Ο Χαμίντ με περιμένει στη στάση του λεωφορείου δίπλα ακριβώς στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Είναι κοντά στα 35, λιπόσαρκος με ανακατωμένα μαλλιά και σημάδια στο πρόσωπο. Φορά μια λευκή αθλητική ζακέτα, ένα φθαρμένο τζιν και κόκκινα αθλητικά παπούτσια που λαμπυρίζουν. Όχι και η καλύτερη επιλογή για κάποιον που θέλει να διακινεί μικροποσότητες σίσα στο σκοτάδι του πάρκου. Όμως, οι πελάτες τον γνωρίζουν. Ένα νεύμα αρκεί και η «δουλειά» γίνεται στο άψε-σβήσε.
Videos by VICE
Ο Χαμίντ γεννήθηκε στην Τεχεράνη. Στα 14 άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού, ενώ στα 20 έμπλεξε με μια αντικαθεστωτική ομάδα και ξεκίνησε ένα είδος «αντάρτικου» κατά του «… πιο μοχθηρού ανθρώπου στον πλανήτη», όπως αποκαλεί τον Μαχμούτ Αχμαντινετζάντ. Συννελήφθη και κρατήθηκε για ένα διάστημα στις σκληρές φυλακές του Ιράν -δεν του αρέσει να μιλά για εκείνα τα χρόνια. Αλλάζει κουβέντα καθώς προχωράμε προς την είσοδο του πάρκου. Το Πεδίον του Άρεως με απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Αττικής κλείνει για το κοινό στις 23.00. Στις 00.30 τρυπώνουμε μέσα από μια καβάτζα που ξέρει ο Χαμίντ. Ανάμεσα στις φυλλωσιές, παρατηρώ σκιές στο σκοτάδι, ενώ μια βραχνή υστερική φωνή ωρύεται: «Ρε παιδιά ποιος έχει λίγη πρέζα ή σίσα;». Η θολή μορφή περιφέρεται με νευρικά βήματα πέρα-δώθε, αναζητώντας μάταια κάποιον μικροπωλητή. Ο Χαμίντ μου γνέφει -«έλα από εδώ…». Βαδίζουμε με γρήγορα βήματα σε ένα δρομάκι και έπειτα από λίγη φτάνουμε σε ένα κτίριο γεμάτο γκράφιτι. «Εδώ ήταν το πρώτο μέρος που έμεινα όταν βγήκα από το κρατητήριο στα Εξάρχεια…». Τον ρωτώ γιατί ήταν μέσα. «Για χαρτιά, για τι άλλο; Όπως οι περισσότεροι. Στην Ελλάδα καλύτερα να σε πιάσουν για ναρκωτικά, παρά για χαρτιά», λέει και πνίγεται στα γέλια, ενώ το φως της λάμπας αποκαλύπτει ότι του λείπει ένα από τα μπροστινά δόντια -αποτέλεσμα της χρόνιας χρήσης ηρωίνης και σίσα. «Στο τμήμα των Εξαρχείων κρατήθηκα 18 μήνες -μέσα σε μερικά τετραγωνικά μέναμε 12 άνθρωποι. Σε εκείνο το κελί έμαθα τα πρώτα μου ελληνικά. Το χειρότερο ήταν ότι από τις δύο τουαλέτες δούλευε μονάχα η μία -το καλύτερο ότι “καθάρισε”το σώμα μου από την πρέζα στο 18μηνο. Μέχρι που βγήκα έξω. Δεν είχα λεφτά, γνωστούς, τίποτα. Ένας φίλος μου είπε ότι μπορώ να μείνω εδώ, σε αυτό το κτίριο για μερικές μέρες». Κοιτάζω το «ερείπιο» και σκέφτομαι την περιβόητη ανάπλαση του πεδίου του Άρεως, τα εννιά εκατομμύρια που δαπανήθηκαν κι όλες εκείνες τις υπέροχες μακέτες που υποτίθεται ότι θα «αναζωογονούσαν» την περιοχή. Μπροστά μου είναι ένα γιαπί περιστοιχισμένο από τσίγκους και συνθήματα στους τοίχους κατά της Χρυσής Αυγής και των νεοναζί.
«Μας έχουν επιτεθεί κάμποσες φορές χρυσαυγίτες. Εμφανίζονται ξαφνικά 40 άτομα με σκυλιά και χτυπούν όποιον βρουν. Εδώ στο κτίριο ζουν μέσα μόνιμα 25-30 άνθρωποι, Ιρανοί, Αφγανοί, όλοι χρήστες…», μου ψυθιρίζει ο Χαμίντ, ενώ μια παρέα Αφγανοί μας περιεργάζονται όχι και τόσο φιλικά. «Φύγαμε, θα ‘ρθουμε άλλη μέρα…», μου λέει στα πεταχτά και απομακρύνεται. Τον ακολουθώ -τα απειλητικά βλέμματα συνεχίζουν να μας καρφώνουν.
Περνάμε από μια πλατφόρμα με συγκρουόμενα αυτοκίνητα και δίπλα ένα κάρουζελ, το σκηνικό μοιάζει βγαλμένο από φιλμ του Κουστουρίτσα. «Αυτά είναι εδώ γιατί είχε ένα πανηγύρι μέχρι τις 12 του μήνα και το πάρκο έμενε ανοιχτό και το βράδυ». Πηγαίνουμε προς το «θεατράκι». Εκεί γίνονται όλες οι αγοραπωλησίες μόλις πέσει ο ήλιος. Το σίσα πουλιέται πέντε ευρώ το κρυσταλλάκι. Το γραμμάριο φτάνει τα 80 ευρώ στο Μενίδι. Ή τουλάχιστον τόσο το δίνει η τροφαντή τσιγγάνα που ψωνίζουν οι μικροντίλερς στο Πεδίον του Άρεως.
Στο πάρκο υπάρχει ένα είδος ιεραρχίας. Υπάρχουν οι παλιοί, εκείνοι που φτιάχνουν τα pipes και κάνουν κουμάντο, τα βαποράκια που απλώς σπρώχνουν για να βγάζουν το χαρτζιλίκι τους και οι απλοί χρήστες -είτε είναι μόνιμοι θαμώνες στο Πεδίο του Άρεως, είτε ξένοι, που έρχονται, αγοράζουν στα γρήγορα και φεύγουν. Οι καυγάδες δεν λείπουν. Συχνά βγαίνουν και μαχαίρια. Οι Αλγερινοί με τους Αφγανούς θεωρείται το παραδοσιακό «ντέρμπι», ενώ και οι Ρώσοι που πουλάνε φούντα βορειότερα είναι σκληρή ομάδα. Ο Χαμίντ, όμως, δεν θέλει να μιλήσει γι’ αυτό. «Όλα καλά, όλοι φίλοι», λέει. Στην πραγματικότητα οι εντάσεις σταματούν πάντα με την επέμβαση των παλαιότερων «ενοίκων» του πάρκου. Μόλις πέσει για καλά το σκοτάδι στα 277 στρέμματα πράσινου, οι χρήστες κατευθύνονται προς τα παγκάκια, σε έναν παράδρομο. Κάθονται εκεί μέχρι τα ξημερώματα. Πότε, πότε ανάβουν και καμιά φωτιά για να ζεσταθούν -μαζεύονται όλοι γύρω της και μιλούν ακατάπαυστα. «Το σίσα σε τσιτώνει, περίπου όπως η κοκαΐνη, ενώ το στομάχι σου δένεται κόμπος. Δεν θες να φας τίποτα, ούτε να κοιμηθείς…», λέει ο Χαμίντ. Λίγα μέτρα παραπέρα κάποιοι χρήστες που είναι σε πρόγραμμα απεξάρτησης, προσπαθούν να ανταλλάξουν σέο ή χάπια με λίγη ηρωίνη ή σίσα. «Σέο» είναι η σύριγγα στην αργκό των χρηστών.
Καθόμαστε σε ένα παγκάκι. Ο Χαμίντ ετοιμάζεται να πιει. Βγάζει ένα γυάλινο πιπάκι, ρίχνει ένα μικρό κρύσταλλο μέσα κι ανάβει ένα αυτοσχέδιο καμινέτο σε μέγεθος αναπτήρα. Το ντουμάνι δραπετεύει στον αέρα κι εκείνος αρχίζει να μου μιλά για τη «Σακίρα». Του απαντάω κι εγώ για τη «Σακίρα», αλλά δεν επικοινωνούμε. Μάλλον διότι εγώ μιλάω για τη γυναίκα του Πικέ κι εκείνος για τη δική τους τη «Σακίρα» -μία από τις πλέον χαρακτηριστικές μορφές του πάρκου. Κυκλοφορεί μονίμως καμπουριασμένη και φορά έναν μπερέ. Κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει πόσο χρόνων είναι -μοιάζει από 45 ως 65. Συχνά φεύγει στις 7 το πρωί να πάει στο σπίτι της και έπειτα από δυο ώρες είναι ξανά πίσω. Ο Χαμίντ πιστεύει ότι δεν κοιμάται ποτέ. Κάνει χρήση ηρωίνης, χαπιών και σίσα. Όπως και πολλοί άλλοι εκεί. Τα «κοκτέιλ» είναι σύνηθες φαινόμενο στο Πεδίον του Άρεως. Η Σακίρα έχει ένα ακόμη χαρακτηριστικό: Βρίζει ακατάπαυστα -η τραχιά φωνή της σκεπάζει τα πάντα. «Έχω να κοιμηθώ εφτά γαμημένες μέρες! Πήρα κάτι μπούμπλε, έγινα κιόλας κι έγειρα λίγο στο παγκάκι. Κι ήρθε ο άλλος και με σκούντηξε. Δηλαδή ρε γαμημένε, δικό σου είναι το παγκάκι; Το αγόρασες; Αν είναι πες το μας να το ξέρουμε δηλαδή. Άντε μην σε βάλω κάτω γρουσούζη, από πίσω μου είσαι συνέχεια…». Τα μπούμπλε είναι δυνατά ηρεμιστικά. Ή «πρεζόχαπα…», όπως λένε οι χρήστες. Μια άλλη φιγούρα του πάρκου είναι η Χριστίνα, 25 ετών. Μένει σε ένα κοντέινερ, αλλά τις περισσότερες ώρες ζει στο πάρκο. Πριν από κάμποσες μέρες φυλακίστηκε ο άντρας της -χρήστης κι ο ίδιος- καθώς εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης εις βάρος του. Ποτέ, πότε κάθεται για ώρες στο σκοτάδι και προσπαθεί να του γράψει γράμματα σε ένα μπλοκάκι. Ένα βράδυ μέχρι τις 6 τα ξημερώματα είχε γράψει μόνο «Αγάπη μου, σε αγαπώ πολύ» και δίπλα είχε ζωγραφίσει μια καρδιά. Η Χριστίνα είναι φορέας του AIDS και εκδίδεται. «Μην νομίζεις, ότι είμαι καμιά πουτάνα. Τους κοροϊδεύω, τους παίρνω τα λεφτά, τους ξενερώνω και μετά φεύγω. Τι είμαι; Καμιά πουτάνα σαν τις άλλες για να τους κάτσω; Είμαι ξύπνια εγώ». Ένα άλλο βράδυ -κατά τις 3 τα ξημερώματα- είχε κάνει χρήση ηρωίνης και είχε καπνίσει αρκετό σίσα. Καθόταν σε ένα πεζουλάκι και νιαούριζε. Πήγαινε στα αγόρια και τα γρατζουνούσε σαν γάτα. Κάποιοι γελούσαν μαζί της, άλλοι την έβριζαν κι άλλοι την συμβούλευαν να πάει σπίτι της. Οι Άραβες αισθάνονται άβολα όταν βλέπουν γυναίκες χρήστριες στο πάρκο. Συνήθως τις συμβουλεύουν να φύγουν, γιατί «δεν είναι μέρος για μια γυναίκα αυτό». Ο Χαμίντ όταν βλέπει καμιά χαρμάνα, της δίνει τσάμπα λίγο σίσα ή ηρωίνη γιατί πιστεύει ότι «… δεν είναι σωστό να πηγαίνουν με άντρες για λίγα χρήματα». Παραδίπλα ο Αλί, ένας Αφγανός κοντά στα 55, αρνείται να φωτογραφηθεί. «Τα παιδιά μου σπουδάζουν στο εξωτερικό, δεν θέλω να με δουν έτσι…», λέει. Ο Αλί ξεκίνησε να κάνει χρήση ηρωίνης και σίσα, όταν έμεινε άστεγος. «Είναι πολύ σκληρό και δύσκολο να μένει κανείς εδώ μέσα. Εσύ θα άντεχες να μένεις σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα; Για μένα το μόνο που απομένει είναι να πεθάνω». Καθημερινά 200 με 500 χρήστες «εξυπηρετούνται» στο Πεδίον του Άρεως. Άλλοι χτυπάνε μέσα στο πάρκο, άλλοι ψωνίζουν και φεύγουν. Ανάμεσά τους και πολλοί Έλληνες όπως ο Γιάννης, ο οποίος είναι 35 ετών. Συνήθως αγοράζει πρέζα από το Μενίδι δίνει σε δυο, τρεις φίλους στο πάρκο, κερδίζοντας 10-20 ευρώ τη φορά. «Οι Άραβες ξέρουν, ότι έχω λεφτά, ότι ζω σε σπίτι και ότι δεν είμαι τελειωμένος, γι’ αυτό μου μιλάνε πολύ ευγενικά. Μου εξηγούν μέχρι και πώς να καπνίζω καλύτερα το σίσα για να το νιώσω».
Καθώς ο Χαμίντ με «ξεπροβοδίζει» διότι πρέπει να επιστρέψει στη δουλειά, τον ρωτώ πόσα χρόνια έχει να δει τη μάνα και τα αδέρφια του. «Πολλά, δεν μπορώ να επιστρέψω πια στο Ιράν, έτσι όπως είναι τα πράγματα. Θα ‘θελα φυσικά να ξαναδώ την οικογένειά μου -έχω τέσσερα αδέρφια. Δυο κορίτσια, δυο αγόρια». Με αποχαιρετά και χάνεται στις φυλλωσιές. Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας τα λιγοστά αυτοκίνητα κατηφορίζουν προς την Πατησίων. Σε λίγο ξημερώνει. Στο φως της μέρας η ελπίδα ότι αυτό το πάρκο θα αποτελούσε έναν πνεύμονα οξυγόνου για τους κατοίκους της Αθήνας, επιστρέφει σαν φευγαλέα ψευδαίσθηση πάνω σε μακέτες ανάπλασης, μα τη νύχτα «καίγεται» στα γυάλινα πιπάκια του σίσα και της πρέζας. Οι μπόμπιρες δεν παίζουν με τους μπαμπάδες τους, οι εργένηδες δεν βολτάρουν χαλαροί συντροφιά με τα σκυλιά τους, οι ηλικιωμένοι δεν στήνουν καμιά πρόχειρη πόκα στα παγκάκια, οι αθλούμενοι δεν τρέχουν. Στο Πεδίον του Άρεως, μόλις πέσει το σκοτάδι, «βασιλεύουν» τα νευρικά βήματα των χρηστών, τα deals στο πόδι, οι καυγάδες των «θαμώνων», οι υστερικές φωνές. Και τα παπούτσια του Χαμίντ που λαμπυρίζουν στο σκοτάδι.