Όταν τα κάγκελα της φυλακής άνοιξαν, ένιωσε πως όλος ο κόσμος απλώθηκε μπροστά του. Ζήτησε βοήθεια από τη θεραπεύτριά του, αφού ήδη είχε ξεκινήσει την απεξάρτηση μέσα στη φυλακή. Εκείνη, τον περίμενε και τον πήρε με το αυτοκίνητο για να τον οδηγήσει στο κέντρο απεξάρτησης. Στις πρώτες αυτές στιγμές, μέσα του κυριαρχούσε ένα χάος, τα συναισθήματα ανάμεικτα – άγχος αλλά και αισιοδοξία.
«Είχα αγχωθεί, είχα τρελαθεί, ένιωθα αισιόδοξος, δεν ήξερα τι πρέπει να κάνω. Ήμασταν στο αυτοκίνητο στην Εθνική και ήμουν σαν αυτά τα σκυλιά που βγάζουν το κεφάλι τους από το παράθυρο. Έβλεπα άπλα, έβλεπα ελευθερία. Νομίζω πως προσπαθούσα να κρύψω αυτά που νιώθω, συζητώντας για χαζά πράγματα της καθημερινότητας. Δεν ήξερα τι πρέπει να κάνω απ’ όλη αυτή την αμηχανία και το στρες που είχα. Εκείνη προσπαθούσε να μου δώσει δύναμη και μου έλεγε ότι όλα θα πάνε καλά. Το καταλάβαινε ότι έχω άγχος. Πάντα αυτό έκανε, μου έδινε δύναμη. Με πήρε λοιπόν από τη Θήβα και με έφερε στο κέντρο της Αθήνας. Παρκάραμε και με ανέβασε η ίδια πάνω στην κοινότητα που στεγαζόταν σε ένα τεράστιο νεοκλασικό κτίριο με τρεις ορόφους.
Videos by VICE
»Το πρώτο βράδυ που πήγα εκεί, ήταν σε περίοδο καραντίνας, οπότε ήμουν σε ένα δωμάτιο μόνος μέχρι να κάνω τεστ. Αυτό λειτούργησε καλά για μένα, διότι ήμουν σε έναν καινούργιο χώρο και ήθελα ένα διάστημα προσαρμογής. Ο χώρος ήταν σαν λαβύρινθος, είχε πολλά επίπεδα και ήταν γεμάτος σκάλες. Ήταν φωτεινός, τα χρώματα ήταν ζεστά και έντονα. Κοιμήθηκα μόνος, όμως δεν κοιμήθηκα εύκολα. Δυσκολεύτηκα. Μου περνούσαν χιλιάδες ιδέες από το μυαλό, σκεφτόμουν τι θα κάνω τώρα που είμαι επιτέλους έξω, ότι πρέπει να πάρω τη ζωή στα χέρια μου, να αναλάβω ευθύνες, να ξεκινήσω να ζω, να γνωρίζω τον εαυτό μου. Γενικά δεν είμαι άνθρωπος που κοιτάζει πολύ μακριά. Μπορεί να έχω κάποιο όνειρο, αλλά κινούμαι με μικρούς στόχους για να μην φεύγω έξω από αυτούς. Εκλογικεύω πολλές καταστάσεις, οπότε μπορεί να γίνω και πολύ ωμός και κυνικός. Δεν βάζω συναίσθημα. Σκεφτόμουν ότι θα ξυπνήσω, θα γνωρίσω νέο κόσμο, θα πούμε δυο πράγματα, θα μπω σε μια ομάδα, θα είμαι ήρεμος. Ήταν αμυντικός μηχανισμός. Τα κατάφερνα έτσι και όταν αισθανόμουν πιο οικεία, άρχισα σιγά-σιγά να απελευθερώνομαι. Ξεκλείδωνα όταν με πλησίαζαν οι άνθρωποι. Το πρώτο πρωί ήταν πολύ άβολο και αμήχανο, δαγκωνόμουν, ήμουν παγωμένος. Ήξερα ότι έχω θέματα, γιατί δεν μπορώ να εξωτερικεύσω συναισθήματα και να μιλήσω για τον εαυτό μου, δεν μπορώ να βάλω σε λέξεις αυτό που νιώθω, δεν μπορώ να καταλάβω καν τι νιώθω».
Έτσι μου περιέγραψε τις πρώτες του στιγμές έξω από τους τέσσερις τοίχους. Ο Πάνος είναι σήμερα 45 χρονών. Τον είδα πρώτη φορά σε μια θεατρική παράσταση που ανέβηκε για τη ζωή του, ως πρώην κρατούμενος. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο ίδιος, με ένα κατάμαυρο φόντο να τον πλαισιώνει. Αφηγήθηκε, με την κινησιολογία του, όλη την ιστορία της πορείας του μέχρι τώρα, από την εξάρτηση, στη φυλακή και την απεξάρτηση, μπροστά σε ένα κοινό που τον καταχειροκροτούσε. Σαν σπασμένη κούκλα στην γωνία της σκηνής, μέσα σε μια αμήχανη βουβαμάρα και μια κραυγή απόγνωσης, μέχρι την σωματική και ψυχική απελευθέρωση. Μετά το τέλος της παράστασης αποφάσισα να του μιλήσω για να μου αφηγηθεί -με λόγια αυτή τη φορά- την ιστορία του που ξετυλίχθηκε πάνω στο σανίδι. Λίγες μέρες αργότερα, συναντηθήκαμε. Ο Πάνος γεννήθηκε στο εξωτερικό από μετανάστες γονείς και μεγάλωσε στην Αθήνα.
VICE Specials: Μετά τη Φυλακή
Αυτή είναι η ιστορία του όπως την αφηγήθηκε στο VICE:
Με τωρινή ματιά βλέπω τη ζωή μου αλλιώς. Ήμουν αυτό που ήθελαν οι γονείς μου να είμαι, ένα καλό παιδί, με καλούς βαθμούς, μια αξιοπρεπή εμφάνιση, να μην σχολιάζει ο κόσμος. Εκεί είναι που χάθηκε το νόημα και η επαφή με τους δικούς μου. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι είχα συναισθηματικά κενά, με αυτά τα «πρέπει» τα τυπικά, τα ξύλινα. Κατά μία έννοια, κάνοντας την επανάστασή μου, έβγαλα και μια κραυγή βοήθειας. Έμπλεξα με αλητείες, με τράβαγε ο υπόκοσμος, η παραβατικότητα. Τότε ήμουν 14 χρονών. Όταν οι δικοί μου άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά με μένα και έβλεπαν αλλαγές όπως σκουλαρίκια, περίεργα μαλλιά, διαφορετικά ρούχα, δεν αναρωτήθηκαν τι γίνεται, αλλά τους ένοιαζε τι θα πει ο κόσμος. Αυτό με έκανε να το εντείνω. Μπήκα σε διαφορετικούς κύκλους -προσπαθούσα να ανήκω πάντα σε κάποιο κύκλο- επειδή δεν με κάλυπτε ο κύκλος της οικογένειας. Ξεκίνησα να πηγαίνω σε πορείες, σε γήπεδα, να κάνω μπάχαλα, να γουστάρω παραβατικές συμπεριφορές. Κάπου εκεί είχα και το πρώτο μου αυτόφωρο για μια μπούκα που κάναμε για κλοπή. Τότε είχα μια κοπέλα η οποία δεν το άντεξε όλο αυτό και χωρίσαμε.
Έτσι μπήκα και στον κύκλο των ναρκωτικών, συνάντησα τη χρήση. Γύρω στα 16, ήμουν ήδη εξαρτημένος. Αλκοόλ, μαύρο, μετά χάπια, σιρόπια, διάφορες σκόνες και ηρωίνη. Ήμουν πολυτοξικομανής, ό,τι υπήρχε το κατέβαζα. Αρκούσε να έχω κεφάλι γεμάτο, να μην βλέπω την πραγματικότητα. Βυθισμένος στη χρήση ήμουν από το 1996 για 27 χρόνια, όμως πλέον είμαι 4 χρόνια καθαρός. Οι όμοιοί μου τότε, δεν κοιτούσαν εμφανίσεις, δεν έκαναν διακρίσεις για το κοινωνικό επίπεδο, τη μόρφωση ή το χρώμα του δέρματος. Ήθελαν μόνο να έχεις λεφτά να ψωνίσεις, να πιεις, να κεράσεις. Αυτό με απορρόφησε γρήγορα, συν του ότι η χρήση άρχισε να μου καλύπτει αυτά τα κενά. Εκείνη τη στιγμή δεν αισθανόμουν ότι είμαι γεμάτος, απλά ότι δεν είμαι άδειος. Είναι μια λεπτή γραμμή. Για να έχω τη δόση μου καθημερινά -γιατί έτσι απαιτεί η ηρωίνη- χρειάζονται πόροι. Εγώ πόρους δεν είχα, ενώ κάπου στο 2008 ξέκοψα τελείως με τους δικούς μου. Μου έδωσαν ευκαιρίες να κόψω, με πήγαν σε προγράμματα, δοκίμαζα για λίγες μέρες, έφευγα. Δεν έκοβα γιατί τότε το έκανα για άλλους, δεν το είχα πάρει απόφαση. Στο τέλος, μου έκλεισαν την πόρτα οριστικά, με έδιωξαν από το σπίτι. Οπότε και ξεκίνησε η ζωή μου ως άστεγος. Τότε έκανα κανένα νταλαβέρι -το λέγαμε συναλλαγή τοξικοεξαρτημένων- που υποτίθεται ότι δε διώκεται, αλλά είναι παράνομο. Επέλεγα να κάνω και κλοπές, όχι όμως ληστείες, δηλαδή δεν ήταν κάποιος παρών όταν πήγαινα να κλέψω, δεν ερχόμουν σε σωματική επαφή. Με έπιασαν πολλές φορές. Την τελευταία φορά γύρισε το μυαλό μου και είπα στον εαυτό μου ότι δεν πάει άλλο.
Μπήκα τρεις φορές στη φυλακή. Την πρώτη κάθισα για ένα εξάμηνο στον Κορυδαλλό, την δεύτερη δύο χρόνια στη Χαλκίδα και την τρίτη δυόμιση χρόνια στην Άμφισσα, απ’ όπου ζήτησα μεταγωγή και πήγα για ένα χρόνο στον Ελαιώνα, στο πρόγραμμα απεξάρτησης κρατουμένων. Κάθε φορά που έμπαινα φυλακή έμενα καθαρός, επειδή δεν είχα πόρους να αγοράσω ουσίες και δεν ήθελα να μπλέξω. Το μόνο που ήθελα, ήταν ο καπνός μου. Την τελευταία φορά σκέφτηκα πως είναι κρίμα να βγω έξω και να κυλήσω στα ίδια. Όμως, κυλούσα πάλι στα ίδια, γιατί δεν υπήρχαν υποδομές ή κάτι να με στηρίξει. Που θα πήγαινα; Στα γνώριμα μέρη. Με τα στερητικά σύνδρομα, βοηθούσε για λίγο η φαρμακευτική αγωγή στην εκάστοτε φυλακή. Lexotanil, stedon, ηρεμιστικά, αντικαταθλιπτικά και υπνωτικά. Εξάλλου, αυτό που θέλει η φυλακή και όλο το σύστημα, είναι να είμαστε σε καταστολή, να μην κάνουμε εξεγέρσεις και να μην είμαστε ενεργοί γενικότερα. Είναι ένας κύριος λόγος που αφήνουν να υπάρχουν ναρκωτικά εκεί μέσα. Όταν είμαστε σε καταστολή, είμαστε όλοι ευτυχισμένοι και ήρεμοι. Αυτό είναι ένας άτυπος κανόνας. Για να είμαι ειλικρινής, δεν πέρασα δύσκολα σε καμία φυλακή. Είχα μάθει ήδη να επιβιώνω ως άστεγος, ήμουν θαμώνας σε όλες τις πιάτσες της Αθήνας, με ήξεραν όλοι και τους ήξερα όλους. Όταν πρωτομπήκα στην πτέρυγα στον Κορυδαλλό ψαρωμένος, άκουσα το όνομά μου, γύρισα το κεφάλι και είδα όσους είχα χάσει από τις πιάτσες. Στη φυλακή καλό είναι να ανήκεις κάπου. Εγώ ήμουν παιδί της ισορροπίας, τα είχα καλά με όλους, αλλά κρατούσα και αποστάσεις. Δεν με ακουμπούσαν γιατί δεν έδινα αφορμές, δεν χωνόμουν πουθενά. Δεν ανήκα στον κύκλο το δικό τους, επέλεγα να ανήκω σε έναν κύκλο των εργατών της φυλακής, να μπαίνω στα μεροκάματα.
Για να επιβιώσω και να βγάζω λεφτά για να εξασφαλίζω τον καφέ και τον καπνό μου, άρχισα να χρησιμοποιώ το ταλέντο μου στα καλλιτεχνικά. Έτσι ξεκίνησα να κάνω τατουάζ και να φτιάχνω διάφορα χειροποίητα πράγματα. Έπρεπε λοιπόν να δραστηριοποιηθώ, δεν ήθελα να μπω στο τριπάκι να μπλέξω με τα ναρκωτικά. Ήταν ο πιο νόμιμος τρόπος να βγάλεις λεφτά. Το πιο τρελό που έφτιαχνα, ήταν καραβάκια σε γυάλινο μπουκάλι, που τα χρέωνα 200 ευρώ. Έτσι την έβγαζα. Εγώ δεν είχα ασχοληθεί ξανά με tattoo, εκεί το έμαθα και το ξεκίνησα. Μετά τα μαγειρεία που ήμουν όλο το πρωί, ξεκινούσα δουλειά, με περίμεναν ήδη οι πελάτες.
Σαφώς η φυλακή και η πιάτσα σου αφήνουν κατάλοιπα. Εγώ έμαθα να χειρίζομαι κάποιες καταστάσεις, όμως με έκαναν να παγώνω την έκφραση και τα συναισθήματά μου και να βγαίνω αλώβητος από διάφορες καταστάσεις. Είχε τύχει να σφάζονται μπροστά μου και εγώ να πίνω καφέ, καθισμένος κάτω από μία μπασκέτα και να τους κοιτάζω, χωρίς να επηρεάζομαι. Μετά απορούσαν μαζί μου και με έλεγαν αναίσθητο. Όμως πάντα ήθελα να είμαι αμέτοχος. Απάθεια, δεν έδειχνα τίποτα για να μην αντιληφθούν οι γύρω μου κάποια αδυναμία. Έμαθα να συνυπάρχω με πολλούς ανθρώπους, να είμαι καλός συγκάτοικος, ομαδικός παίχτης όταν επιβάλλεται, αν και ποτέ δεν μου άρεσε, μιας και ως ψυχαναγκαστικός, θέλω να κάνω μόνος μου πράγματα. Έμαθα να κρύβομαι. Καχυποψία, έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους πάντες. Το σύνθημα «μην εμπιστεύεσαι κανέναν» το κάνουν και τατουάζ. Έτσι είχα μάθει να ζω και δεν απήχε και πολύ από την πιάτσα που ήμουν τόσα χρόνια. Μια από τα ίδια, μια μικρή κοινωνία ήταν.
Την τρίτη φορά που μπήκα φυλακή ζήτησα βοήθεια από την κοινωνική υπηρεσία, γιατί μονίμως έβγαινα έξω και ήμουν στο μηδέν. Έκανα αίτηση στον Ελαιώνα Θηβών, στο κέντρο απεξάρτησης κρατουμένων. Τότε είχα κόψει την αγωγή, έκανα μεροκάματα που έδειχναν ότι σταθεροποιήθηκα και έτσι με δέχτηκαν. Όταν κατέβηκα από την κλούβα, εκεί που είχα συνηθίσει να βλέπω ψηλούς τοίχους, ξαφνικά χάθηκα στην απεραντοσύνη. Δεν έμοιαζε με την εικόνα της φυλακής, δεν είχε τοίχους, είχε μόνο συρματοπλέγματα και απέραντα λιβάδια. Με έπιασε ένα τρακ.
Δεν ήθελα να με απορροφά η φυλακή και να ιδρυματοποιούμαι, οπότε δοκίμαζα διάφορες δραστηριότητες, μέχρι που κάποιος με παρότρυνε να πάω στη θεατρική ομάδα. Σκηνοθέτης ήταν τότε ο Στάθης Γράψας, ο οποίος είχε έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης, στήριζε την αλληλοσύνδεση μεταξύ μας, παίζαμε, κάναμε χαβαλέ, και σιγά-σιγά άρχισε να μας κάνει ασκήσεις θεατρικές, έκφραση, κινησιολογία κ.λπ. Με απορρόφησε από την αρχή και στη συνέχεια είδα το νόημα πίσω απ’ αυτό, καθώς μου ξεκλείδωνε το σώμα μου, έβλεπα προεκτάσεις του χαρακτήρα μου, δεν ήξερα πως είμαι ικανός να κάνω τέτοια πράγματα στο θέατρο. Οι καθημερινές πρόβες με έβαζαν σε άλλο ρόλο, ήμουν ένα εξάρτημα του έργου, δεν ήμουν πια κρατούμενος. Η πρώτη παράσταση που κάναμε ήταν από κοινού με τα παιδιά στον Αυλώνα. Ήταν μια ασύλληπτη ιδέα, γιατί κάναμε ξεχωριστά πρόβες και συναντηθήκαμε μόνο την ημέρα της παράστασης. Είχα άγχος δημιουργικό, αλλά, από το χειροκρότημα που εισπράξαμε, καταλάβαμε πως πήγε καλά. Ακόμα το σκέφτομαι και κάτι σκυρτάει μέσα μου, νιώθω πάλι τον ίδιο ενθουσιασμό για την αναγνώριση και την επιβράβευση, για το στόχο που καταφέραμε ως ομάδα και ως μονάδες. Δάκρυσα, ένιωσα αισιόδοξος και σημαντικός. Εξάλλου, από τη ζωή μου, αυτά έλειπαν πάντα. Εκείνη τη στιγμή κάλυψα όσα κάλυπτα με τη χρήση. Όπως μικρός προσπαθούσα να ξεφύγω από την πραγματικότητα, βλέποντας ταινίες επιστημονικής φαντασίας, κάπως έτσι ως έγκλειστος πάλευα να βρω μια διέξοδο να παίξω κάτι διαφορετικό, να δημιουργήσω κάτι με τη φαντασία μου, να βγω απ’ τον εαυτό μου. Έτσι δραπέτευα από τον εγκλεισμό, ήμουν αλλού. Και αυτό ήταν το ζητούμενο.
Το Εφετείο έγινε και τα οκτώ χρόνια κάθειρξης -ως συγχώνευση από διάφορες ποινές- έγιναν 12 μήνες φυλάκισης στην έφεση, οπότε αποφυλακίστηκα. Δεν ήθελα να γκρεμίσω αυτό που έχτισα, ούτε να καταλήξω πάλι στο δρόμο. Έτσι μπήκα στο πρόγραμμα απεξάρτησης. Ήμουν πάλι σε μια κοινότητα, γιατί ήθελα να ανήκω κάπου, δεν μπορώ τη μοναξιά.
Οι μέρες ξεκινούσαν από τα χαράματα και μια αλληλουχία γεγονότων διαδέχονταν το ένα τ’ άλλο, δημιουργώντας μια ρουτίνα και μια πειθαρχία: Πρωινό, ομάδες εργασίας, θεραπευτικές ομάδες, μεσημεριανό, απογευματινή δουλειά, βραδινό, ταινίες, ύπνος. Το δυσκολότερο ήταν να εκφράσω τι συναίσθημα μου άφησε η κάθε μέρα. Ήταν τελείως ακατέργαστα αυτά τα κομμάτια. Είχα ανθρώπους που με ρωτούσαν πως είμαι, πώς αισθάνομαι, τί σκέφτομαι. Δεν μπορούσα να εξωτερικεύσω το συναίσθημά μου, να έρθω σε επαφή με αυτό και να το βάλω σε λέξεις. Είναι λυτρωτικό να έρχεσαι σε επαφή με το συναίσθημά σου. Στην κοινότητα έμεινα για ένα χρόνο. Στη δεύτερη φάση έψαχνα για δουλειά και σπίτι γιατί έπρεπε να φύγω από τον ξενώνα. Έχω περάσει από τέσσερις δουλειές και στην τωρινή νιώθω καλά.
Αναζήτησα τον Στάθη Γράψα, ένα χρόνο αφότου αποφυλακίστηκα, το 2021. Είχαμε όνειρο να ανεβάζουμε μαζί μια θεατρική παράσταση για τον αγώνα του να ξεφύγει από τη μαυρίλα της ζωής του. Αυτό τώρα πήρε υπόσταση. Τα κείμενα τα είχαμε γράψει μαζί στον Ελαιώνα. Δεν ήθελα να είναι στοχευμένα για τη χρήση ή τη φυλακή, ήθελα να δίνουν περιθώριο προβληματισμού, μηνύματα και να ταυτίζεται κάποιος με διαφορετικούς τρόπους. Στην πρεμιέρα είχα πολύ άγχος, αλλά έμαθα να μη βλέπω τον κόσμο, αλλά τα φώτα που με τυφλώνουν για να είμαι συγκεντρωμένος. Με το που βγήκα στη σκηνή, τα ξέχασα όλα. Το θέατρο με βοήθησε στο συναίσθημα, την έκφραση, την κίνηση, τη στάση του σώματος. Ήμουν ένας άνθρωπος κουμπωμένος, μαγκωμένος, με μία μόνιμη έκφραση. Λύθηκα. Δεν μπορούσα να νιώσω χαρά, δεν είχα μάθει να εισπράττω χειροκρότημα, αποδοχή, αναγνώριση. Τώρα, δεν ξέρω πως να αντιδράσω, είμαι σαν παιδάκι. Μπορεί να είναι μικρή παράσταση, αλλά είναι πολύ έντονη. Στην αρχή είμαι μια άμορφη μάζα και αρχίζω να αποκτώ υπόσταση και ισορροπία. Συμβολίζει τον τρόπο που μεγάλωσα τις αξίες που δεν πήρα, όλα αυτά που δεν είχα στην παιδική μου ηλικία και αναζήτησα στη χρήση και πώς τελικά σώθηκα μόνος μου και στάθηκα στα πόδια μου, καθώς με τους γονείς μου έχω να μιλήσω 14 χρόνια. Όλη η παράσταση είναι αυτό το πράγμα.
Ιδανικά θα ήθελα να δουλέψω ως ηθοποιός. Επιτέλους εξιστορώ τη ζωή μου με έναν διαφορετικό τρόπο. Ήμουν κρατούμενος, ήμουν μέσα στα σκατά και τη χρήση, αλλά τώρα είμαι εδώ, είμαι διαφορετικός, έχω κατακτήσει πράγματα, έχω πετάξει την παλιά μου ζωή πίσω, αλλά την παίζω ξανά ώστε να με θυμάμαι να να με συγκρίνω. Είναι πολύ θετικό να μιλάω για το ποιος ήμουν και που έχω φτάσει.
Ακολουθήστε την Άντυ στο Instagram.
Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.
Περισσότερα από το VICE
Ο Αγώνας Δρόμου του Παναγιώτη από την Ηρωίνη στον Μαραθώνιο
«Δούλεψα σε Studio με Μεξικανούς Gangster» – Ο Joza Είναι Νομάς Tattoo Artist
Γιατί Αποκαλούμε «Μαϊμού» τις Απομιμήσεις Γνωστών Προϊόντων;