Το βράδυ των Χριστουγέννων ήμουν σε ένα πάρτι, όταν είδα μπροστά μου μια στιγμή που θα μπορούσε να συνοψίσει όλο το 2016. Ξαφνικά, λίγο μετά τις 12, η μουσική σταμάτησε βίαια και κάποιος ανέλαβε τον ρόλο της ανακοίνωσης: «Ο George Michael μόλις πέθανε». Η μουσική ξεκίνησε ξανά –ναι, με το Last Christmas, αυτήν τη φορά δικαιολογημένο- καθώς παρακολουθούσα τους τύπους που γιόρταζαν δήθεν ανέμελοι πριν από λίγο να έχουν σκύψει στα κινητά τους και να πληκτρολογούν μανιασμένα ρίμες πένθους και θρήνου. Αυτό ήταν το 2016 εν συντομία: Θάνατος διασήμου, δημόσιος θρήνος, κάθαρση.
Η μήπως όχι;
Μπορεί το πένθος να εκφράζεται δημόσια; Και αν τελικά εκφραστεί δημόσια, πόσο πραγματικό είναι; Το ζήτημα, αν και όχι καινούριο, έχει αποκτήσει μία νέα δυναμική χάρη στα social media, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο που ξεκλήρισε τη μισή pop κουλτούρα.
Οι mainstream αντιδράσεις ακολουθούν πάντα το ίδιο μοτίβο. Η στενάχωρη αναγγελία προκαλεί χιλιάδες αναρτήσεις με τραγούδια ή βίντεο από μεγάλες επιτυχίες του εκλιπόντα, hastags και προσωπικές «καταθέσεις ψυχής» από τους συντετριμμένους θαυμαστές. Η δραματική φρασεολογία κυριαρχεί πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, με πιο χαρακτηριστικό ελληνικό παράδειγμα τον θάνατο του Παντελή Παντελίδη. Ο τρόπος μαζικού θρήνου εκφράστηκε ακόμακαι με επιθέσεις στις συνοδηγούς του κατά τη διάρκεια του τροχαίου ατυχήματος, Μίνα Αρναούτη και Φρόσω Κυριάκου.
Videos by VICE
Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece.
Πόσο αληθινά είναι τα δάκρυα που χύνουμε στα social media; Πόσο πραγματικό είναι το ποστ «Δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω, νιώθω τόσο άδειος. #RIP» για έναν άνθρωπο που δεν γνωρίσαμε ποτέ;
Μετά τον θάνατο του David Bowie, η Camilla Long, κριτικός κινηματογράφου των Sunday Times δεν άντεξε. Επιτέθηκε εναντίον των πενθούντων στο Twitter: «Μετά από ένα μεγάλο ταξίδι γεμάτο εμετικά σχόλια, πλέον τρέμω σκεπτόμενη τι θα συμβεί στα social media όταν πεθάνει ο McCartney», «Τόσοι πολλοί άνθρωποι “κλαίνε” ή “είναι συντετριμμένοι” για τον Bowie. Άντε γαμηθείτε. Δεν είστε δέκα ετών. Είστε ενήλικες. Αποκτήστε κότσια και γράψτε κάτι ενδιαφέρον» και «Είναι τόσο ψεύτικο όλο αυτό που βλέπουμε. Νομίζω ότι το πένθος πρέπει να είναι ιδιωτικό». Στον ίδιο τόνο, το Politico είχε γράψει ότι το υπερβολικό διαδικτυακό πένθος για τον χαμό του Robin Williams «εξευτέλιζε την έννοια του θανάτου».
Υπάρχει πράγματι «αστυνομία του πένθους»;
Είναι αλήθεια ότι η άποψη της Camilla Long αγνοεί σε ένα βαθμό την σύγχρονη πραγματικότητα που θέλει μία ολόκληρη γενιά να επικοινωνεί από τα γεννοφάσκια της με τους όρους των social media, μονολόγους, έξυπνες ατάκες, like, κοινοποιήσεις και -άμα λάχει- μπλοκ.
Φαίνεται αφύσικο να ζητάς από ανθρώπους που εκφράζονται κυρίως μέσα από τις αναρτήσεις τους στο Facebook, το Twitter και το Instagram, να μην ποστάρουν τα συναισθήματα που τους προκαλεί η απώλεια μίας προσωπικότητας με την οποία αισθάνονται ότι με κάποιο τρόπο συνδέονται ή ταυτίζονται. Όταν χρήστες αναρτούσαν τραγούδια του Παντελίδη, μιλούσαν για τα άλμπουμ του και τις εμπειρίες που είχαν όταν τον άκουσαν για πρώτη φορά από κοντά, δεν έκαναν τίποτα άλλο από αυτό που πάντα κάνουν οι άνθρωποι: να χρησιμοποιούν τα διαθέσιμα μέσα της εποχής για να εκφράσουν και να μοιραστούν τα συναισθήματά τους. Στην τελική ανάλυση, ποιος είναι αυτός που θα πει στον κόσμο πώς είναι πρέπον να εκφράζεται ο θαυμασμός για έναν καλλιτέχνη και η στεναχώρια που προκαλεί η απώλειά του;
Μάλιστα, το πένθος για έναν άνθρωπο που ναι μεν δεν γνωρίζουμε, αλλά νιώθουμε ότι αγαπάμε, είναι απόλυτα φυσιολογικό, λέει η ψυχολογία, ενώ στο τέλος μπορεί να αποδειχθεί καλό για εμάς. Συγκεκριμένα, το αίσθημα της στεναχώριας ενισχύει την συμπάθεια και την κατανόησή μας γι’ αυτούς που πονάνε, το συλλογικό πένθος μας συνδέει με την ευρύτερη κοινότητα και ο πόνος μας μάς δίνει μία ιδέα για το πώς θα είναι όταν έρθει η απώλεια ενός πραγματικά προσφιλούς μας προσώπου.
Μήπως όμως οι οδυρμοί στα social media μάλλον είναι επιφανειακοί και υπερβολικοί; Για παράδειγμα, πριν από λίγες ημέρες το Facebook πήρε φωτιά για τον θάνατο της Carrie Fisher: #StarWars, #RIPLeiaOrgana και άλλα σχετικά. Την επόμενη μέρα, ωστόσο, δεν κουνήθηκε φύλλο για τον θάνατο της μητέρας της Carrie Fisher, Debbie Reynolds, που υπήρξε επίσης μυθική πρωταγωνίστρια χολυγουντιανών επιτυχιών, όπως οι ταινίες «Singin’ in the Rain» και «Tammy and the Bachelor». Ηταν λιγότερο δημοφιλής; Η απλά λιγότερο trending;
H Debbie Reynolds με την κόρη της, Carrie Fisher.
Η παραπάνω αντίθεση μεταξύ «ιερών τεράτων» και «άσημων προσωπικοτήτων» οφείλεται εν μέρει στο ότι αυτοί που «κλαίμε» ανήκουν στο μαζικό κίνημα της pop κουλτούρας (που σημαίνει ότι τους ξέρουν όλοι, ακόμη και αυτοί που δεν τους παρακολουθούν). Κυρίως όμως έχει να κάνει με το «άγιο δισκοπότηρο» των κοινωνικών δικτύων, που δεν είναι άλλο από το trending. Ο μιμητισμός είναι αναπόφευκτος, ειδικά αν παρατηρήσει κανείς την αξιοθαύμαστη πολυπραγμοσύνη αρκετών ανθρώπων, που φαίνεται να ξέρουν τα πάντα, από τους μυθικούς αγώνες του Muhammad Ali έως το τελευταίο τραγούδι του George Michael.
Οι άνθρωποι όμως πάντα πενθούσαν διάσημους προτού ακόμη μπει το Ίντερνετ στη ζωή μας. Είναι αλήθεια ότι μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο John F. Kennedy (JFK) και ο Γεώργιος Παπανδρέου, «κλάφτηκαν» παλλαϊκά. Το πένθος, όμως, περιοριζόταν σε λίγα πρόσωπα και δεν εμφανιζόταν σε καθημερινή βάση. Και, κυρίως, αφορούσε σε ανθρώπους που -συγγνώμη που κάποιοι θα στεναχωρηθείτε- είχαν μεγαλύτερη ιστορική αξία από εξαιρετικά ταλαντούχους, ή, για να πούμε και την αλήθεια, όχι και τόσο ταλαντούχους μουσικούς, οι οποίοι έτυχε να ζήσουν σε μία εποχή που η τεχνολογία έστρεψε σχετικά εύκολα πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας και τους έκανε viral σε μία νύχτα. Η δολοφονία του JFK σηματοδότησε για πολλούς το τέλος του αμερικανικού ονείρου. Ο Γεώργιος Παπανδρέου έμεινε στην ιστορία για τον «Λόγο της Απελευθέρωσης» που απηύθυνε από το Σύνταγμα -στο κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται το κατάστημα Public- σε έναν λαό που μετρούσε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Όπως και να το κάνεις, είναι πιο σημαντικό από μερικά εκατομμύρια προβολές στο YouTube.
Οι ταφές στα social media γεννούν μία ακόμη τελευταία απορία: όλοι όσοι εκφράζουν τη βαθιά οδύνη τους για ανθρώπους που ποτέ δεν γνώρισαν, πώς αντιδρούν στην απώλεια προσώπων που τους αγάπησαν πραγματικά, τους μεγάλωσαν, τους άλλαξαν πάνες, τους είπαν παραμύθια προτού κοιμηθούν; Ίσως όμως εκεί να εμφανίζεται ο πραγματικός θρήνος, που όσο πιο σιωπηλός είναι, τόσο περισσότερη αξία έχει.
Περισσότερα από το VICE
To Tίμημα του να Χάνεις Αργά την Παρθενιά σου
To Αγόρι που Βρήκε Μήνυμα στο Μπουκάλι από Δύο Κοκάκηδες
Tι Έμαθα Χρησιμοποιώντας ένα App για να Θεραπεύσω την Πρόωρη Εκσπερμάτιση