«Το “θυμάσαι όταν…;” είναι η εισαγωγή για τις χειρότερες συζητήσεις». Αυτό είναι ένα quote από τον βασικό χαρακτήρα της καλύτερης τηλεοπτικής σειράς που γράφτηκε ποτέ, τον Tony Soprano. Την κοσμοθεωρία που κρύβεται πίσω από αυτό το quote φαίνεται να τη συμμερίζεται και ο Δημήτρης Φραγκιόγλου. Από πολύ νωρίς στην κουβέντα μας κατάλαβα αυτήν τη σπάνια σχέση που έχει με τη νοσταλγία: Δεν τα πάει καθόλου καλά μαζί της.
Όταν τον συνάντησα, καθόταν στο μπαρ του θεάτρου Vault, όπου και θα τον βρείτε αυτήν την περίοδο. Από εκείνη τη στιγμή και για τις επόμενες περίπου τρεις ώρες είχα μπροστά μου έναν πολύ ευγενικό, αλλά φανερά ντροπαλό και κλειστό άνθρωπο. Αυτή η συνθήκη άλλαζε μόνο στα δευτερόλεπτα που κρατούσε το κλικ της φωτογραφικής μηχανής. O Δημήτρης Φραγκιόγλου δεν θέλει να λέει πολλά λόγια. Φανερά προτιμά να εκφράζεται μέσα από τη δουλειά του και αυτό είναι αν μη τι άλλο είναι κάτι αξιοζήλευτο.
Videos by VICE
Στη συζήτηση που κάναμε πριν πατήσω το rec, μου εκμυστηρεύτηκε ότι έχει κουραστεί λίγο να μιλάει σε συνεντεύξεις για τον ρόλο του Χλαπάτσα. Ενδεχομένως να έχει κουραστεί και να λέει ότι κουράστηκε να μιλάει γι’ αυτόν. Όχι φυσικά ότι τον αντιπαθεί ή οτιδήποτε τέτοιο. Ο Χλαπάτσας είναι ένας μακρινός συγγενής με τον οποίον πέρασαν πολύ καλά, αλλά πλέον κάπως έχουν χαθεί. Τώρα ο ίδιος κοιτάει το παρόν και το μέλλον του.
Η Αλεξάνδρεια και το πέρασμα στην Αθήνα
Γεννήθηκε και πέρασε την παιδική και την εφηβική του ηλικία στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και μέσα σε μία ελληνική κοινότητα που δυσκολευόταν πολύ να χωνέψει ότι τα μεγαλεία ήταν πια περασμένα. «Η γενιά των γονιών μας ήταν αδύνατον να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι αυτό που είχαν χάνεται. Γι’ αυτό συζητούσαν συνέχεια. Γι’ αυτό μιλούν ακόμα και σήμερα». Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο η ελληνική κοινότητα εκεί άνθιζε. Τίποτα όμως δεν μένει αναλλοίωτο στον χρόνο. «Από ένα σημείο και μετά, η ελληνική παροικία λιγόστευε. Μίκραινε και μίκραινε. Θυμάμαι ότι είχαμε κάθε τρεις και λίγο αποχαιρετισμούς. Εγώ όμως δεν επηρεαζόμουν ιδιαίτερα. Πάντα ήμουν ξένος σε αυτήν τη λογική. Δεν μου άρεσε να αναπολώ. Δεν μου ταίριαζε».
Το να έρθει στην Ελλάδα στα 18 του ήταν ούτως ή άλλως μία διαδρομή προδιαγεγραμμένη από καιρό. «Ήταν το αναμενόμενο να έρθεις στην Ελλάδα και στην Αθήνα για να σπουδάσεις. Τότε είχαμε άδεια παραμονής που ανανεωνόταν κάθε χρόνο. Στην ουσία ήταν σαν να σου απαγορευόταν να δουλέψεις. Ακόμα και να έχεις καταφέρει να σπουδάσεις εκεί, αν δεν είχαν μία επιχείρηση οι γονείς σου ήταν αδύνατον να κάνεις κάτι με τη ζωή σου».
Η προσαρμογή στην Αθήνα δεν του φάνηκε ιδιαίτερα δύσκολη και η αλήθεια είναι πώς ποτέ δεν νοστάλγησε την Αλεξάνδρεια. «Αν θες να πας μπροστά πρέπει μοιραία να μην έχεις κολλήματα με το παρελθόν. Αν αναπολείς διαρκώς δεν πας πιο πέρα».
Φτάνοντας στην Ελλάδα είχε ήδη στο μυαλό του την υποκριτική αλλά δεν το πολυέλεγε. «Ήταν στους στόχους μου όταν ήρθα στην Αθήνα, αλλά δεν ήταν ένας από τους στόχους που εξωτερίκευα. Ήθελα να είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσα να είμαι σε αυτόν τον χώρο». Δεν πέρασε στις εξετάσεις για την Αρχιτεκτονική την πρώτη χρονιά. Στη δεύτερη μπήκε στο Οικονομικό. Ήταν οι ιδανικές σπουδές γιατί «το Οικονομικό μου έδινε χώρο και χρόνο να ψαχτώ εκεί που ήθελα. Όπως κι έγινε». Εξάλλου μέσω της Σχολής του και της εκεί θεατρικής ομάδας άρχισε να μπαίνει στα μονοπάτια της υποκριτικής.
Ο πρώτος ρόλος, ο Κώστας Βουτσάς και η βιντεοκασέτα
Η πρώτη επαγγελματική του προσπάθεια ήρθε στον Βόλο, μία μέρα του Ιουλίου και λίγο μετά από μία ακραία καταιγίδα. Ψάχνοντας, η αλήθεια είναι, την περιγραφή μίας αγωνιώδους νύχτας τον ρώτησα αν είχε άγχος. «Δεν είχα ιδιαίτερο. Κι αν αγχώθηκα δεν είχε τόσο να κάνει με το πώς θα τα πάω αλλά με το να πάρω το βάπτισμα του πυρός ότι είμαι επαγγελματίας. Είναι πολύ σημαντική στιγμή αυτή για έναν ηθοποιό». Κάπου εκεί ξεκινάει η επαγγελματική του σχέση με το θέατρο η οποία παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα.
Η ζωή του όμως ουσιαστικά άλλαξε μέσα από έναν ρόλο στην τηλεόραση και μάλιστα πλάι στον Κώστα Βουτσά, στη σειρά «Ο Ανδροκλής και τα Λιοντάρια του». Παιζόταν στην ΕΡΤ των μέσων της δεκαετίας του 1980 και είχε τόσο μεγάλη επιτυχία, ώστε ο ίδιος να γίνεται ιδιαίτερα αναγνωρίσιμος στον δρόμο. «Τότε και οι σειρές δεν ήταν πολλές και η ακροαματικότητα ήταν τεράστια. Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσεις απαρατήρητος. Ήταν κάτι ωραίο μεν αλλά αρκετά καταπιεστικό. Χάνεις κατά κάποιον τρόπο την ελευθερία σου. Πρέπει να είσαι προσεκτικός στο πώς συμπεριφέρεσαι γιατί είσαι στο στόχαστρο των ανθρώπων».
Αυτό προφανώς και θα γιγαντώθηκε στα επόμενα χρόνια με τον ρόλο του Χλαπάτσα. Από τη στιγμή που κάνεις μία επιτυχία μπροστά από τον φακό θυσιάζεις ένα μεγάλο μέρος της ελευθερίας που έχουμε όλοι οι υπόλοιποι του να κινούμαστε στον δρόμο απαρατήρητοι. «Με αναγνωρίζουν πράγματι πολύ συχνά αλλά έχω μάθει και να το διαχειρίζομαι. Έχω εκπαιδεύσει τον εαυτό μου, αν θέλω, να μη με αναγνωρίζουν. Έχω δημιουργήσει διάφορα φίλτρα γύρω μου, ώστε να μπορώ να περάσω και έτσι».
Εκτός από τη δημόσια τηλεόραση, ο Δημήτρης Φραγκιόγλου πέρασε και από τον κόσμο της βιντεοκασέτας. «Είχα ένα συμβόλαιο με μία εταιρεία τύπου αποκλειστικότητας και είχα κάνει, μέσα σε δύο χρόνια, δέκα ταινίες και τρεις-τέσσερις ξώφαλτσες, εκτός του συμβολαίου». Έζησε, λοιπόν, από μέσα το πέρασμα από την κρατική τηλεόραση και τις βιντεοκασέτες στην εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης. «Δεν ήταν κάτι συνειδητό τότε το πέρασμα. Αυτό στο οποίο ήμουν τυχερός είναι ότι υπήρχαν αποκλεισμοί τους οποίους εγώ δεν τους έφαγα σε εκείνη τη φάση». Δεν κατάλαβα τι εννοούσε και μου εξήγησε ότι «η βιντεοκασέτα είχε μείνει από τότε ως μία περίοδος ευτελούς ποιότητας που όσοι την υπηρέτησαν είχαν φορτωθεί μία κακή ταμπέλα».
Βρίσκει όμως δίκαιο αυτό το ανάθεμα που επικρατεί για την εποχή της βιντεοκασέτας; «Οι ταινίες αυτές γυρίζονταν συνήθως στη μία βδομάδα (όσο περίπου γυρίζονται δύο επεισόδια). Απλώς η τεχνολογία δεν ήταν βοηθητική τότε με τον ίδιο τρόπο. Δεν λέω ότι όλα ήταν προσεγμένα και όλα ήταν καλά. Απλά η τεχνολογία πάντοτε βοηθάει, κάνει ένα αμπαλάρισμα. Για παράδειγμα και σήμερα μπορεί να υπάρχουν πολύ κακές σειρές αλλά έχουν καλύτερη εικόνα, πιο προσεγμένους χώρους και κάπως αυτό μπορεί να κρύβεται».
Πάντως ο ίδιος κρατάει από αυτό του το πέρασμα τα καλά. «Σε αυτήν τη φάση συνεργάστηκα με παλιούς σπουδαίους ηθοποιούς που διαφορετικά δεν θα τους είχα γνωρίσει ποτέ. Τον Ηλιόπουλο, τη Βλαχοπούλου, τον Γκιωνάκη, την Καλουτά».
Οι Απαράδεκτοι & Της Ελλάδος τα Παιδιά
Η συμμετοχή του ως guest σε δύο εμβληματικά επεισόδια των ούτως ή άλλως εμβληματικών «Απαράδεκτων» είναι γνωστή. Ακόμα πιο γνωστός είναι ο ρόλος του Χλαπάτσα. Αυτό που ενδεχομένως δεν γνωρίζετε είναι ότι συμμετείχε και στη συγγραφή της πλοκή τους. «Η βασική μου ενασχόληση με τους “Απαράδεκτους” δεν ήταν τα guest αλλά περισσότερο το γράψιμο στο οποίο μπήκα από το 11ο επεισόδιο. Και στο “Της Ελλάδος τα Παιδιά” συμμετέχω στο γράψιμο. Εκεί εξαρχής και με ολοκληρωτικό τρόπο».
Όταν παίζονταν οι Απαράδεκτοι φαινόταν ήδη ότι έκαναν ένα κλικ στο κοινό. «Όσο κυλούσε βρήκε η σειρά τα πατήματά και τους κώδικές της και μπορούσε να καταλάβει τι επικοινωνεί στον κόσμο. Υπήρχε και μία τρομερή ελευθερία για να το πάει πιο πέρα. Εμείς καταλαβαίναμε κιόλας ότι πάει πολύ καλά από τα διαφημιστικά της εποχής. Για να έβαζαν τα λεφτά τους εκεί οι διαφημιστές, κάποια αποδοχή θα υπήρχε». Αναγνωρίζει πάντως ότι μέρος της επιτυχίας οφείλεται και στην παραγωγό, Φρόσω Ράλλη. «Είχε προστατεύσει πάρα πολύ τη σειρά από έξωθεν παρεμβάσεις. Είχε έναν τρόπο με τον σταθμό, την υπερασπιζόταν τη δουλειά της. Προφανώς ήξερε και η ίδια τι είχε στα χέρια της».
Την εποχή που βγήκαν οι Απαράδεκτοι, το τοπίο στην ιδιωτική τηλεόραση ήταν εντελώς αρρύθμιστο. Εν μέρει αυτό ήταν -μαζί με το ταλέντο των συντελεστών φυσικά- που γέννησε τη σειρά και που την έκανε τόσο ξεχωριστή. Το «Της Ελλάδος τα Παιδιά» ήρθε όταν άρχισαν να μπαίνουν και οι πρώτοι κάπως πιο σταθεροί κανόνες. «Όταν βγήκε το “Της Ελλάδος τα Παιδιά” είχαν αλλάξει λίγο τα πράγματα. Τότε πια είχε στηθεί ο μηχανισμός με τις φουρνιές αυτών που διαβάζουν και που διορθώνουν. Στα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης δεν υπήρχε αυτό το πράγμα που πρέπει να περάσει μία δουλειά από πολλά μάτια».
Δεν υπήρξαν βέβαια ακόμα οι παρεμβάσεις που υπάρχουν σήμερα. Θυμάται πάντως χαρακτηριστικά την κόντρα που υπήρξε για το ίδιο το όνομα της σειράς «Ο πρώτος τίτλος ήταν “Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά” από το τραγούδι. Έκαναν ασφαλιστικά μέτρα και τότε έφυγε το πρώτο “παιδιά”». Γενικά, πάντως η σειρά «έκανε μπαμ από το πρώτο επεισόδιο κι ας ήταν λίγο το καμένο χαρτί του σταθμού. Δεν το περίμενε κανείς να αγαπηθεί τόσο».
Γρήγορα όμως κατάλαβαν και στο κανάλι, αλλά και οι ίδιοι οι συντελεστές, ότι κάτι σημαντικό υπήρχε εκεί. Και αυτή η κατανόηση βοήθησε πολύ να χτιστεί ο χαρακτήρας που ξέρουμε και αγαπάμε μέχρι σήμερα. «Όταν αρχίσαμε να παίρνουμε το feedback ότι η σειρά έχει αγαπηθεί, μας έδωσε τη δύναμη να κάνουμε ό,τι μας κατέβαινε. Όλα τα τρελά πράγματα που βλέπετε και ας είναι το ίδιο το θέμα της κάπως περιορισμένο».
Κρατάει ακόμα επαφές με τους ανθρώπους της σειράς; «Είμαι περισσότερο κοντά με τον Γιάννη τον Σαββιδάκη. Και με τους υπόλοιπους βέβαια έχουμε καλές σχέσεις. Δεν βρισκόμαστε συχνά αλλά δεν έχουμε να χωρίσουμε κάτι. Δεν υπήρξαμε ποτέ η παρέα-παρέα σαν σύνολο. Ανά δύο ή ανά τρεις ταιριάζαμε καλύτερα». Θυμάται ότι το κλίμα στα γυρίσματα ήταν πολύ καλό, αλλά δεν έχει κάποια συγκεκριμένη ιστορία να αφηγηθεί. «Για κάποιον περίεργο λόγο, όχι. Δεν θυμάμαι κάτι. Άλλοι έχουν, εγώ δεν έχω. Ίσως φταίει κι αυτή η σχέση μου με το παρελθόν».
Η ζωή μετά τον Χλαπάτσα
Συμμετείχε και ως ηθοποιός αλλά και στο γράψιμο δύο εμβληματικών σειρών, παρόλα αυτά η πορεία του στην ιδιωτική τηλεόραση διακόπηκε κάπως απότομα. «Πρότεινα κάποια πράγματα σε επίπεδο σεναρίου που θεωρήθηκαν ότι δεν ανταποκρίνονται σε αυτό που ήθελε το κοινό, ότι δεν θα πιάσουν. Ούτως ή άλλως άρχισαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 πολλά νέα πρόσωπα στην τηλεόραση. Πολύ πιο εξειδικευμένα».
Ίσως οι ιδέες του να παραήταν πρωτοποριακές για μία τηλεόραση που είχε πλέον συγκεκριμένους κανόνες και τα συγκεκριμένα στενά περιθώρια που φέρνουν αυτοί μαζί τους. Ίσως επίσης ο Δημήτρης Φραγκιόγλου να ήταν πολύ προχωρημένος για την τηλεόραση που βρήκε μπροστά του. Ο ίδιος βέβαια δεν θα το πει αυτό ποτέ. Είναι πολύ ταπεινός για να το κάνει. Τονίζει όντως ότι «Δεν έχω κάποιο παράπονο. Έτσι όπως έγιναν τα πράγματα, καλά έγιναν». Την πόρτα της τηλεόρασης δεν την κλείνει ούτως ή άλλως. «Σαφώς και θα επέστρεφα στην τηλεόραση. Η τηλεόραση είναι ένα μεγάλο σχολείο για τον ηθοποιό. Η ταχύτητα με την οποία πρέπει να λειτουργήσει είναι μία εκπαίδευση. Πρέπει σε χρόνο μηδέν να είσαι προετοιμασμένος και σωστός».
Φέτος, λοιπόν, θα τον βρούμε στο θέατρο Vault με δύο μονολόγους του Ιάκωβου Καμπανέλλη: «Η μυστική ζωή του Γουόλτερ Μίττυ» και «Ο πανηγυρικός». Το πρώτο αποτελεί μία διασκευή πάνω σε ένα διήγημά του Τζέιμς Θέρμπερ: «που ήταν πολύ μπροστά για να παιχτεί και γι’αυτό έμεινε για χρόνια στο συρτάρι». Όπως μου λέει, αυτό ήταν και ένα κίνητρο για τον ίδιο. Δεν μου κάνει καμία εντύπωση. Όσο τον κατάλαβα από τη συζήτησή μας αλλά και από τα πράγματα που διάβασα γι’αυτόν, το να πηγαίνει τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα ήταν ανέκαθεν ένας από τους στόχους του. Είμαι σίγουρος ότι αυτό θα συνεχίσει να κάνει.
Ούτως ή άλλως η υποκριτική είναι το παρόν και το μέλλον του. Την απάντηση στην ερώτησή μου για το τι τον έκανε ηθοποίο, τη σκέφτηκε λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω. «Τώρα που το σκέφτομαι και μετά από τόσα χρόνια, ίσως να έγινα ηθοποιός επειδή είμαι ένας κλειστός άνθρωπος και το να είσαι ηθοποιός είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να εκφράζεσαι βάζοντας μπροστά σου ένα προσωπείο».
Του ζητώ να μου πει αν υπάρχει ένα πράγμα που να θεωρεί ότι κέρδισε λόγω της ενασχόλησής του με την υποκριτική. «Ξεκίνησα να είμαι ηθοποιός από το ‘84-’85. Από τότε νιώθω μία πληρότητα ως άνθρωπος που δεν ξέρω αν θα την ένιωθα και αν είχα ακολουθήσει ένα άλλο επάγγελμα. Μου άνοιξε δρόμους σε πολλούς άλλους τομείς ως προς τον τρόπο που βλέπω κόσμο». Μετά του ζητώ να μου πει ένα πράγμα που ενδεχομένως να νιώθει ότι έχασε λόγω αυτής. «Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα».
Ακολουθήστε τον Νίκο Σταματίνη στο Instagram.
Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.
Περισσότερα από το VICE
Η Μαρία Διηγείται τη Φρικτή Εμπειρία της Παράνομης Άμβλωσης στην Πολωνία
Φωτογραφίες Δείχνουν Ναρκωτικά Αξίας Μισού Δισεκατομμυρίου να Γίνονται Καπνός