Πρέπει να είναι εξαιρετικά δύσκολο και ταυτόχρονα πολύ όμορφο να έχεις συμπληρώσει 95 στροφές γύρω από τον ήλιο και η σκέψη σου να παραμένει κρυστάλλινη και φωτεινή, να μην έχει θαμπώσει από το βάρος της ιστορίας, με όλα τα στραβοπατήματα και τις ματαιώσεις που αυτή κουβαλάει. Νομίζω ότι ο Μάνος Ζαχαρίας το κατάφερε. Βίωσε από πρώτο χέρι τα γεγονότα που συγκλόνισαν τον προηγούμενο αιώνα και διέσωσε ανόθευτες μέσα του τις αξίες του ανθρωπισμού και της δημοκρατίας.
Από τα ιδρυτικά στελέχη της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων (ΕΠΟΝ) την περίοδο της Αντίστασης, συμμετείχε στην τελευταία μάχη των Εξαρχείων στα Δεκεμβριανά, στη συνέχεια βρέθηκε στο Παρίσι να σπουδάζει κινηματογράφο και μετά στον Γράμμο και στο Βίτσι, με μια μηχανή στο χέρι, ως κινηματογραφιστής του Δημοκρατικού Στρατού. Πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη, μετά την ήττα των ανταρτών, πήγε στη συνέχεια στη Mosfilm, δίπλα στα μεγαθήρια του σοβιετικού κινηματογράφου, φτάνοντας ως τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Τρίτου Στούντιό της. Σπουδαίος σκηνοθέτης, μ’ ένα απαράμιλλο βλέμμα ηθικής στο έργο του, επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνέβαλλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.
Τον συνάντησα στο σπίτι του, σ’ έναν χώρο γεμάτο ψήγματα μνήμης σε κάθε τετραγωνικό. «Μην περιμένεις να σου πω όλη τη ζωή μου», μου είπε γλυκά στο καλωσόρισμα. Σαφώς και όχι. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε πολύ περισσότερο χρόνο και πολλές χιλιάδες λέξεις ακόμη. Μου μίλησε, ας πούμε, για κάποιες από τις σημαντικότερες καμπές της, για το σπουδαίο κεφάλαιο της Αντίστασης στην Κατοχή, που έγινε λάφυρο στα χέρια των εχθρών της, για τη ζωή στη Σοβιετική Ένωση -μακριά από μηδενισμούς, διθυράμβους και επικίνδυνες εξισώσεις-, για το πώς τα τραύματα του παρελθόντος αιμορραγούν ακόμη, όσο τα σκεπάζεις με το σεντόνι της λήθης.
Αυτή είναι η διήγησή του στο VICE:
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1922. Ο πατέρας μου πέθανε νωρίς, το 1934. Έτσι, βρέθηκα από 12 ετών να είμαι ο μόνος άνδρας στην οικογένεια. Από πολύ νεαρή ηλικία, η εναντίωση στον εθνικισμό και το φασισμό ήταν για μένα ένα ζήτημα γενικής τοποθέτησης στη ζωή. Για παράδειγμα, δεν έγινα ποτέ μέλος της ΕΟΝ, της φασιστικής νεολαίας του Μεταξά. Είχαμε βάλει στοίχημα με μια παρέα φίλων ότι δεν θα φορέσουμε τη στολή. Τραβήξαμε διάφορα, αποβολές και άλλα, αλλά δεν τη φορέσαμε. Υπήρχε, λοιπόν, μια προδιάθεση. Όταν ξεκίνησε η Κατοχή, από τις πρώτες σκέψεις που κάναμε ήταν να ενσωματωθούμε στην προσπάθεια της Αντίστασης. Ήμουν από τα ιδρυτικά μέλη της ΕΠΟΝ και από εκεί αναπτύχθηκε η βασική μου δραστηριότητα.
Ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά. Ξέρεις, όταν παίρνεις μέρος στην Αντίσταση, πολεμάς τον κατακτητή, τον διώχνεις και μετά βλέπεις τους ανθρώπους που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς να κυκλοφορούν ελεύθεροι , να σηκώνουν στους δρόμους τα λάβαρα του αντικομουνισμού και αντίθετα, να καταδιώκεται η Αντίσταση, τότε αναγκαστικά συνεχίζεις τον αγώνα.
Videos by VICE
Το Παρίσι και η ταινία
Το 1945, έφυγα με το πλοίο «Ματαρόα» για το Παρίσι, όπου σπούδασα κινηματογράφο. Όταν έγινε το δεύτερο αντάρτικο, ο Εμφύλιος, γύρισα πίσω. Βέβαια, είχε κριθεί πριν από τον Εμφύλιο τι θα γινόταν στην Ελλάδα. Εμείς, όμως, τότε δεν το ξέραμε. Όταν κανείς κρίνει εκείνην την εποχή, πρέπει να μπει στο πνεύμα της, στη βασική αντίφαση του να πολεμάς έναν κατακτητή και μετά να διώκεσαι, επειδή πολέμησες. Τέλος πάντων, γύρισα πίσω με μια μηχανή. Βρήκα το φίλο μου Γιώργο Σεβαστίκογλου, που ήταν ήδη γνωστός σκηνοθέτης στο θέατρο και τον οπερατέρ Απόστολο Μουσούρη, ανεβήκαμε στο βουνό και φτιάξαμε το κινηματογραφικό συνεργείο του Δημοκρατικού Στρατού. Ο στόχος μας ήταν να μείνει ένα ντοκουμέντο από τα γεγονότα. Στην αρχή, ήμασταν τρεις άνθρωποι. Μετά, φτιάξαμε την ταινία Όλη η Αλήθεια για τα Παιδιά της Ελλάδος, ως απάντηση στο παιδομάζωμα της Φρειδερίκης, πήγαμε στην Πράγα για μοντάζ και όταν επιστρέψαμε, είχε πια μεγαλώσει το συνεργείο μας. Είχαμε άλλους τρεις βοηθούς, δύο κάμερες που τράβαγαν παράλληλα, ενίοτε και μια τρίτη που την κράταγα εγώ στα χέρια μου. Βέβαια, ήταν πόλεμος – και άγριος πόλεμος. Οι ωραιοποιήσεις σε οποιονδήποτε πόλεμο είναι ανάρμοστες και λαθεμένες. Ένας πόλεμος δεν είναι καθόλου ευχάριστος. Εμάς η δουλειά μας ήταν να καταγράφουμε, αλλά βρεθήκαμε σε συνθήκες δύσκολες στον Γράμμο και στο Βίτσι. Ένας από το συνεργείο τινάχτηκε σε νάρκη και σκοτώθηκε.
Μετά τον εμφύλιο
Όταν τελείωσε ο Εμφύλιος, καταλάβαμε για τα καλά την ήττα, χωρίς να μπορώ να πω ακόμη ότι ξέραμε τίποτα – αργότερα κατανοήσαμε τη ροή των συμβάντων. Ήταν μια δύσκολη περίοδος, που έπρεπε να εξηγήσουμε πώς και γιατί έγιναν έτσι τα πράγματα. Στην αρχή, ήταν διάχυτη μια αίσθηση αναμονής ενός γεγονότος που ήταν άγνωστο. Όσο βρισκόμασταν στην Αλβανία, ήμασταν με το όπλο «παρά πόδα». Όταν μπήκαμε στα καράβια και φτάσαμε στο κέντρο της Ασίας, συνειδητοποιήσαμε ότι είχε χαθεί η υπόθεση. Δε μπορεί να είσαι «παρά πόδα» και να είσαι στο κέντρο της Ασίας. Ο ελληνικός Εμφύλιος έμεινε ξένος για την Ευρώπη, επειδή δεν ενδιάφερε τελικά κανέναν. Ενδιέφερε εμάς και αυτούς που είχαν επιρροή πάνω μας. Βοήθησαν τους αντιπάλους της Αντίστασης να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα αυτή η ιστορία. Αυτό έγινε.
Η Τασκένδη ήταν πολύ διαφορετική από την Ελλάδα. Τα μεσημέρια είχε 40 βαθμούς και το βράδυ το θερμόμετρο έπεφτε στους 15. Αλλά από άποψη υποδοχής των ανθρώπων, ήταν εξαιρετική. Γνωρίσαμε καλούς ανθρώπους και κάναμε καλούς φίλους. Αυτή ήταν ίσως η καλύτερη ανταμοιβή για την περιπέτειά μας. Μέχρι και σήμερα ζουν Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες εκεί, είτε επειδή ξεμείνανε είτε με τη θέλησή τους. Η οικογένειά μου βρισκόταν στην Ελλάδα. Στην αρχή δεν είχαμε καμία επαφή, όπως όλοι. Η διαμονή μας στην Τασκένδη ήταν εντελώς άγνωστη για τους οικείους μας. Την κρατούσαν μυστικό, για να μην υπάρξει διπλωματικό πρόβλημα. Μετά από κάποια χρόνια, ομαλοποιήθηκαν τα πράγματα. Είχα επαφές και αλληλογραφία. Εγώ έφυγα νωρίς. Πήγα στη Μόσχα, στη σχολή της Mosfilm, όπου και εργάστηκα στη συνέχεια ως σκηνοθέτης.
Η ζωή στη Σοβιετική Ένωση
Έζησα κοντά 30 χρόνια στη Σοβιετική Ένωση. Η προσωπική μου ζωή εκεί διαμορφώθηκε. Εκεί παντρεύτηκα και έκανα οικογένεια. Δεν ήταν εύκολα από οικονομικής πλευράς, χωρίς να μπορώ να πω ότι υπήρχε ένδεια. Ο κόσμος ζούσε, εργάζονταν όλοι, είχαν δουλειά, αλλά οι μισθοί ήταν χαμηλοί, δεν υπήρχε αφθονία, όπως τη γνώριζαν οι δυτικοί. Δεν μπορεί να πει κανείς, όμως, ότι πείναγε ο κόσμος. Εγώ τουλάχιστον, δεν πείνασα ποτέ. Ειδικά στην Τασκένδη, μας περιποιήθηκαν καλύτερα από τους εαυτούς τους. Για να καταλάβεις, υπήρχαν κάποιες κοπέλες που βοηθούσαν στην κουζίνα. Ένα πρωί, είδαμε δύο κοπέλες που πίνανε τσάι και τρώγανε μόνο μαύρο ψωμί. Τις ρωτήσαμε γιατί δεν τρώνε τίποτα άλλο. «Αν δεν τρώγαμε μαύρο ψωμί εμείς, δε θα μπορούσαμε να σας βοηθήσουμε», ήταν η απάντησή τους. Αυτό δείχνει τη μεγαλοσύνη ενός λαού, αλλά και το οικονομικό πρόβλημα.
Η δημοκρατική σκέψη είναι πάντα ανθρωπιστική και γενναιόδωρη. Μας λείπει η γενναιοδωρία.
Αυτό που είχε λύσει η Σοβιετική Ένωση και που για μένα είχε τη μεγαλύτερη αξία, ήταν τα θέματα της παιδείας και της υγείας. Όλα τα άλλα, τα συζητάς. Ήξερες ότι θα πας σχολείο, ότι θα μπεις στο πανεπιστήμιο, ότι θα βρεις δουλειά, ότι όταν αρρωστήσεις θα έρθουν γιατροί στο σπίτι σου, χωρίς πεντάρα και ότι δε θα βρεθεί ποτέ άνθρωπος στον δρόμο, χωρίς περίθαλψη. Στην παιδεία, υπήρχε πραγματική δίψα για γνώση και ενημέρωση, καλλιτεχνική, λογοτεχνική. Οι εκδόσεις ήταν συχνές και έπρεπε να γραφτείς στη σειρά, για να πάρεις ένα βιβλίο. Ο κόσμος, γενικά, ήταν με ένα βιβλίο στο χέρι. Παράλληλα, υπήρχαν βιβλία που ήταν απαγορευμένα – και αυτό δεν μπορεί να το παραβλέπει κανείς μελετώντας την Ιστορία. Ήταν μεγάλο αγκάθι το θέμα των πολιτικών ελευθεριών. Ο θείος της γυναίκας μου, από τους ιδρυτές της Σοβιετικής Αεροπορίας, έμεινε 16 χρόνια στη φυλακή. Υπήρχε έλλειμμα δημοκρατίας, που σε συνδυασμό με την κακή οικονομική οργάνωση οδήγησε στην κατάρρευση.
Η περίοδος της δημιουργίας
Για παράδειγμα, στον δικό μου τομέα, στην κινηματογραφική δραστηριότητα, έκανα αυτό που ήθελα, τελικά το έκανα όπως ήθελα, παρά τον έλεγχο και τις παρατηρήσεις που ξεπερνούσα. Υπήρχε δυνατότητα να δημιουργήσεις. Ο σοβιετικός κινηματογράφος είχε ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο. Αν υπήρχε η έγκριση για μια ταινία, είχες όλα τα μέσα, δεν είχες το άγχος να βρεις χρήματα. Ήθελες τρακτέρ, ήθελες αεροπλάνο, ήθελες 1.000 στρατιώτες, θα τα έβρισκες. Ο Tarkovsky έκανε αυτό που ήθελε και το έκανε εξαίσια. Είχαμε καθημερινή επαφή, στην αρχή. Μετά, χώρισαν οι δρόμοι μας, λόγω δουλειάς. Σε μια ταινία δεν του άρεσαν τα πλάνα του οπερατέρ και τη γύρισε ξανά από την αρχή, με άλλον οπερατέρ. Αυτά δεν γίνονταν πουθενά αλλού. Όταν, όμως, σταμάτησε να μπορεί να κάνει αυτό που ήθελε, αναγκάστηκε να φύγει. Στην εξορία, δεν έκανε τις καλύτερες του ταινίες, επειδή ήταν βαθιά Ρώσος. Τα καλύτερά του έργα ήταν αυτά που έκανε στη Ρωσία, όταν μπορούσε να ανασάνει. Γενικά πάντως, η περίοδος της δημιουργίας στη Μόσχα ήταν από τις καλύτερες στη ζωή μου. Ωραία χρόνια, με ελπίδες, απογοητεύσεις, μπερδεμένα πράγματα, αλλά νιώθω τυχερός που δούλεψα εκεί.
Ο καλός μου φίλος, Φώτος Λαμπρινός, έκανε την ταινία Μεγάλη Ουτοπία και δίνει την απάντηση στο πώς και κυρίως στο πότε βάζει τους τίτλους τέλους. Μαζί την ξεκινήσαμε, διαφωνήσαμε σ’ ένα σημείο που τελικά είχε αυτός δίκιο. Τελειώνει την ταινία το 1934. Τότε, μετά τον μεγάλο λιμό, τελειώνει η ιστορία, τελειώνει η ουτοπία ότι πάμε να φτιάξουμε έναν άλλο κόσμο. Πήρε μια ανάσα για λίγο η Σοβιετική Ένωση στον Πόλεμο, επειδή ο κόσμος πολέμησε το φασισμό. Υπήρχε τρομερή συσπείρωση. Παράλληλα δηλαδή με τα όποια προβλήματα, έκανε και αυτά τα κατορθώματα στον Πόλεμο. Είναι πολύ σύνθετο το φαινόμενο της Σοβιετικής Ένωσης. Πρέπει να το διαβάζει κανείς νηφάλια, στο πλαίσιο της εποχής. Η προσπάθεια εξίσωσης του ναζισμού με τον κομμουνισμό είναι μεγάλο ιστορικό λάθος.
Πίσω στην Ελλάδα
Η επιστροφή στην Ελλάδα ήταν πάντα μια επιθυμία. Δε γύριζα, επειδή δεν μου επέτρεπαν να γυρίσω. Ήμουν πολιτικός πρόσφυγας. Όταν έγινε δυνατόν, γύρισα. Μόλις επέστρεψα, μου προτάθηκε να κάνω ένα σίριαλ, μ’ ένα πολύ καλό βιβλίο. Ο παραγωγός που με κάλεσε μου είπε ότι θα μου δώσει τον διπλάσιο χρόνο απ’ ότι προβλεπόταν, δηλαδή δύο ημέρες ανά επεισόδιο. Αρνήθηκα. Δεν το έκανα από σνομπισμό ή κάτι τέτοιο.
Οι Γάλλοι, οι Ιταλοί μίλησαν ανοιχτά, δεν φοβήθηκαν. Εμείς φοβηθήκαμε την ιστορία μας. Παλιά, στα σχολεία ήταν απαγορευμένη οποιαδήποτε νύξη για την Αντίσταση
Ήμουν έξω από το κλίμα. Θα τους κορόιδευα τους ανθρώπους. Δεν μπορούσα σε δύο μέρες να γυρίσω μισή ταινία. Ερχόμουν από τον ισπανικό εμφύλιο, που έκανα τέσσερις μήνες γυρίσματα. Δεν μπήκα στην παραγωγή, λοιπόν. Μετά, ήρθε η Μελίνα. Εννέα χρόνια ήμασταν μαζί και προσπάθησα κάπως να οργανώσω τον κινηματογράφο, τη διανομή, την παραγωγή, τη νομοθεσία. Πέντε χρόνια παιδευόμασταν να φτιάξουμε έναν νόμο και πορεύτηκε μ’ αυτόν 20 χρόνια ο ελληνικός κινηματογράφος. Ήταν μια περίοδος ανάτασης, υπήρχε ανάγκη δημιουργίας. Η Μελίνα έκανε πολύ καλό στον κινηματογράφο.
Μια μέτρια κατάσταση
Ως σκηνοθέτης δε μπορώ να κρίνω τους συναδέλφους μου, αλλά η γενική τάση είναι μια πολύ μέτρια κατάσταση. Διανύουμε μια γενική περίοδο αμηχανίας στον πνευματικό τομέα. Είμαστε μετέωροι. Αλλά και η οικονομική κρίση είναι αποτέλεσμα της γενικής πολιτικής, δεν ξυπνήσαμε ένα πρωί κι έγινε. Υπάρχει ένας παραλογισμός στην ελληνική κοινωνία, που έχει τις ρίζες του στη μεταπολεμική διαχείριση της ιστορίας και στην καλλιέργεια του μίσους. Έγινε μια τεράστια προσπάθεια να σβηστεί και να κρυφτεί όλη η περίοδος της Αντίστασης. Την έθαψε το επίσημο ελληνικό κράτος. Όλα τα κακά που ακολούθησαν ήταν αποτέλεσμα αυτής της νοοτροπίας. Σ’ όλη την Ευρώπη εξελίχθηκαν τα πάντα ομαλά. Στην Ισπανία ακόμη υπάρχει μουσείο για τον δικό τους εμφύλιο, δεν κρύψανε ποτέ τίποτα. Οι Γάλλοι, οι Ιταλοί μίλησαν ανοιχτά, δεν φοβήθηκαν. Εμείς φοβηθήκαμε την ιστορία μας. Παλιά, στα σχολεία ήταν απαγορευμένη οποιαδήποτε νύξη για την Αντίσταση. Όλο αυτό δεν ήταν στιγμιαίο γεγονός, έγινε πολιτική και μέθοδος διακυβέρνησης. Ποτέ δεν περίμενα ότι Έλληνες πολίτες θα κυκλοφορούσαν με τη σβάστικα και θα χαιρετούσαν ναζιστικά, αλλά όταν καλλιεργείς τον εθνικισμό, θα φτάσεις και εκεί. Ο εθνικοπατριωτισμός είναι μεγάλη πληγή.
Νιώθω πάντα κοντά στην Αριστερά. Ωστόσο, δεν με ικανοποιεί καθόλου η σημερινή Αριστερά, ούτε η μεθοδολογία του ΣΥΡΙΖΑ
Η διαχείριση της μνήμης δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Το δικό του κάρο ο καθένας το τραβάει μόνος του. Μπορώ να πω ότι το δικό μου είναι φορτωμένο με καλά και με κακά. Η περίοδος της Κατοχής, για όσους την έζησαν ήταν συγκλονιστική, παρά τις εκτελέσεις, την πεινά, τα βασανιστήρια. Η συλλογική αυτοπεποίθηση που έδωσε στον λαό ήταν ένα θαύμα. Η συλλογικότητα της Αντίστασης, η περιφρόνηση του φόβου, η περιφρόνηση του βασανιστή ήταν ένα πολύτιμο και μοναδικό κεφάλαιο. Όποιος δεν το ’χει ζήσει, δεν μπορεί να το καταλάβει. Ήξερες ότι αν κινδύνευες, θα χτύπαγες μια πόρτα, για να ξεφύγεις. Στην Αιόλου, πόσες φορές δεν βρέθηκα σε μπλόκο; Έμπαινα σ’ ένα κατάστημα και με έβγαζαν από την πίσω πόρτα. Αυτήν την αναπαράσταση θάρρους και αλληλεγγύης κατέστρεψαν.
Νιώθω πάντα κοντά στην Αριστερά. Ωστόσο, δεν με ικανοποιεί καθόλου η σημερινή Αριστερά, ούτε η μεθοδολογία του ΣΥΡΙΖΑ. Η ανάγκη κοινωνικής αλλαγής παραμένει ενεργή. Το λάθος είναι ότι δε μπορείς να χτίσεις κάτι καινούργιο με παλιά υλικά. Δεν γίνεται. Πρέπει να αντλήσεις από τις προηγούμενες εμπειρίες τα θετικά τους σημεία και να δώσεις πνοή σ’ ένα νέο κίνημα. Αν μπορεί κάποιος να κατηγορήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα για κάτι είναι αυτό. Ναι, δίκιο έχει στην ανάλυση, αλλά πώς; Όχι με τον τρόπο που απέτυχε. Η αναζήτηση του τρόπου, δυστυχώς, δεν εκφράζεται από κάποιον αριστερό λόγο αυτήν τη στιγμή – όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Την ίδια στιγμή, η κοινωνική ανισότητα αυξάνεται. Αυτό θα φέρει και τη λύση, τελικά.
Δε μπορεί να υπάρξει διατύπωση οποιασδήποτε προοδευτικής θεωρίας που να μην έχει στο κέντρο της τον άνθρωπο. Η δημοκρατική σκέψη είναι πάντα ανθρωπιστική και γενναιόδωρη. Μας λείπει η γενναιοδωρία.
Περισσότερα από το VICE
Η Ιστορία της Ελληνίδας Ψυχικής Ντετέκτιβ που Συνεργάστηκε με την Αστυνομία
Ο Δημήτρης Είναι ο Πρώτος Έλληνας Σεξουαλικός Βοηθός για Άτομα με Αναπηρία
Πέντε Καλοί Λόγοι για να Απολύσεις τον Ψυχοθεραπευτή σου