο μαζί του. Ξεχωρίζω τη λέξη Aμερικανός και ένας από τους άντρες μου κάνει νόημα να ακολουθήσω εκείνον και τη Νina, μια γυναίκα γύρω στα 30 που βρισκόταν μαζί μου στο βαν, η οποία μιλούσε αρκετά καλά Αγγλικά – σε έναν άγνωστο προορισμό.
«Πού πάμε;» Ρωτάω. «Στο σπίτι,» απαντά η Νίνα. Γελάω νευρικά.
Φτάνουμε σε μια μικρή κατοικία όπου μια γυναίκα με φούστα μας χαιρετά με ενθουσιασμό στα Ρώσικα. Η Nina μου λέει ότι την λένε Μarina και ότι θα μείνουμε εδώ για τις επόμενες δύο μέρες, μαζί με άλλους έξι φιλοξενούμενους. Συνειδητοποιώ επιτέλους ότι η Νina θα είναι η ξεναγός και μεταφράστριά μου για το υπόλοιπο του ταξιδιού. Φαίνεται ότι εδώ τους αρέσει να αφήνουν τον κόσμο να καταλαβαίνει διάφορα πράγματα από μόνος του.
Η Marina μας έδειξε τον χώρο στον οποίο θα κοιμόμαστε – τη σοφίτα, που είχε μετατραπεί σε δωμάτιο, πίσω από μια κουρτίνα που οδηγούσε στο υπνοδωμάτιο της ίδιας και του συζύγου της. Επιμένει να κατεβούμε αμέσως για γεύμα, μας προσφέρει απλό φαγητό – κρύα σούπα λαχανικών, τυρί, ψωμί, πατάτες και μαύρο τσάι. Η Μarina μας εξηγεί μέσω της Nina τις οδηγίες για το που θα βρούμε την εξωτερική τουαλέτα, το ντους και φακούς που θα μας βοηθούσαν να φτάσουμε σε αυτά τα μέρη το βράδυ. Ρωτάω τη Νίνα το λόγο που ο Βησσαρίων απαιτεί από τους πιστούς του να ακολουθούν χορτοφαγική δίαιτα (κατά το ξεκίνημα της κοινότητας, τα μέλη ακολουθούσαν αυστηρή δίαιτα vegan, αλλά οι απογοητευτικές σοδειές και κάποια παράπονα για αρρώστιες βρεφών ανάγκασαν τον Δάσκαλο να αλλάξει τους διατροφικούς περιορισμούς). Λέει ότι το κρέας απαγορεύεται γιατί περιέχει «πληροφορίες θανάτου» κι εγώ γρήγορα αλλάζω θέμα. Καταλήγουμε να μιλάμε για την οικογένειά της. «Έχω ένα γιο εδώ στο μοναστήρι, στην κορυφή του ναού,» λέει. «Είναι 18 και τον επισκεπτόμουν συνέχεια αλλά…» Μου λέει επίσης λίγα πράγματα για τον εαυτό της – ότι κάποτε μετέφραζε βιβλία του Stephen King στα Ρώσικα προτού μετακομίσει στην κοινότητα πριν από πολλά χρόνια. Της αρέσουν τα μυθιστορήματα. «Αυτό είναι αυτό το μέρος,» λέει. «Είναι σαν να μπαίνεις σε παραμύθι.»
Προσπαθώ να τελειώσω τη σούπα μου αλλά δεν μπορώ, την επιστρέφω στη Μαρίνα και ελπίζω να μην το θεωρήσει προσβλητικό. Ένας άντρας που μου συστήνεται ως Slava, πλησιάζει φαινομενικά από το πουθενά, με πλατύ χαμόγελο και λέει σε εμένα και τη Nina να τον συναντήσουμε απόψε έξω από το σπίτι της Marina στις εφτά το βράδυ ακριβώς, αν θέλουμε να προλάβουμε την αποψινή λειτουργία. Θέλουμε.
Η λειτουργία αποτελείται από μερικές εκατοντάδες ανθρώπων, οι οποίοι προσεύχονται και γονατίζουν γύρω από κάτι που από μακριά μοιάζει με το ankh. Μόλις πλησιάσαμε, αντιλαμβάνομαι ότι το σχήμα είναι αυτό του κλασσικού Χριστιανικού σταυρού, με ένα κύκλο γύρω από την ένωση. Περιβάλλεται από αγάλματα αγγέλων. Η Nina μου λέει ότι ο κύκλος συμβολίζει την έννοια της πίστης τους, που τα περικλείει όλα και μετά κάνει τον σταυρό της, με μια επιπρόσθετη κυκλική κίνηση γύρω από το κεφάλι και το πάνω μέρος του κορμού της. Επισημαίνει, επίσης, τους 14 δρόμους διαφόρων σημασιών που ξεκινούν με κεντρικό άξονα το κέντρο της πόλης. «Το 13 ήταν σημαντικός αριθμός στην Καινή Διαθήκη», εξηγεί. «Και έτσι, έχουμε 14, διότι είναι το επόμενο.» Στη συνέχεια, μια καμπάνα χτυπά 14 φορές, ενώ όλοι κλείνουν τα μάτια τους για να προσευχηθούν.
Μετά τoν τελευταίο χτύπο της καμπάνας, ένας άγνωστος μου δίνει ένα λεπτό κίτρινο κερί και μου το ανάβει. Πέφτει το σκοτάδι, και ακόμα και ο πιο φανατικά άθεος θα έπρεπε να παραδεχτεί ότι η σκηνή αυτή είναι αγνή και όμορφη με έναν σπάνιο τρόπο. Μετά από περίπου μια ώρα ύμνων και ευλογιών, κάθομαι πάνω σε ένα βράχο και με παίρνει ο ύπνος με το κεφάλι στα χέρια μου. Η Nina με ξεσηκώνει σύντομα και επιστρέφουμε στη Μarina για να περάσουμε τη νύχτα. Κοιμάμαι σα νεκρός (μπαμπάς).
H πομπή στο Όρος του Ναού για την Εορτή των Καλών Καρπών.
Ξυπνώ κατά την ανατολή του ηλίου. Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα, η Εορτή των Καλών Καρπών – ο λόγος για τον οποίο χιλιάδες πιστοί από όλο τον κόσμο έχουν έρθει εδώ για να ρίξουν μια φευγαλέα ματιά στον κύριό τους, ενώ θα δίνει το ετήσιο διάγγελμά του στο βουνό. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους προσηλυτίστηκαν μετά τη συνάντησή τους με τον Βησσαρίωνα σε μία από τις πολλές αποστολές του σε όλη τη Ρωσία, την Ευρώπη και άλλα μέρη του κόσμου, κατά τις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Οι Aμερικανοί επισκέπτες ωστόσο, είναι σπάνιοι.
Μέχρι τις οκτώ, έχουμε επιστρέψει στον σταυρό με τον κύκλο, σαν να μην είχε τελειώσει ποτέ η χτεσινοβραδινή λειτουργία. Σήμερα το πρωί, όμως, υπάρχουν τουλάχιστον τρεις φορές περισσότεροι άνθρωποι γύρω του, ενώ μέσα από τις πύλες συνεχίζουν να καταφθάνουν περισσότεροι. Κοιτάω από μακριά το μονοπάτι προς το ναό και το σπίτι του Βησσαρίωνα, και αφήνω τη λειτουργία για να κάνω μια βόλτα στην πόλη. Αρκετοί δημοσιογράφοι έχουν επισκεφθεί την κοινότητα όλα αυτά τα χρόνια, πολλοί από τους οποίους έκαναν τον τόπο να φαίνεται πρωτόγονος και γεμάτος δυσκολίες. Και ενώ είμαι βέβαιος ότι οι βάναυσοι χειμώνες στη Σιβηρία είναι οι χειρότεροι, με τρόπους που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε, με την πρώτη ματιά ο τόπος φαίνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου αυτάρκης. Τα περισσότερα από τα σπίτια φαίνεται να έχουν ηλιακή ενέργεια, ενώ μερικά έχουν δορυφορική τηλεόραση και Ίντερνετ. Εξωφρενικά τεράστια λαχανικά αναπτύσσονται σε σχολαστικά περιποιημένους κήπους. Αρχίζω να κατανοώ τη γοητεία αυτού του τόπου, και μέχρι σήμερα, όλοι όσοι γνώρισα, φαίνονται πολύ χαρούμενοι και συμφιλιωμένοι με την απόφασή τους να αφήσουν πίσω ένα κόσμο που θεωρούν κατεστραμμένο και να αρχίσουν μια ζωή απ’ την αρχή, σε αυτό το παρθένο οικόπεδο.
Για κάποιο λόγο, αισθάνομαι ότι κάποιοι από τους κατοίκους αρέσκονται περισσότερο στον τρόπο ζωής που έχουν εδώ, παρά στην θρησκεία, αλλά λαμβάνοντας υπόψη ότι το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο, εκτελούν με ευχαρίστηση τις υποχρεώσεις τους ώστε να παραμείνουν. Οι περισσότεροι όμως, είναι ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι στον Βησσαρίωνα και τις διδαχές του. Εξετάζω επίσης το ενδεχόμενο ότι ίσως και να έχουν δίκιο – ίσως η ανθρωπότητα να μην μπορεί να διατηρηθεί στην παρούσα αυτοκαταστροφική κατάσταση στην οποία βρίσκεται, και ίσως θα έπρεπε να τα παρατήσουμε όλα και να ξεκινήσουμε από την αρχή. Ακόμα, αν το τέλος όντως πλησιάζει, θα είναι δύσκολο να βρει κανείς καλύτερο μέρος για να περάσει την αναμονή, από την κορυφή ενός βουνού στην Σιβηρία.
Η Nina με εντοπίζει για να μου ανακοινώσει ότι η πομπή προς το Όρος του Ναού θα ξεκινήσει σε 20 λεπτά, έτσι κατευθυνόμαστε προς τις πύλες, όπου η συνάθροιση μεγαλώνει συνεχώς. Περιμετρικά, διάφοροι μουσικοί – οι περισσότεροι είναι παιδιά- κουρδίζουν τα βιολιά τους και φυσούν νότες από τα πνευστά τους. Σύντομα είναι ώρα να αρχίσουμε το περπάτημα και παρατηρώ μερικές χιλιάδες άνθρωπους να περνούν τις πύλες και να ενώνονται με το πλήθος. Σταματάμε όταν η κορυφή της πορείας φτάνει στην είσοδο του μονοπατιού που ανεβαίνει στο βουνό. Στα μισά του μονοπατιού αρχίζει να βρέχει, αλλά είναι μια όμορφη μέρα και κανείς δεν ενοχλείται. Μέχρι να φτάσουμε στο μοναστήρι, ο καιρός είναι ξανά αίθριος και συνεχίζουμε προς ένα μικρό ναό, χωμένο σ’ ένα ξέφωτο. Ακολουθούν περισσότερα τραγούδια, καμπάνες, ψαλμοί και πολλοί λευκοί μανδύες. Προσπαθώ να παραμείνω αφοσιωμένος, αλλά ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος που απολάμβανε τη λειτουργία.
Κατόπιν, με καλούν για μια ξενάγηση στο μοναστήρι, μια εντυπωσιακή διώροφη κατασκευή στην οποία ζούσε ο Βησσαρίων προτού την δωρίσει στον διευθυντή, τον Αndrey, και σε μια εναρκτήρια τάξη οκτώ έφηβων μοναχών. Ο Andrey μου λέει ότι πάντα ένιωθε εκτός τόπου στη ζωή του μέχρι που επισκέφτηκε για πρώτη φορά την κοινότητα, στην οποία αμέσως αισθάνθηκε σαν στο σπίτι του. Τον ρωτάω για τις πρώτες ημέρες του κινήματος, αμέσως μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. «Το σύμπαν ετοίμαζε αυτό το μέρος πριν από την κατάρρευση του κομμουνισμού», λέει. «Έχει διατηρηθεί ανέπαφο από την ανάπτυξη.» Έπειτα, απαριθμεί την καθημερινότητα των αγοριών, η οποία δεν φαίνεται να περιλαμβάνει κάτι άλλο από δουλειές, προσευχή, μαθήματα και αρκετή γυμναστική. Αργότερα, με ρωτάει πώς αισθάνομαι για την κοινότητα και αν θα σκεφτόμουν ποτέ να ζήσω εδώ. Του λέω ότι φαίνεται πολύ ενδιαφέρον μέρος, αλλά δεν είμαι σίγουρος για το τι θα μπορούσε να προσφέρει ένα παιδί της πόλης σαν κι εμένα. «Είσαι συγγραφέας», λέει. «Είναι ένα επάγγελμα συναρπαστικό για εμάς, γιατί προσπαθούμε να δημιουργήσουμε νέα έργα, όπου δεν θα υπάρχουν αρνητικοί χαρακτήρες.» Προσπαθώντας να αλλάξω θέμα, ρωτάω εάν θα μπορούσα ίσως να μιλήσω με έναν από τους νεαρούς μοναχούς. Συμφωνεί και με οδηγεί επάνω, στο δωμάτιο που ο Βησσαρίων είχε στο παρελθόν χρησιμοποιήσει ως εργαστήριο ζωγραφικής.
Συναντώ τον Τζον, έναν τριτοετή μαθητή που φαίνεται καλύτερα προσαρμοσμένος από τα περισσότερα 16χρονα που έχω συναντήσει, αλλά αυτό ίσως συμβαίνει γιατί δεν γνωρίζει πολλά εκτός αυτής της κοινότητας. Για πρώτη φορά, φαντάζομαι πως πρέπει να είναι να γεννιέται κανείς εδώ, (αν και ο John μου λέει ότι δεν έχει γεννηθεί εδώ, οι γονείς του μετακόμισαν όταν ήταν εννέα). Του ζητώ να ονομάσει το αγαπημένο του μάθημα ή την αγαπημένη του καθημερινή δραστηριότητα. «Το να είμαι χρήσιμος για τους άλλους», απαντά ο ίδιος, σχεδόν αντανακλαστικά. Μετά από λίγη αδιακρισία, τον καταφέρνω να παραδεχτεί ότι απολαμβάνει την κατασκευή και τη χρήση «ηλεκτρικών εργαλείων και εξοπλισμού που λειτουργούν με φυσικό αερίο.» Είναι απρόθυμος να απαντήσει σε κάτι πολύ προσωπικό και η ώρα του εορταστικού κηρύγματος του Βησσαρίωνα πλησιάζει σύντομα, γι’ αυτό και αποχαιρετιόμαστε. Kατευθύνομαι με τη Nina σε μια τεράστια σκηνή λαξευμένη στο βράχο, περίπου στα μισά του βουνού, όπου χιλιάδες οπαδοί περιμένουν λίγα λόγια από τον δάσκαλό τους.
Η αγωνία κορυφώνεται και το πλήθος σπρώχνει προς τα εμπρός όταν ένας από τους αρχιερείς του Βησσαρίωνα (υπάρχουν μόνο δύο) εμφανίζεται στην πέτρινη εξέδρα, λίγα λεπτά πριν τη δύση του ηλίου. Προετοιμάζει το πλήθος με μια εκτεταμένη ομιλία. Στη συνέχεια, κάθεται σε μια καρέκλα στο πλάι, και όλοι αναμένουν σιωπηλά την μεγάλη είσοδο του Δασκάλου.
Ο Βησσαρίων εμφανίζεται στο βάθος και περπατά αργά, σαν καλός σόουμαν, προτού κάνει μια παύση για να σαρώσει το πλήθος. Στη συνέχεια, παίρνει θέση σε ένα βασιλικό θρόνο που καλύπτεται από μια κόκκινη ομπρέλα, η οποία φαίνεται να είναι φτιαγμένη από βελούδο. Ταλαντεύει το μικρόφωνο προς το μέρος του και αναπνέει ηχηρά σε αυτό για 20 ή 30 δευτερόλεπτα, προτού αρχίζει. Δεν μπορώ να καταλάβω λέξη – αλλά ό, τι και αν λέει, κρατάει μόνο δέκα λεπτά προτού σπρώξει το μικρόφωνο μακριά και αρχίσει το περπάτημα πίσω στο μονοπάτι από το οποίο ήρθε. Τελικά, εξαφανίζεται πίσω από μια στροφή.
Η Νina μου μεταδίδει την πεμπτουσία αυτών που είπε: «Μας είπε ότι ήταν χαρούμενος που μας έβλεπε συγκεντρωμένους μαζί και που όλοι ακολουθούμε το μονοπάτι. Και ότι πρέπει να παραμένουμε σε εγρήγορση και αποφασισμένοι, ώστε να μπορέσουμε να απολαύσουμε άλλη μια επέτειο μαζί.» Μεταφέρει και άλλα, τα οποία μου ακούγονται σαν κυκλικές δηλώσεις χωρίς νόημα. Αλλά ίσως αυτό αποτελεί μόνο δικό μου πρόβλημα, αφού οι υπόλοιποι στο πλήθος ακτινοβολούν από ευτυχία. Σταματώ τυχαία μερικούς ανθρώπους, ρωτώντας τους τη γνώμη τους για τον Βησσαρίωνα. Όλες οι απόψεις είναι λίγο – πολύ ίδιες: «Όταν τον είδα για πρώτη φορά, ένιωσα ότι είναι αυτός που περίμενα μια ζωή.» Νιώθω ότι είναι ο καλύτερος μου φίλος.» «Έχω την αίσθηση ότι βρίσκεται σε μια δική του αίσθηση ολότητας.» «Όλα όσα λέει μπαίνουν στην ψυχή μου.» Είχα χάσει κάτι;
Ο Slava, ο ξεναγός που μας χαιρέτισε την πρώτη μέρα που φτάσαμε στην Kατοικία της Αυγής, συντρόφευσε τη Nina και εμένα από το βουνό στο δρόμο για το σπίτι της Marina. Μου λέει ότι ένα βράδυ πριν από μερικά χρόνια είχε κοιτάξει τον νυχτερινό ουρανό και είδε τρεις φωτεινές σφαίρες σε σχήμα τριγώνου. «Εξωγήινοι;» Ρωτώ. Μετά από αυτό, όμως, το άφησε, λέγοντας ότι το θέμα δεν τον ενδιέφερε. Μου λέει ότι η συνάντησή μου με τον Βησσαρίωνα – η οποία έχει ήδη επαναπρογραμματιστεί δύο φορές – θα λάβει χώρα αύριο το πρωί, στο σπίτι του Δασκάλου στο βουνό. Του εύχομαι καλό βράδυ και ανεβαίνω πάνω, όπου κοιμάμαι σχεδόν αμέσως.
Ο Βησσαρίων απευθύνεται στους πιστούς του σε μια λειτουργία στην Εορτή των Καλών Καρπών.
Την επόμενη μέρα, ο Slava καταφθάνει τη συμφωνημένη ώρα και οδηγεί τη Nina και εμένα μέσα από έναν πίσω δρόμο, που συνήθως είναι εκτός ορίων, στον οποίο αποθηκεύονται μηχανήματα κι προμήθειες. Το περπάτημα παίρνει περισσότερο απ’ ό, τι είχαμε υπολογίσει, και άρχισα να ιδρώνω, όπως όταν ήμουν στο τρένο στη Μόσχα. Τίποτα δεν συγκρίνεται με το να εμφανίζεσαι για να γνωρίσεις ένα πρόσωπο το οποίο πολλοί θεωρούν θεότητα, δείχνοντας ακατάστατος. Φτάνουμε στο σπίτι του, το οποίο είναι καλυμμένο με γύψο και είναι χτισμένο σε διαφορετκό αρχιτεκτονικό στιλ από αυτά στο χωριό. Moυ κάνει εντύπωση, αυτό το μέρος μοιάζει με σπίτι που θα συναντούσε κανείς σε μια περιφραγμένη ιδιωτική κοινότητα στην Φλόριντα. Ο Vladimir μας υποδέχεται στην είσοδο, και φτάνουμε στη βεράντα, όπου συναντάμε τον Vadim, τον επίσημο βιογράφο του Δασκάλου, ο οποίος θα συμπεριλάβει τις απαντήσεις στις ερωτήσεις μου σε κάποιου είδους επίσημη λογοτεχνία.
Ο Βησσαρίων βγαίνει από τη μπαλκονόπορτα. Ήλπιζα ότι θα φόραγε πιτζάμες ή φόρμες, αλλά φυσικά, φορούσε απλώς μια άσπρη ρόμπα. Aποφεύγει τις στημένες πόζες του χθεσινού κηρύγματος και προτάσσει ένα από τα χέρια του, τα οποία είναι τεράστια και φαινομενικά πρησμένα. Από κοντά είναι λίγο μεγαλύτερος και βαρύτερος απ’ ό, τι περίμενα, αλλά φαίνεται να έχει κάτι αγελαίο. Καθόμαστε και ξεκινάμε αμέσως. Η Νina μεταφράζει τη συζήτησή μας για την ομάδα.
«Γιατί συμφώνησες να με συναντήσεις σήμερα;» Ρωτάω. «Ξέρω ότι αρνείσαι τις συνεντεύξεις εδώ και λίγο καιρό.»
«Δεν είμαι σίγουρος.»
«Το μετανιώνεις τώρα;» Γελάει.
Του λέω ότι είμαι 29, έχω την ίδια ηλικία στην οποία ήταν ο ίδιος όταν ένιωσε το πνευματικό του ξύπνημα, ελπίζοντας ότι θα τον προέτρεπα να μιλησει γι’ αυτό. «Είναι εξαιρετικά δύσκολο να το εκφράσει κανείς με λόγια,» λέει. «Δεν είμαι καν σίγουρος πώς να το κάνω.»
Κατά τη διάρκεια των 45 λεπτών της συνομιλίας μας, αποκαλύπτει ότι τα «συναισθήματα» του τον οδήγησαν πρώτα σε αυτή τη γη, ότι η παραμονή μου στη Νέα Υόρκη «δεν είναι ζωή», ότι κάθε αντικείμενο έχει μια «μοναδική ενέργεια» και ότι «τα μυαλά του απώτερου διαστήματος δεν έχουν ψυχή.» Μιλά για τις παγίδες της σύγχρονης επιστήμης και λέει ότι μπορεί να «αισθανθεί ένα πρόσωπο» στην ψυχή μου, αλλά τα χαρακτηριστικά του είναι «απροσδιόριστα». Σε ένα σημείο παρακολουθώ με δέος μια μύγα να προσγειώνεται στο μανίκι του και εκείνον να αρχίζει να χαϊδεύει τα φτερά της. Ημύγα δεν πετάει μακριά.
Ίσως το πιο λυπηρό πράγμα που λέει, έχει να κάνει με την υποτιθέμενη γνώση του για την Ημέρα της Κρίσεως: «Όσο λιγότερες αλήθειες γνωρίζει ένας άνθρωπος, τόσο λιγότερες είναι οι ευθύνες του. Είναι ασφαλέστερο για έναν άνθρωπο να κάνει ένα λάθος χωρίς να γνωρίζει την αιτία του, αντί να το κάνει συνειδητά, ως απάντηση σε λανθασμένες κατευθύνσεις.» Ο Vladimir μου κάνει νόημα ότι ήρθε η ώρα να τελειώσουμε, έτσι παίρνω το ρίσκο και ρωτάω τον Βησσαρίων μερικές προσωπικές ερωτήσεις: Το αγαπημένο του φαγητό και αν του αρέσουν οι Beatles. Δεν τσιμπάει και υπεκφέυγει λέγοντας: «Δεν έχω προτιμήσεις για τίποτα. Θα ήταν δύσκολο να εξηγήσει κανείς τον τρόπο που λειτουργώ.»
Την επόμενη μέρα, φεύγω από την Petropavlovka και ο Ruslin με οδηγεί πίσω από τον δρόμο που ήρθαμε. Αναρωτιέμαι πόσες φορές το χρόνο πρέπει να κάνει αυτό το ταξίδι, και αν τον πειράζει. Μετά το τσεκ ιν στο Hotel Siberia στο Abakan, καταφέρνω να κάνω το λάπτοπ μου να συνδεθεί στο ρωσικό Ίντερνετ και να ενημερωθώ για όλα όσα έχω χάσει την περασμένη εβδομάδα. Βλέπω πρωτοσέλιδα για βίαιες αναταραχές σε όλο τον κόσμο, βρίσκω περισσότερα από 750 email από τη δουλειά, έναν λογαριασμό πιστωτικής κάρτας, και ένα μήνυμα στο Gmail από τον συγκάτοικό μου, που έλεγε ότι ο αλκοολικός Πολωνός γείτονάς μου πέθανε την προηγούμενη μέρα από τρομώδες παραλήρημα. Κλείνω το laptop μου και ξαπλώνω. Για μερικά λεπτά, εξετάζω σοβαρά το πώς θα ήταν η ζωή μου ως μέλους της Εκκλησίας της Τελευταίας Διαθήκης. Θα μπορούσα να τα καταφέρω; Μάλλον όχι. Αλλά και πάλι, δεν έχω μεγάλο πρόβλημα με το πως είναι ο κόσμος αυτή τη στιγμή. Σίγουρα δεν αγγίζει την τελειότητα, αλλά πράγματα όπως οι εσωτερικές υδραυλικές εγκαταστάσεις και οι φτερούγες κοτόπουλου τον κάνουν να αξίζει τον κόπο -τουλάχιστον για μένα- και είμαι αρκετά τυχερός που έχω πρόσβαση σε αυτά, οπότε γιατί να μην τα απολαύσω;
Κλείνω τα μάτια μου και αισθάνομαι να αποκοιμιέμαι σιγά σιγά, γελώντας ενώ φαντάζομαι τι θα πω την επόμενη φορά που θα ακούσω κάποιον να διαμαρτύρεται ότι όλοι είναι διεφθαρμένοι, τα λεφτά δεν είναι καλά και ότι τα προβλήματα μας είναι άλυτα: «Λοιπόν, στη Σιβηρία υπάρχει ένα μέρος όπου μπορείς να πας…»
NOTE: H ιστορία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο VICE στις 02/03/2012