Μουσική

Οι Cave Children Γουστάρουν Χιώτη και Τσιτσάνη

Kοινοποίηση

Φωτογραφίες από τη σελίδα των Cave Children στο facebook.

H πρώτη φορά που άκουσα το όνομα των Cave Children ήταν την εποχή που έκαναν την πρώτη τους ζωντανή εμφάνιση. Δηλαδή, αν δεν με απατά η μνήμη μου, πριν από περίπου δύο χρόνια. Προσωπικά δεν είχα πάει σε εκείνο το show, όμως όσοι φίλοι είχαν παρευρεθεί έκαναν λόγο για μια φοβερή live μπάντα. Αρχικά δεν έδωσα πολλή σημασία, όπως κάνω πάντα όταν υπάρχει γενικός ενθουσιασμός γύρω από το όνομα ενός καλλιτέχνη.

Όμως η περίπτωση των Cave Children είναι διαφορετική – η συγκεκριμένη μπάντα ακούγεται φρέσκια και πραγματικά αξίζει την προσοχή μας, έχοντας δημιουργήσει αρκετό ντόρο γύρω από το όνομά της αλλά και προσδοκίες όσον αφορά τα επόμενα βήματά της. Λίγο πριν ανέβουν στο stage του ΑΝ club, όπου θα εμφανιστούν ζωντανά την Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου, μιλήσαμε μαζί με τον μπασίστα του συγκροτήματος Βασίλη Νιτσάκη, για τον Χιώτη, τον μύθο του Πλάτωνα αλλά και τις τρομακτικές ιστορίες από το νοσοκομείο του frontman τους Βασίλη Βλαχάκο, ο οποίος είναι γιατρός.

Videos by VICE

VICE: Αρχικά, θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια για την μπάντα.
Βασίλης Νιτσάκης: Ξεκινήσαμε στις αρχές του ’13 όταν ο Βασίλης Βλαχάκος, ο Δημήτρης Στεργίου και εγώ αρχίσαμε να δουλεύουμε πάνω σε τραγούδια του Βασίλη. Παίζαμε όλοι μαζί ήδη κάποιον καιρό πριν, στους His Majesty the King of Spain. Με τον Βασίλη είμαστε φίλοι από τα εφηβικά μας χρόνια και με τον Δημήτρη συγκατοικήσαμε κιόλας. Η πρώτη περίοδος διήρκεσε οκτώ με δέκα μήνες που ήμασταν κλεισμένοι στο στούντιο, χωρίς να ξέρουμε αν αυτό το πράγμα θα γίνει συγκρότημα ή αν απλώς θα γραφτεί το υλικό. Απλώς παίζαμε ασταμάτητα και βλέπαμε ότι κάπου πάει. Μετά το πρώτο live ήρθε στην μπάντα ο Ορέστης Μπενέκας και ολοκληρώθηκε το καρέ. Με τον ερχομό του Ορέστη όλα πήραν μια άλλη τροπή, ο ήχος μας άλλαξε τελείως και δουλέψαμε το υλικό από την αρχή.

Μέσα στο 2015 κυκλοφορήσατε τον πρώτο σας δίσκο (Quasiland), από την Inner Ear Records, ο οποίος μάλιστα απέσπασε πολύ καλές κριτικές σε Ελλάδα και εξωτερικό. Πόσο ευχαριστημένοι είστε σήμερα με τη μέχρι στιγμής πορεία του ντεμπούτου σας;
Είναι αλήθεια πως διαβάσαμε πολλές καλές κριτικές. Όσον αφορά το εξωτερικό, ειδικά τον πρώτο καιρό ανέβαιναν κριτικές και reviews από κάθε μεριά της γης. Μας έγραφαν από Νέα Υόρκη, Γερμανία, Μεξικό, Μάλτα. Δύο μήνες μετά την κυκλοφορία του δίσκου μάς έβαλε και το NME στη λίστα με τους καλύτερους νέους καλλιτέχνες του μήνα. Στην Ελλάδα μας τίμησαν σε πάρα πολλά Μέσα και μας βοήθησε αυτό. Όλες αυτές οι αναφορές δημιούργησαν ένα δυνατό feedback για εμάς και τον δίσκο.

Θα ακούσουμε κάτι καινούργιο, δισκογραφικά, από εσάς μέσα στο 2016;
Ναι, κατά πάσα πιθανότητα θα κυκλοφορήσει μέσα στους επόμενους μήνες ένα EP. Πρόκειται να μπούμε να το γράψουμε αμέσως μετά το live στο An.

Γνωρίζω πως κάποιοι από εσάς είναι μέλη και σε άλλα μουσικά σχήματα. Πού αλλού παίζετε;
Όπως προανέφερα, οι τρεις μας παίζαμε στους Majesty για κάποια χρόνια. Η μπάντα δεν υπάρχει πια δυστυχώς, αλλά ήταν μεγάλο κεφάλαιο στις ζωές όλων μας και επηρέασε πάρα πολύ την ύπαρξη και λειτουργία των Cave Children. Δεν πρόκειται για μια συνέχεια, αλλά είναι πάνω κάτω η ίδια παρέα. Κατά τα άλλα, ο Μήτσος και εγώ παίζουμε μαζί και στις ΡΟΔΕΣ United. Ο Ορέστης είναι για χρόνια ο πληκτράς των B-Movies και Παύλου Παυλίδη.

Πολλοί σας κατατάσσουν ηχητικά στην ψυχεδελική σκηνή. Εσείς πού θα τοποθετούσατε τον δίσκο σας αν δουλεύατε σε δισκοπωλείο;
Είναι γεγονός πως το στοιχείο που υπερτερεί σε αυτό τον δίσκο είναι η ψυχεδέλεια. Ήταν ο «μηχανισμός», κατά κάποιον τρόπο, με τον οποίο καταφέραμε να συνδυάσουμε τις τόσες επιρροές, ακούσματα και ιδιαιτερότητες του κάθε μουσικού ξεχωριστά. Παράλληλα, ήταν η εποχή που ακούγαμε όλοι περίπου τις ίδιες μπάντες (Tame Impala, Warpaint, Temples) και υπήρχε ένας κοινός κώδικας. Βέβαια, επειδή ποτέ δεν ήταν ο στόχος μας να κάνουμε ένα δίσκο-φόρο τιμής στην ψυχεδέλεια του ’60 και του ’70, αλλά ένα ολοκληρωμένο έργο με προτεραιότητα τα ωραία τραγούδια, θα μπορούσα κάλλιστα να τοποθετήσω τον δίσκο και στο ράφι με τα pop.

Πώς βγήκε το όνομα της μπάντας;
Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο story πίσω από το όνομα. Το «Cave Children» μας φάνηκε πιασάρικο και μας ταίριαζε σαν εικόνα με τα tribal grooves και το μονολιθικό παίξιμο που έχει ώρες-ώρες η μπάντα. Λίγο αργότερα, το συνέδεσε κάποιος και με τον Μύθο του Σπηλαίου του Πλάτωνα. Και κάπως έτσι έμεινε.

Στο βιογραφικό σας αναφέρετε πως είστε επηρεασμένοι από τα soundtrack του Danny Elfman. Αν σας δινόταν η ευκαιρία να γράψετε το soundtrack μιας ήδη υπάρχουσας ταινίας, ποια θα ήταν αυτή;
Ερώτηση-καυτή πατάτα. Θα θέλαμε να γράφαμε ένα soundtrack τον μήνα αν γινόταν. Θα πω δύο: Lock, Stock and Two Smoking Barrels και Mad Max.

Αλήθεια, υπάρχει κατά την άποψή σας αυτό που λέμε «ελληνική σκηνή»;
Υπάρχει σίγουρα έντονη κινητικότητα, ποικιλία και μια συνδεδεμένη κοινότητα μουσικών που προσπαθούν να ορίσουν κάτι από την αρχή. Και φυσικά αυτός ο παλμός παρουσιάζεται σε πολλές εκφάνσεις. Υπάρχει επίσης πια και το know-how στα πράγματα. Πλέον, πολλές ελληνικές μπάντες οργώνουν το εξωτερικό σε διμηνιαίες περιοδείες, αποκτούν κοινό σε διεθνές επίπεδο, βγάζουν δίσκους-διαμάντια. Υπάρχει κάτι στα σοβαρά. Αλλά δεν θα ήταν ακόμη δίκαιο να πούμε ότι έχουμε σκηνή.

Τι ορίζετε ως σκηνή;
Σκηνή υπάρχει όταν σκάει ένας ήχος. Ζυμωμένος και κοινός. Όταν δημιουργείται ένα μουσικό ρεύμα. Όταν οι μπάντες επικοινωνούν και αλληλοεπηρεάζου η μια την άλλη. Μια μουσική που να χαρακτηρίζει την εποχή και την πόλη στην οποία δημιουργήθηκε. Κάτι τέτοιο στην Ελλάδα είχαμε στα mid-’80s και ’90s, τη rock σκηνή της Θεσσαλονίκης.

Αγαπημένοι έλληνες καλλιτέχνες;
Τσιτσάνης, Χιώτης, Παπάζογλου, Χατζιδάκις, Aphrodite’s Child, Τρύπες και Μωρά στη Φωτιά.

Για το τέλος θα ήθελα να μοιραστείτε μαζί μου μια καλή και μια κακή ανάμνηση από τη μέχρι στιγμής πορεία σας.
Καλή, σίγουρα το πρώτο live στην Κύπρο, όπου συμμετείχαμε στο Fengaros Festival. Παίξαμε σε ένα μαγικό μέρος, μπροστά σε 1.000 άτομα -έπαιξε και η μπάντα σαν δυναμίτης- και ζήσαμε ένα μοναδικό βράδυ. Κακή ανάμνηση δεν μπορώ να θυμηθώ πραγματικά καμία. Το μόνο με το οποίο μας πιάνεται η καρδιά είναι οι τρομερές ιστορίες από το νοσοκομείο που ακούμε πλέον στις πρόβες από τον Βασίλη που είναι ειδικευόμενος γιατρός.

Περισσότερα από το VICE

Η Ελλάδα Μέσα από τον Φωτογραφικό Φακό μιας Αμερικανίδας

Η Ιστορία Πίσω από την Άγνωστη Πρώτη Επαγγελματική Φωτογράφιση της Kate Moss

Οι Άνδρες που Χρησιμοποιούν Αντικαταθλιπτικά για να Αντέξουν Περισσότερο στο Κρεβάτι

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.