Διασκέδαση

Ο Πόνος να Χάνεις Νέος τους Γονείς σου

Kοινοποίηση

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE US.

Ήμουν στο ακροατήριο ενός πειραματικού κουκλοθέατρου όταν πήρα το μήνυμα. Ο μπαμπάς μου είχε βγάλει βόλτα το σκύλο μας και δεν είχε επιστρέψει. Κάποιος τον είχε βρει μπρούμυτα στο πάρκο κοντά στο σπίτι μας.

Videos by VICE

Αργότερα, οι γιατροί μας εξήγησαν ότι ο μπαμπάς είχε πάθει ανεύρυσμα. Δεν αντιδρούσε στα εξωτερικά ερεθίσματα αλλά έκαναν το καλύτερο δυνατό για να διασφαλίσουν ότι ένιωθε άνετα. Τον επισκέφτηκε κόσμος στο δωμάτιό του στο νοσοκομείο. Έκλαψαν πολύ. Δύο μέρες αργότερα έβγαλαν τον μπαμπά από τη μηχανική υποστήριξη. Ήταν 56 ετών.

Ήμουν στο τελευταίο έτος του πανεπιστημίου όταν πέθανε ο πατέρας μου και ήμουν εντελώς απροετοίμαστος για το πώς θα ήταν η ζωή χωρίς αυτόν. Όλα έχασαν το νόημά τους. Απολύθηκα από την δουλειά που εργαζόμουν ως ημιαπασχολούμενος. Δυσκολευόμουν να κοιμηθώ. Σταμάτησα να παρακολουθώ δυο μαθήματα και έχασα περίπου επτά κιλά.

Αν και είχα βιώσει ξανά περιόδους κατάθλιψης, αυτό μ’έκανε να νιώθω διαφορετικά. Η θλίψη ήταν τρομακτική. Γνώριζα την αιτία που ένιωθα όπως ένιωθα και ήξερα πως δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσα να κάνω για να το αλλάξω. Αυτά τα συναισθήματα με εξόργιζαν αφού όταν χρειαζόταν συνήθως ζητούσα συμβουλή από τον πατέρα μου. Και τώρα σίγουρα δεν μπορούσε να βοηθήσει.

Έχουν περάσει πέντε χρόνια από τότε που πέθανε και σ’αυτό το διάστημα αρκετοί φίλοι μου έχασαν επίσης τους γονείς τους. Στην αρχή σκέφτηκα ότι ήμασταν απλά άτυχοι, αλλά μετά από μια καταθλιπτική έρευνα στο Google, διαπίστωσα ότι σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία ένας στους επτά Αμερικανούς χάνει έναν γονιό ή αδελφό πριν από την ηλικία των 20 ετών. Ήμουν λίγο μεγαλύτερος όταν ο μπαμπάς έπαθε το ανεύρυσμα και δεν μπορούσα να βρω αντίστοιχα στατιστικά για τον Καναδά, αλλά νομίζω ότι ήταν σαφές πως το γεγονός της απώλειας ενός γονιού ή ενός αδελφού σε νεαρή ηλικία ήταν πιο συχνό φαινόμενο απ’ότι θα πίστευε κανείς.

Προσφάτως, πήρα συνέντευξη από μερικούς φίλους μου για το θάνατο των γονιών τους. Η ιδέα ήταν ότι θα κρατούσα κάποια αποσπάσματα από αυτά που θα μου έλεγαν και θα έφτιαχνα ένα αλφαβητάρι για την αντιμετώπιση της απώλειας της μαμάς ή του μπαμπά. Ήθελα να γράψω ένα άρθρο που θα ήταν ευανάγνωστο και αστείο, ενώ συγχρόνως θα προσέφερε πραγματικές συμβουλές. Κάτι σαν: «Τα 10 πράγματα που δεν γνωρίζατε για τον θάνατο ενός γονιού».

Ωστόσο μετά τις συνεντεύξεις, η ιδέα φαινόταν γελοία. Οι φίλοι μου ήταν ειλικρινείς και ευάλωτοι και οι συζητήσεις μας διήρκεσαν πολύ περισσότερο απ’ότι νόμιζα. Αυτό που συνειδητοποίησα είναι ότι όλοι θέλαμε απεγνωσμένα να μοιραστούμε τις ιστορίες μας, αλλά σπανίως είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε το θέμα. Εξάλλου δεν είναι κάτι που συζητάς σε ραντεβού ή σε πάρτι. Και παρά το ότι για καθέναν μας η απώλεια άλλαξε εντελώς τον τρόπο που αλληλεπιδρούμε με τον υπόλοιπο κόσμο, ουσιαστικά κανείς μας δεν είχε μιλήσει για αυτό.

Οι συνεντεύξεις ήταν ωμές και γεμάτες θλίψη. Ήθελα να διατηρήσω όσο περισσότερο μπορούσα από αυτό το συναίσθημα γράφοντας. Σκέφτηκα ότι ο καλύτερος τρόπος να το κάνω ήταν να φύγω από τη μέση και να τους αφήσω να μιλήσουν μόνοι τους. Ακολουθούν αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις.

Mina—26 ετών, ηθοποιός

Η μητέρα μου ήταν μονογονέας και είχε μεταναστεύσει από την Ινδία στον Καναδά. Επίσης είχε επιβιώσει από ενδοοικογενειακή βία που της ασκούσε ο πατέρας μου. Το να πω ότι η μαμά μου ήταν ένας έντονος άνθρωπος, θα ήταν πραγματικά λίγο. Ήταν πεισματάρα, έντονη προσωπικότητα και επίμονη σε ότι κι αν έκανε. Κάτι που καλώς ή κακώς έχω κληρονομήσει.

Επίσης είχε κι αυτό το συνήθειο της ινδικής φιλοξενίας. Περίμενε ότι θα φας το φαγητό της και θα καθίσεις παρέα στην τραπεζαρία της. Άνοιξε την αγκαλιά της σε όλους τους φίλους μου, έστω κι αν ανησυχούσε ότι θα με έκαναν μια φιλότεχνη, άθεη χίπισα.

Όταν πέθανε, ήταν επίσκεψη στο σπίτι του θείου μου στο Alleppey, της Κεράλα, μιας νότιας επαρχίας της Ινδίας. Προσευχόταν. Η μαμά ήταν σούπερ θρησκευόμενη. Κρατούσε το ροζάριο ενώ καθόταν στο κρεβάτι. Η αδερφή και ο αδερφός μου ήταν στο ίδιο δωμάτιο μαζί της, αλλά είχαν αποκοιμηθεί. Από ότι φαίνεται είχε αναπνευστικό πρόβλημα. Ξύπνησε τον αδερφό και την αδερφή μου και άρχισε να πανικοβάλλεται. Η αδερφή μου την συνόδεψε κάτω. Στο σπίτι όλοι ξύπνησαν. Βοήθησαν την μαμά να μπει στο αυτοκίνητο του θείου για να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Την τελευταία της πνοή την άφησε λίγο αφότου είχε ξεκινήσει. Αυτό μου το διηγήθηκαν ο αδερφός και αδερφή μου. Πιστεύουμε ότι ήταν καρδιακή προσβολή λόγω διαβήτη.

Ο θάνατος την βρήκε στο εξωτερικό, οπότε όλα ήταν περίπλοκα. Ο θείος τακτοποίησε σχεδόν τα πάντα άμεσα, αλλά όταν έφτασα στο σπίτι στον Καναδά ήρθα αντιμέτωπη με ληγμένες πιστωτικές κάρτες, έψαχνα να βρω τη διαθήκη, να ακυρώσω και να παγώσω τους τραπεζικούς λογαριασμούς της, να πληρώσω λογαριασμούς. Η μαμά μου δεν είχε προετοιμάσει τίποτα. Ήταν της παλιάς σχολής, δεν ήθελε να μιλάει για το θάνατό της, ή διαθήκες ή για το πώς θα είναι η ζωή μας χωρίς εκείνη.

Αν και δεν μου άρεσε το σπίτι της παιδικής μου ηλικίας, ο καθαρισμός του από πράγματα που η μαμά θεωρούσε αξίας ήταν φρικτός και λυπηρός. Πραγματικά είχε τελειώσει. Δεν θα γυρνούσε ποτέ πίσω. Αυτό το συναίσθημα γίνεται χειρότερο γιατί τάφηκε στην Ινδία. Στην πραγματικότητα δεν έχω πού να την επισκεφτώ.

Υπό φυσιολογικές συνθήκες είμαι πολύ κοινωνικό άτομο. Μια από τις μεγαλύτερες αλλαγές από τότε που πέθανε είναι πως έχω γίνει απίστευτα εσωστρεφής. Ποτέ δεν θέλω πραγματικά να βγω έξω και να συναναστραφώ ανθρώπους, παρόλο που ξέρω ότι πιθανώς θα μου κάνει καλό. Στην πραγματικότητα, τον περισσότερο καιρό αυτούς τους τελευταίους έντεκα μήνες, δεν νιώθω και δεν είμαι ο εαυτός μου.

Εάν θα έπρεπε να δώσω μια συμβουλή, θα ήταν να ενθαρρύνω τον κόσμο να ρωτήσουν ευγενικά τους γονείς τους εάν έχουν σκεφτεί το τι θα γίνει αφού πεθάνουν. Αυτές οι συζητήσεις με όλα τα παιδιά παρόντα, αν και περίεργες και μακάβριες, θα επιτρέψουν σε όλους να σκέφτονται αναλόγως.

Επίσης, βρείτε ψυχοθεραπευτή.

Ron—44 ετών, παραγωγός

Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν δυο ετών και οι διαφορές τους κράτησαν μακριά τον πατέρα μου. Μου έστελνε ταχυδρομικά δώρο τα περισσότερα Χριστούγεννα και μια-δυο φορές το χρόνο γράμμα, αλλά αυτό ήταν όλο. Άκουσα τη φωνή του πρώτη φορά όταν ήμουν 12 ετών, όταν τηλεφώνησε ξαφνικά και είπε ότι ήθελε να με δει και να γίνει πατέρας για μένα. Ήμουν αγχωμένος που θα τον συναντούσα και ήταν παράξενο το συναίσθημα. Ήταν πραγματικά καλός και προσπαθούσε σκληρά. Βλεπόμασταν αρκετές φορές το χρόνο και φαινόταν να συμφιλιώνεται με την μαμά μου. Όμως κάποια στιγμή ξανατσακώθηκαν και εξαφανίστηκε πάλι.

Ως ενήλικος τον είδα μόνο μία, δυο φορές, παρόλο που υπήρχαν περισσότερα τηλεφωνήματα και επιστολές. Μ’έστησε μια φορά, όταν ήμουν 25 ετών και έτσι αποφάσισα ότι δεν γούσταρα άλλο τον Περιστασιακό Μπαμπά, κι αυτό ήταν όλο.

Το έμαθα ενώ πήγαινα σε μια πρωινή εκπομπή για την παρουσίαση μιας ηλίθιας ταινίας. Η μαμά μου με είχε πάρει πολλά τηλέφωνα αλλά δεν είχα απαντήσει. Της τηλεφώνησα νιώθοντας ότι κάτι κακό συνέβαινε. Έκλαιγε. Έλεγε συνεχώς ότι πέθαινε εντελώς μόνος. Δεν είμαστε εντελώς σίγουροι τι τον σκότωσε, γιατί ήταν νεκρός στο διαμέρισμά του αρκετό καιρό πριν να τον βρει κάποιος. Πιστεύουν ότι ήταν έμφραγμα. Οι γείτονες μύρισαν την οσμή της αποσύνθεσης.

Με είχε κάνει εκτελεστή της διαθήκης του, που ήταν περίπλοκη υπόθεση. Δεν είχαμε μιλήσει για πάνω από μια δεκαετία, αλλά υποθέτω πως εάν δεν ήμουν εγώ ποιος θα μπορούσε να είναι; Μερικές φορές σκέφτομαι ότι έβγαλε το άχτι του· τώρα θα ασχοληθείς μαζί μου. Να η ζωή μου. Έκπληξη.

Τα χαρτιά του ήταν μπερδεμένα και ήταν λίγο σαν αστυνομική υπόθεση να πρέπει να ενώσεις τα κομμάτια της ζωής του από χαρτάκια και σημειώσεις. Διαπίστωσα ότι στο τέλος της ζωής ήταν κάτι σαν ερημίτης ο οποίος σταμάτησα να βλέπει και να συναναστρέφεται ανθρώπους. Έμενε στο σπίτι και άκουγε παιχνίδια στο ραδιόφωνο. Πήγαινε στην εκκλησία αλλά προφανώς δεν μιλούσε σε κανέναν.

Αυτό με τρόμαξε πολύ γιατί έχω κι εγώ αυτόν τον ερημίτη μέσα μου, σε συνδυασμό με μια σειρά αποτυχημένων σχέσεων. Οπότε μπορώ πολύ εύκολα να δω τον εαυτό μου να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Είμαι εγγενώς κακός με πολλά από τα πράγματα που ήταν κι αυτός, αλλά προσπαθώ να κάνω αλλαγές.

Δεν λυπάμαι γιατί μου λείπει. Λυπάμαι γιατί τα σκάτωσε και στερήθηκα τον πατέρα μου το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Λυπάμαι για το πώς έγινε στην πορεία η ζωή του και πώς τελείωσε. Όταν τελείωσα με τις υποθέσεις που είχε αφήσει ανοιχτές, συνήθιζα να λέω σε όλους ότι «πρέπει να είμαστε ο ένας κοντά στον άλλον. Αυτές οι σχέσεις δεν φροντίζονται μόνες τους και εάν τις αφήσουμε θα καταρρεύσουν».

Martha—28 ετών, Ειδικός απογραφής

Ο μπαμπάς μου πέθανε στις αρχές του Σεπτεμβρίου το 2003. Είχε καρκίνο στο πάγκρεας αλλά το ανακαλύψαμε μόλις μια εβδομάδα πριν να πεθάνει. Ένιωθε χάλια όλο το καλοκαίρι. Πήγαινε στο γιατρό αλλά δεν μπορούσαν να βρουν τι είχε. Ένα πρωί, η μαμά μου αποφάσισε να τον πάει στα επείγοντα στο νοσοκομείο. Δεν θα έφευγαν από εκεί εάν δεν μάθαιναν τι είχε.

Θυμάμαι τον μπαμπά να έρχεται στο δωμάτιο μου, γύρω στις 6 το πρωί και να λέει ότι εκείνος και η μαμά θα πήγαιναν στο νοσοκομείο. Πήγα να σηκωθώ από το κρεβάτι αλλά εκείνος επέμεινε πως έπρεπε να συνεχίσω τον ύπνο μου. Ήμουν 16 ετών, οπότε έκανα αυτό που μου είπε. Σιχτιρίζω τον εαυτό μου που δεν σηκώθηκα να τον αγκαλιάσω μια και ήταν η τελευταία φορά που θα μιλούσαμε ενώ είχε όλες τις αισθήσεις του.

Τρία χρόνια αργότερα, η μαμά διαγνώστηκε με καρκίνο των ωοθηκών. Τότε τελείωνα το λύκειο, άρχιζα το πανεπιστήμιο. Ήμουν απίστευτα σίγουρη ότι δεν θα πέθαινε. Το σύμπαν είχε ήδη πάρει τον πατέρα μου, οπότε δεν θα μπορούσα να χάσω κι εκείνη, σωστά; Το ορκίζομαι, ότι ακόμα ήταν στην εντατική ήμουν σίγουρη πως θα γίνει καλύτερα, πως θα περνούσαμε κι αυτό το σκόπελο και θα ήταν δίπλα μου. Σκεφτόμουν ότι θα είχα περισσότερο χρόνο να γίνουμε φίλες καθώς θα μεγαλώναμε. Γελάστηκα.

Υπήρξαν φορές που σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να λυπάμαι περισσότερο κι αυτό δεν συμβαίνει. Έπειτα υπάρχουν φορές που δημιουργούνται συναισθήματα, έτσι στα ξαφνικά. Είναι δύσκολο να εξηγήσω. Ο κόσμος τείνει να έχει λιγότερη υπομονή για τη θλίψη που εμφανίζεται ένα χρόνο μετά το θάνατο ενός γονιού. Είναι ενοχλητικό αλλά κατανοητό. Δεν είναι κάτι που ξεπερνάς σε 365 μέρες αλλά εξελίσσεται. Απλώς εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο.

Δεν νιώθω άσχημα καθημερινά, αλλά όσο μεγαλώνω μερικές φορές νιώθω ότι χειροτερεύει. Νιώθω ότι είμαι τόσο πεπεισμένη πως τίποτα καλό δεν πρόκειται να απομείνει και πως οι άνθρωποι πάντα θα με αφήνουν και θα φεύγουν γιατί δεν έχω αποδείξεις για το αντίθετο. Είμαι πιο μελαγχολική και πιο τσαντισμένη που κανένας από τους δυο δεν είναι εδώ. Απλά εύχομαι να μπορούσα να τους δείξω ότι τα έχω καταφέρει και να ήξερα ότι είναι περήφανοι για μένα.

Μου λείπει η οικογένειά μου. Μου λείπει η οικεία φυσική παρουσία των γονιών μου. Μου λείπει η μαμά μου που χωνόταν στο κρεβάτι μου το Σάββατο το πρωί γιατί είχε ξυπνήσει και ήθελε να κρατήσει το μωρό της. Μου λείπει που δεν μπορώ να αγκαλιάσω τον πατέρα μου και να κρεμαστώ από το λαιμό του. Μου λείπει το δίχτυ ασφαλείας που έφτιαχναν γύρω μου. Ακόμα και τα χέρια του μπαμπά μου ήταν σαν τεράστια γάντια του μπέιζμπολ που έκαναν τα δικά μου χέρια να μοιάζουν τόσο μικροσκοπικά αλλά προστατευμένα. Δεν ξέρω. Είναι αστείο, αλλά ακόμα και μετά από τόσο καιρό, δεν ξέρω τι να πω στον κόσμο.

Graham (εγώ)

Οι γονείς σου θα πεθάνουν. Σ’ένα ευρύτερο φιλοσοφικό επίπεδο, αυτό είναι κάτι που όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά για προφανείς λόγους δεν είναι κάτι που αρέσει σε οποιονδήποτε από εμάς να σκεφτεί. Θα συμβεί ανεξάρτητα από το τι σκέφτεσαι για αυτούς και από το εάν είσαι έτοιμος. Η τελευταία συζήτηση που είχα με τον πατέρα μου ήταν σ’ένα εστιατόριο με σούσι. Ήταν η ώρα του μεσημεριανού. Δεν θυμάμαι γιατί πράγμα μιλήσαμε, αλλά ξέρω ότι στο τέλος της συζήτησης ρώτησε εάν ήθελα να πιούμε κάνα δυο μπύρες αργότερα εκείνο το βράδυ μετά το συνέδριο που είχε. Του είπα ψέματα ότι ήμουν απασχολημένος. Πέρασα εκείνο το βράδυ μόνος μου, παρακολουθώντας επαναλήψεις του South Park.

Δεν ξέρω εάν υπάρχει μεγαλύτερο μάθημα να πάρει κανείς από αυτό και οτιδήποτε θα μπορούσε να καταλήξει σε κλισέ, αλλά σκέφτομαι πολύ την απόφαση. Υπάρχουν πολλά πράγματα που σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να έχω κάνει διαφορετικά, αλλά τελευταία αντί να ασχολούμαι μ’αυτά, προσπαθώ να τηλεφωνώ πιο συχνά στην μητέρα μου.

Ο Graham Isador είναι συγγραφέας που ζει στο Τορόντο. Ακολούθησέ τον στο Twitter.

Περισσότερα από το VICE

Σπάνιες Εικόνες από το «Σκοτεινό» Νησί της Λίμνης των Ιωαννίνων

Τα Πορτρέτα των Ιρανών που Έραψαν τα Στόματά τους Ζητώντας να Ανοίξουν

Η Underground Μέταλ Σκηνή του Βιετνάμ είναι Παρανοϊκή

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.