Οι Γιατροί «Τιγκάρουν» τις Γυναίκες στα Χάπια

Kοινοποίηση

Ένας άντρας και μια γυναίκα μπαίνουν στο γραφείο ενός γιατρού. Ενώ όλα τα δεδομένα είναι ίδια και για τους δύο –συμπτώματα και εξετάσεις- η γυναίκα ασθενής έχει διπλάσιες πιθανότητες από τον άνδρα ομόλογό της να διαγνωσθεί με κατάθλιψη. Έχει επίσης περισσότερες από τις διπλάσιες πιθανότητες να της χορηγηθεί φάρμακο και, αν αυτό το φάρμακο είναι παυσίπονο, η συνταγογραφούμενη δόση θα είναι μεγαλύτερη και για περισσότερο χρονικό διάστημα από τον άνδρα ασθενή, σύμφωνα με το Γραφείο για την Υγεία των Γυναικών των ΗΠΑ.

Χάρη σε μια πανοπλία χημικών ουσιών και ορμονών, τα ψυχιατρικά φάρμακα επηρεάζουν τις γυναίκες και τους άνδρες με διαφορετικό τρόπο, ανεξάρτητα από τα ποσοστά συνταγογράφησης. Στη πλειονότητά τους, τα φάρμακα λειτουργούν καλύτερα στις γυναίκες – με τα οπιοειδή να είναι πιο ανακουφιστικά στον πόνο, τα αντικαταθλιπτικά πιο δραστικά και τα αγχολυτικά φάρμακα πιο ισχυρά. Προκαλούν όμως και περισσότερες παρενέργειες. Και ενώ οι άνδρες έχουν ακόμα περιθώριο να ξεπεράσουν τις γυναίκες στα ποσοστά εξάρτησης, τα ποσοστά αυτά στις γυναίκες έχουν κλιμακωθεί πιο γρήγορα, βλάπτουν το σώμα πιο πολύ, και είναι μια πολύ επικίνδυνη συνήθεια.

Videos by VICE

Ενώ είναι αλήθεια ότι οι γυναίκες βιώνουν την κατάθλιψη και το άγχος σε υψηλότερο βαθμό από ό, τι οι άνδρες, αυτό ακόμα δεν εξηγεί το έντονο επίπεδο διαφοράς στη συνταγογράφηση. Ακόμη και σε διαταραχές που πλήττουν κατά βάση τους άνδρες, όπως το ADHD, οι γυναίκες έχουν περισσότερες πιθανότητες να τους χορηγηθεί φαρμακευτική αγωγή.

Ο Dr. Edward Shorter, ψυχίατρος και συγγραφέας του βιβλίου « How Everyone Became Depressed» (Πώς Πάθανε Όλοι Κατάθλιψη), είπε στο VICE, ότι «υπάρχει σαν ιδέα ο “καταθλιπτικός ρόλος” και αυτός επηρεάζει τις διαφορές μεταξύ των δύο φύλων σε εντυπωσιακό βαθμό». Στη διαιώνιση αυτού του ρόλου συμβάλλει φυσικά και το ότι το Marketing στη φαρμακευτική βιομηχανία και οι διαφημίσεις στοχεύουν δυσανάλογα σε νεαρές γυναίκες αντί για νεαρούς άνδρες.

Οι διαφημίσεις έχουν συνήθως σε αφθονία «δραματικές εικόνες των γυναικών που είναι βυθισμένες στην απελπισία», σύμφωνα με τον Shorter. «Ενώ, στην επόμενη σελίδα, η εικόνα θα είναι αυτή μιας νεαρής γυναίκας που λάμπει από χαρά σε κάποιο μπαρ αφού έχει πάρει πριν το αντικαταθλιπτικό της».

Ωστόσο, αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τις γυνάικες σήμερα. Εδώ και δεκαετίες, οι γυναίκες αποτελούν στόχο των φαρμακευτικών διαφήμισεων και οι ανισότητες στα νούμερα της συνταγογράφησης των διαφόρων αγωγών, υπάρχουν από όταν ξεκίνησαν να συνταγογραφούνται τα φάρμακα.

«Μία από τις βασικές λειτουργίες του συστήματος υγείας των ΗΠΑ, από όταν οργανώθηκε, ήταν να μοιράζει διεγερτικά και ηρεμιστικά στις Αμερικάνες», λέει ο David Herzberg, συγγραφέας του « Happy Pills in America: From Miltown to Prozac».

Διαβάστε ακόμα: Τοξικό Σοκ – Το Μοντέλο που Μήνυσε μια Εταιρεία Ταμπόν για την Απώλεια του Ποδιού της

Ένα από τα πρώτα παυσίπονα, η μορφίνη, ήταν διαβόητο ως θηλυκή αδυναμία. Παρόλο που και οι άνδρες έκανα χρήση της, ήταν ως επί το πλείστον οι Αμερικανες γυναίκες που εθίστηκαν σε αυτή κατά τον 19ο αιώνα, μεταξύ των οποίων και η σύζυγος του 16ου προέδρου, η Mary Todd Lincoln, η οποία χρησιμοποιούσε ένα οπιούχο, που ονομάζεται λάβδανο, για την αντιμετώπιση της νευρικότητάς της.

Η μορφίνη και φάρμακα όπως το λάβδανο χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν για καθαρά γυναικεία συμπτώματα όπως η εγκυμοσύνη, ο τοκετός και οι πόνοι περιόδου. Είχαν επίσης το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι δεν ήταν αλκοόλ – ουσία κατά της οποίας οι Αμερικάνες του19ου αιώνα σταυροφόρησαν εναντίον, ενώ αποτελούσε και παράβαση που μπορούσε να σπιλώσει τη φήμη του χρήστη. Μέχρι το τέλος του 1800, περισσότερο από τα δύο τρίτα των τοξικομανών οπίου και μορφίνης των ΗΠΑ ήταν γυναίκες.

Η κοκαΐνη, το χλωροφόρμιο, και η κάνναβη χρησιμοποιούνταν επίσης στα τέλη του 19ου αιώνα για τη θεραπεία μια σειρά γυναικολογικών παθήσεων, καθώς και της νευρασθένειας, μιας αόριστης νευρικής κατάστασης, που έχει φροϋδικής προέλευση και την οποία οι γιατροί της εποχής απέδιδαν κυρίως στις γυναίκες. Το 1901, η εφημερίδα Boston Globe ανέφερε ότι «τα πάρτι οξυγόνου» ήθελαν της γυναίκες των ανώτερων τάξεων να μαζεύονται σε σπίτια και να εισπνέουν άζωτο προκειμένου να χαλαρώσουν. Επιπροσθέτως, τουλάχιστον ένα ιατρικό βιβλίο της εποχής, συνιστούσε τη χρήση μαριχουάνας αντί μορφίνης χλωράλης ή μορφίνης για τη θεραπεία της νευρικότητας.

Διαφήμιση της εταιρείας Beecham, circa 1800. Εικόνα via Universal History rchive/Getty

Μέχρι το 1903, μια νέα εθιστική κατηγορία φαρμακολογικών παραγόντων ήταν σε άνοδο, τα βαρβιτουρικά. Τα έπαιρναν ως ηρεμιστικά, ή για τη θεραπεία της νευρικότητας και του άγχους, ενώ ήταν σύνηθες να τα παίρνουν και ως υπνωτικά από τους γιατρούς της εποχής. Όπως και με τα οποιούχα, τα χάπια ήταν εξαιρετικά εθιστικά.

Δεν ήταν όμως μέχρι το 1945, που συνειδητοποίησαν πόσο εθιστικά ήταν τα βαρβιτουρικά, οπότε και ακολούθησε ένας ηθικός πανικός στις ΗΠΑ και σε προειδοποιήσεις για τις επιδράσεις των ναρκωτικών, ιδιαίτερα στο ασθενές φύλο. «Η αίσθηση ήταν ότι οι γυναίκες αυτές ήταν «αθώες», αφού ποτέ δε ήθελαν να βιώσουν την επίδραση ενός φαρμάκου ή ναρκωτικού, αλλά ουσιαστικά ακολουθούσαν τις οδηγίε ςτων γιατρών τους», λέει ο Herzberg.

Ιστορίες σχετικά με γυναίκες που εγκατέλειπαν τα καθήκοντά τους ή να είχαν αποκλίνουσα από τις κοινωνικές νόρμες συμπεριφορά, έπαιζαν σε μεγάλο βαθμό στον Τύπο. Μια εικόνα του 1945 στο αμερικάνικο Druggistmagazine, απεικόνιζε μια εθισμένη γυναίκα νε στρέφεται στην πορνεία. Οκτώ χρόνια αργότερα, ο επικεφαλής του Οργανισμού Ελέγχου Φαρμάκων και Τροφίμων των ΗΠΑ (FDA),

Ο George Larrick είπε σε μια υποεπιτροπή για τη νεανική εγκληματικότητα, ότι λόγω του εθισμού στα βαρβιτουρικά, «οι γυναίκες δεν έχουν πλέον ενδιαφέρον για το σπίτι ή τα παιδιά, και οδηγούνται στη κλοπή προκειμένου να εξασφαλίσουν τη δόση τους». Αυτές οι τακτικές εκφοβισμού ήταν απλά ένα ακόμα κομμάτι στα μέσα, ενώ είχαν ήδη κυκλοφορήσει ταινίες με θέμα τον εθισμό στις γυναίκες όπως: Morphia – the Death Drug (1914), The Secret Sin (1915) και The Girl Who Didn’t Care (1916).

«Η εικόνα της μητέρας που εγκαταλείπει τα παιδιά της και έχει αποκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά με άτομα από άλλη κοινωνική τάξη ή φυλή: είναι ίσως η πιο σέξι ιστορία και συνδέεται με τον εθισμό πολύ πριν επιστήσουν την προσοχή μας στον εθισμό των συνταγογραφούμενων φαρμάκων», λέει ο Herzberg.

Φωτογραφία via Flickr user Pranjan Mahan

Ευτυχώς, ήρθε το Miltown για να κατευνάσει την ανησυχία του κοινού. Το νέο φάρμακο εμφανίστηκε κοντά το 1950 και είχε γρήγορα επιτυχία, καθώς συνέπεσε με ένα αυξημένο ενδιαφέρον στον τομέα της ψυχιατρικής και με τη μετατόπιση των ρόλων των δύο φύλων.

«Η ιδέα της ψυχιατρικής βοήθειας, από φροϋδικής πλευράς, έγινε μια εξαιρετικά δημοφιλής ανησυχία της εποχής, καθώς όλοι νόμιζαν ότι θα πρέπει να προσαρμοστούν καλύτερα στη δουλειά και να είναι πιο διανοητικά υγιείς. Το άγχος ήταν μια μοντέρνα διαταραχή», λέει ο Nicolas Rasmussen, συγραφέας του βιβλίου, «On Speed: The Many Lives of Amphetamine».

Καθώς οι άνδρες επέστρεψαν σπίτι από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι γυναίκες γύρισαν στη βοηθητική παρουσία τους εντός σπιτιού, “μικρά βοηθήματα” όπως το Valium και το Librium ήταν εκεί προκειμένου οι νοικοκυρές να αντιμετωπίσουν τα εγκόσμια καθήκοντα της καθημερινής τους ζωής. Αν και τα φάρμακα στόχευαν αρχικά και στα δύο φύλα, έγινε γρήγορα σαφές ότι η συνεχιζόμενη εθνική κρίση του ανδρισμού δεν θα επέτρεπε στους ανδροπρεπείς Αμερικάνους να κατεβάζουν χάπια για νεύρα, κίνηση που θεωρούνταν μέχρι τότε θηλυκή. Όταν εφανίστηκαν οι πρώτες μελέτες σχετικά με τα φάρμακα τη δεκαετία του 1960, οι γυναίκες είχαν συνταγογραφηθεί διπλάσια Valium από τους άνδρες.

Καθώς η τάξη των φαρμάκων Miltown έγινε γνωστή ως αποκλειστικά «γυναικεία φάρμακο» στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, τα φάρμακα για διάφορες νευρώσεις, θεωρήθηκαν και αυτά γυναικεία. Ιατρικά περιοδικά της εποχής, απεικόνιζαν “άγρια μισογυνιστικές” γελοιογραφίες με στερεοτυπικά ανήσυχες γυναίκες ασθενείς, λέει ο Herzberg. Από τα σχολικά βιβλία της ίδιας εποχής, «είναι σαφές ότι υπήρχε η προσδοκία ότι οι γυναίκες είναι ψυχικά ασθενείς και ότι είναι δυνατόν να έχουν όλα τα είδη νευρωτισμού και άγχους», πρόσθεσε ο Herzberg.

Τα SSRIs χρησιμοποιούνται από τουλάχιστον 25 τοις εκατό των γυναίκων στις ΗΠΑ, μεταξύ των ηλικιών 40-50.

Αν και οι σύγχρονες γυναίκες έχουν καλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία, εξακολουθεί να υπάρχει μια κοινή αντίληψη ότι το γυναικείο φύλο είναι πιο θλιβερό, ή τουλάχιστον περισσότερο «συναισθηματικό», από το αντίθετο.

«Οι άνθρωποι μιλούν για το πόσο down αισθάνονται, κουρασμένοι, ή με κατάθλιψη. Αυτό το είδος λόγου είναι συχνότερο μεταξύ των γυναικών παρά στους άνδρες», λέει ο Dr. Shorter.

Πίσω στη δεκαετία του ’60, φεμινίστριες όπως η Betty Friedan καταφέρθηκαν εναντίον της γενίκευση της φαρμακευτικής βιομηχανίας ενός «προβλήματος που δεν έχει όνομα» – η δική τους ονομασία για ένα είδος κόπωσης και συναισθημάτων κενού που πολλές νοικοκυρές αντιμετώπιζαν με δημοφιλή ηρεμιστικά – υποστηρίζοντας έτσι ότι η προδιάθεση των γυναικών στις νευρικές ασθένειες είχε να κάνει λιγότερο με το άγχος και την κατάθλιψη από την αποτυχία τους να ζήσουν ολοκληρωμένες ζωές. Ο Herzberg συμφωνεί, «Αν έχετε μια ομάδα ανθρώπων των οποίων η επιλογές είναι περιορισμένες, είναι πιο πιθανό να καταλήξουν λιγότερο ευτυχείς».

Σήμερα, ψυχίατροι όπως η Julie Holland, συγγραφέας του “Moody Bitch”, υποστηρίζουν ότι το marketing στην πρωινή ζώνη τηλεόρασης και στα περιοδικά των γυναικών δημιουργεί μια νέα νόρμα στην οποία τα γυναικεία συναισθήματα επιτυγχάνονται μέσω αγωγής.

Έτσι, φτάνουμε στα σημερινά αντικαταθλιπτικά και αγχολυτικά φάρμακα, με τα SSRIs να χρησιμοποιούνται από τουλάχιστον 25 τοις εκατό των γυναικών στις ΗΠΑ μεταξύ των ηλικιών 40-50. Ο εθνικός μέσος όρος ανέρχεται στο περίπου 10%, με 1 στους 10 Αμερικανούς να δέχεται αγωγή με αντικαταθλιπτικά. Με την άφιξη του Prozac στα τέλη της δεκαετίας του 1980, φάρμακα όπως το Zoloft και το Paxil απέκτησαν και αυτά έντονη παρουσία στις τελευταίες δύο δεκαετίες. Μέρος της επιτυχίας αυτής, είναι η σχετική έλλειψη επιβλαβών παρενεργειών, όπως εκείνες που παρατηρούνται στο Valium, στα βαρβιτουρικά, ή στη μορφίνη.

«Είχαν πουσαριστεί πάλι πολύ τη δεκατία του ’90. Θεωρούνταν τόσο ασφαλή που ο οποιοσδήποτε μπορούσε να τα δοκιμάσει», λέει ο Rasmussen.

Το επόμενο σύνορο φαίνεται να είναι τα αντιψυχωτικά φάρμακα που συνήθως χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία κάποιας ψύχωσης ή διπολικής διαταραχής. Το Abilify, για παράδειγμα, είναι σήμερα το νούμερο ένα σε πωλήσεις φάρμακο στην Αμερική, ξεπερνώντας ακόμη και μη ψυχιατρικά φάρμακα.

Απλά μην περιμένετε ότι θα παραμείνει έτσι για πάντα. «Η όλη κατάσταση, με τα φάρμακα που μοσχοπουλάνε βασίζεται στην μαγεία των αυτά έχουν τη δυναότητα να κάνουν τα πάντα καλύτερα», λέει ο Herzberg.

Και όταν αυτή η μαγεία εξασθενίζει – όπως έχει ήδη αποδειχθεί, ξανά και ξανά – τότε οι εταιρείες παρουσιάζουν την επόμενη φαρμακευτική τους επιτυχία.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.